Live: Η επιστροφή των Thievery Corporation στο Λυκαβηττό

live-i-epistrofi-ton-thievery-corporation-sto-lukabitto

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 15 ΙΟΥΛΙΟΥ 2011

Η μπάντα που έχει «πεταχτεί» ουκ ολίγες φορές από την Ουάσινγκτον στους συναυλιακούς χώρους της Ελλάδας, πέρασε και φέτος μια βόλτα για να μας εμψυχώσει εν μέσω κρίσης, αγανάκτησης και... ελεγχόμενης χρεοκοπίας.

Η αλήθεια είναι ότι κάπου ανάμεσα σε μεσοπρόθεσμα, διαδηλώσεις, δακρυγόνα, απεργίες και «χρεοκοπημένες» τσέπες, οι Thievery Corporation μας πέτυχαν στην καλύτερη στιγμή για να μας περάσουν μετά μουσικής τα πολιτικά και κοινωνικά τους μηνύματα και να μας βοηθήσουν να εκτονώσουμε λίγο τη συσσωρευμένη κούραση, απογοήτευση και οργή του τελευταίου χρόνου. Το έχουν κάνει αρκετές φορές άλλωστε – πέντε για την ακρίβεια- αλλά αυτή τη φορά ήρθε κι έδεσε.

Ο κόσμος στο Λυκαβηττό – κι όταν λέμε στο Λυκαβηττό, εννοούμε σε κάθε πιθανή θέση που μπορεί να σταθεί άνθρωπος, είτε κρεμασμένος από τα βράχια, είτε στο πάρκινγκ, είτε έξω από την είσοδο, είτε μέσα στο θέατρο- ήταν πολύς. Τόσος, που αν λιποθυμούσες στην αρένα του θεάτρου, θα παρέμενες όρθιος, δεν θα κατάφερνες να φτάσεις ποτέ στο έδαφος.

Το live ξεκίνησε λίγο πριν το ρολόι δείξει 10 με το θέατρο γεμάτο, αλλά και με πολύ κόσμο ακόμη έξω να προσπαθεί να φτάσει στα ταμεία για να πάρει ό,τι εισιτήριο είχε απομείνει ή να στέκεται στην τουλάχιστον μισής ώρας «ουρά» για να πάρει ένα μπουκαλάκι νερό σε τιμή χρυσού. Και κάπου εδώ τελειώνουμε με τα αρνητικά. Το ξέρουμε άλλωστε ότι δεν πάμε να ακούσουμε τον πρωτοεμφανιζόμενο καλλιτέχνη από τα Σούρμενα. Τους αγαπημένους του ελληνικού κοινού πήγαμε να ακούσουμε. Θα είχε κόσμο.

Με θερμά χειροκροτήματα οι Thievery βγήκαν στη σκηνή και τα αίματα άρχισαν να ανάβουν μετά από λίγο, με τους πρώτους ήχους του σιτάρ να συνθέτουν το «Lebanese blonde». Κι εκεί παρατηρούμε ότι κάποιος λείπει από τη σκηνή. Ναι, λείπει ο Έρικ Χίλτον, ο ένας εκ των δύο Thievery, ο οποίος βρισκόταν στο Σικάγο και δεν μπόρεσε να μας τιμήσει σε αυτή τη συναυλία λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων και… ηχογραφήσεων. Όλοι οι υπόλοιποι, όμως, είναι εκεί και το άλλο μισό, ο Rob Garza, σίγουρα μπορεί να τα καταφέρει με μια ολόκληρη μπάντα στην πλάτη του.

Ακολούθησε το «Take my soul» από το καινούργιο τους άλμπουμ «Culture of fear» που κυκλοφόρησε στο τέλος του Ιουνίου και μετά το «Until the morning», τα dreadlocks αρχίζουν να κατακλύζουν τη σκηνή και οι αγαπημένοι αεικίνητοι ρασταφάρι, ο ένας στα άσπρα και ο άλλος στα μαύρα, ξεσηκώνουν και τον κάθε πικραμένο με το «Liberation front», στο οποίο προσθέτουν και λίγο από Sly and the Family stone με το κοινό από κάτω υιοθετεί άμεσα την «funk-ίζουσα» διάθεση.

Το μπάσο γίνεται έντονο στο «Radio retaliation» και το «Numbers game» μπαίνει και πάλι σε funk μονοπάτια με το video wall στο πίσω μέρος της σκηνής να δίνει εικόνα σε κάθε τραγούδι, ανάλογα με το ύφος του, άλλοτε απεικονίζοντας διαδηλώσεις, άλλοτε το κόκκινο αστέρι του EZLN, άλλοτε afro στιγμιότυπα με άρωμα 70s κι άλλοτε απλά visuals και πολύχρωμα εξώφυλλα του «The richest man in Babylon».

Μετά το «All that we perceive» κι αφού ο κόσμος γνώρισε έναν-έναν τους μουσικούς και τους τραγουδιστές της μπάντας, η έκσταση διαπέρασε και πάλι το κοινό με το «The richest man in Babylon» και τους ρασταφάρι να δίνουν ρυθμό παραληρήματος στο πλήθος.

Ο Ras Puma ήταν ο τρίτος ρασταφάρι της χθεσινής βραδιάς, ο οποίος συνεργάστηκε με τους Thievery Corporation στο τελευταίο τους άλμπουμ και μέσα από τους στίχους του «Culture of fear» μας μετέφερε μηνύματα ενότητας, «χτυπώντας» τις θρησκείες σαν μέσο διαίρεσης των ανθρώπων. Αμέσως μετά, από τα ηχεία του Λυκαβηττού ακούστηκε το «The heart’s a lonely hunter» - όχι, δεν ήταν και ο Ντέιβιντ Μπερν μαζί.

Οι στίχοι του «Assault on Babylon» αναγράφονται στο video wall και ο κόσμος προτάσσει τις γροθιές του τραγουδώντας μαζί, ενώ το «Vampires» με θέμα το ΔΝΤ, κάθε φορά ξεσηκώνει τόσο τη μπάντα όσο και τον κόσμο, με τα «γαλλικά» τύπου «motherfuckers» να πέφτουν σωρηδόν απευθυνόμενα σε πολιτικούς και κυβερνήσεις και τον κόσμο να φωνάζει «Lies and theft, guns and debt, life and death, IMF», θυμίζοντας τους Αγανακτισμένους του Συντάγματος.

Όποιος έχει βρεθεί, όμως, σε μία από τις τελευταίες συναυλίες τους, θα γνωρίζει ότι το αγαπημένο του ελληνικού κοινού είναι το «Warning shots», όπου θες δε θες χοροπηδάς στον αέρα μαζί με όλους και γίνεσαι ένα μαζί τους. Δυστυχώς αυτή τη φορά – απ’ ό,τι είδαμε τουλάχιστον – δεν είχαμε το καθιερωμένο crowd surfing των ρασταφάρι και η συναυλία τελείωσε με το «The forgotten people».

Φυσικά και δεν τελείωσε χωρίς encore και μάλιστα δύο στον αριθμό, στα οποία ακούσαμε μεταξύ άλλων τα «Shadows of ourselves» με την ήρεμη δύναμη του συγκροτήματος, τη Lοulοu, το «Pueblo unido» (απόλυτα προσαρμοσμένο στο κλίμα των ημερών), το «Sweet tides», το «Amerimacka», ενώ οι κυρίες του κοινού δέχτηκαν και πρόσκληση να ανέβουν να χορέψουν στη σκηνή, την οποία και αποδέχτηκαν, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει ένα μπουλούκι γυναικών που έμοιαζε λες και θα έπιανε την ανθοδέσμη της νύφης στο γλέντι του γάμου. Γύρω στις 12 η συναυλία έλαβε τέλος και ο κόσμος άρχισε να διαλύεται.

Μπορούμε μετά βεβαιότητας να πούμε ότι η συναυλία δεν διέφερε και πολύ από την περσινή που είχαν δώσει στο θέατρο Βράχων, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο αυτό δεν είναι αρνητικό. Η ένταση και η εκτόνωση που προσφέρουν είναι καλό να επαναλαμβάνεται, πόσο μάλλον μέσω μιας ομάδας εξαιρετικών μουσικών που με κάθε ευκαιρία μας εκφράζουν το ότι είμαστε οι αγαπημένοι τους – εκτός αν λένε τα ίδια σε όλους. Και ίσως τα συμπύκνωσε όλα σε μια πρόταση, ένας από τους παρευρισκόμενους που ακούσαμε να ψιθυρίζει «Τους έχω δει ήδη 4 φορές, αλλά δεν μπορούσα να λείψω. Νομίζω πως θα πάει στραβά η χρονιά άμα δεν τους δω από κοντά μια φορά το χρόνο». Το πόσο πιο στραβά θα μπορούσε να πάει βέβαια δεν το γνωρίζουμε, αλλά σίγουρα θα έχουμε άλλη μια συναυλία Thievery Corporation «αποθηκευμένη» στη μακροπρόθεσμη μνήμη μας. Με ένα παράπονο μόνο: μας έλειψε το «Exilio».

ΤΖΟΥΛΙΑ ΤΑΣΩΝΗ