Πάνος Καρνέζης: «Το ιστορικό παρελθόν της Ελλάδας μας δίνει ταυτόχρονα δύναμη και μας κατατρύχει»
Ένας Έλληνας συγγραφέας με διεθνή απήχηση, ο Πάνος Καρνέζης αποκαλύπτει στο click@Life το συγγραφικό του εργαστήρι.
Ο Πάνος Καρνέζης ανήκει στις λίγες εκείνες λογοτεχνικές φωνές που συγκινούν και τους αναγνώστες εκτός ελληνικών συνόρων. Ο μαγικός ρεαλισμός των βιβλίων του βρήκε πρόσφορο έδαφος στη Βρετανία όπου βρίσκεται εγκατεστημένος εδώ και πολλά χρόνια. Από την πρώτη του εμφάνιση με τη συλλογή διηγημάτων του «Μικρές ατιμίες και άλλα διηγήματα», έγκυροι κριτικοί από το εξωτερικό επισήμαναν το ιδιαίτερο στυλ γραφής του, την αρμονική σύνδεση της αλληγορίας με το ονειρικό στοιχείο.
Ακολούθησε το καλύτερο ίσως μυθιστόρημά του, «Ο λαβύρινθος», η περιπλάνηση μιας μικρής μεραρχίας που αναζητεί το δρόμο της μετά την μικρασιατική καταστροφή: μια περιπέτεια με ενδιαφέροντες συμβολισμούς που αντικατοπτρίζει την ελληνική νοοτροπία, διαφέροντας ριζικά από βιβλία ανάλογης θεματολογίας.
Στο «Πάρτι γενεθλίων» έκανε το τολμηρό ψυχογράφημα ενός ιδιόρρυθμου μεγιστάνα, ο οποίος είχε χαρακτηριστικά του Αριστοτέλη Ωνάση αλλά και του Χάουαρντ Χιουζ. Το «Μοναστήρι», το πιο πρόσφατο βιβλίο του, ακροβατεί ανάμεσα στο τυπικό μυθιστόρημα μυστηρίου και το ψυχολογικό θρίλερ, έχοντας αδρές πινελιές μεταφυσικού δέους. Με αφορμή την επανέκδοση όλων των βιβλίων του Καρνέζη από τις εκδόσεις Μακόντο, είχαμε μαζί του μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη.
Τα βιβλία σας κυκλοφορούν ξανά από τις εκδόσεις Μακόντο και μάλιστα οι αναγνώστες θα διαβάσουν τον «Λαβύρινθο» στην αναθεωρημένη έκδοσή του. Πώς προέκυψαν οι όποιες αλλαγές στο βιβλίο και τι στόχο είχαν;
Από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε «Ο Λαβύρινθος», το 2004, είχα κάνει μια εκτεταμένη αναθεώρηση του βιβλίου που κυκλοφόρησε στην Αγγλία το 2007 αλλά δεν είχε βγει ποτέ στην Ελλάδα. Η ιστορία είναι στην ουσία η ίδια, αλλά έχω κάνει πολλές στιλιστικές αλλαγές και αφαιρέσει κάποια κομμάτια που κατά τη γνώμη μου δεν πρόσθεταν τίποτα στην ιστορία. Το αποτέλεσμα είναι νομίζω μια πιο σκοτεινή, λακωνική αφήγηση, αν και έχω προσπαθήσει να μη χαθεί η σατιρική διάθεση που είχα όταν το πρωτοέγραψα.
Όταν ένα βιβλίο έχει ολοκληρωθεί και κυκλοφορεί πλέον στα βιβλιοπωλεία σας είναι εύκολο να υιοθετήσετε απέναντί του μια κριτική στάση;
Πρέπει να περάσει αρκετός καιρός για να μπορέσω να το κάνω, αλλά κατά κανόνα αποφεύγω να ξαναδιαβάσω ένα βιβλίο μου όταν έχω πια προχωρήσει στο επόμενο γιατί με απογοητεύει πόσο μακριά είναι το αποτέλεσμα από την ιδέα που είχα στο νου όταν ξεκινούσα να το γράφω.
Στα περισσότερα βιβλία σας υπάρχει μια ατμόσφαιρα «μαγικού ρεαλισμού», έχετε επηρεαστεί από την λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία ως προς αυτό το στοιχείο της γραφής σας ή ήταν κάτι που προέκυψε απλώς αυθόρμητα, από την ατμόσφαιρα της ελληνικής επαρχίας;
Έχοντας διαβάσει λατινοαμερικανική λογοτεχνία μου φάνηκε πώς ο μαγικός ρεαλισμός ως τεχνική της αφήγησης θα ήταν ένας πολύ καλός τρόπος να αφηγηθεί κανένας γεγονότα που έχουν σχέση με την ύπαιθρο, τη δεισιδαιμονία, τη λαϊκή κουλτούρα. Μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων πιστεύει στο υπερφυσικό, μια πίστη που ασπάζεται ο μαγικός ρεαλισμός και μπορεί να την εκφράσει πολύ αποτελεσματικά στην αφήγηση. Πάντως σε άλλες περιπτώσεις, σε άλλες ιστορίες, οι τεχνικές του μαγικού ρεαλισμού, όσο γοητευτικές και αν είναι, είναι λιγότερο χρήσιμες, γι αυτό και δε τη χρησιμοποιώ τόσο τελευταία, που έχω ασχοληθεί με πιο ρεαλιστικές αφηγήσεις.
«Ο Λαβύρινθος» αντανακλά συμβολικά μια γενικότερη εικόνα της ελληνικής νοοτροπίας;
Ναι, αυτή ήταν μια από τις ιδέες που είχα όταν έγραφα το βιβλίο. Πώς, καταρχήν, το ιστορικό παρελθόν της Ελλάδας, μας δίνει ταυτόχρονα δύναμη και μας κατατρύχει και πώς ως λαός μετά από κάποια επιτεύγματα –όπως ήταν η γεωγραφική επέκταση της Ελλάδας μετά τους Βαλκανικούς πολέμους– χάνουμε το δρόμο μας σε περιπέτειες που μας πηγαίνουν πίσω πολλά χρόνια.
Πιστεύετε ότι οι Έλληνες συγγραφείς πρέπει να προσεγγίσουν με νέο μάτι τα μεγάλα γεγονότα που σφράγισαν την ιστορία μας;
Πρέπει να είμαστε προσεχτικοί να μη λέμε στους δημιουργούς οποιασδήποτε τέχνης τι πρέπει να κάνουν, ας τους αφήσουμε να αποφασίσουν μόνοι τους. Αν και με ενδιαφέρει πολύ αυτό που λέμε πολιτικό μυθιστόρημα, δεν είμαι υπέρ της στρατευμένης λογοτεχνίας. Εν πάση περιπτώσει, ας πούμε απλά πως υπάρχει ένα τεράστιο κομμάτι της ελληνικής ιστορίας πέρα από τον Εμφύλιο, για τον οποίο έχουν γραφεί πάμπολλα μυθιστορήματα, που κατά τη γνώμη μου θα άξιζε να δει με φρέσκο μάτι ένας συγγραφέας, τώρα που η κοινωνία μας υποτίθεται πως είναι περισσότερο αντικειμενική, λιγότερο παθιασμένη για όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν.
Στο «Πάρτι γενεθλίων» γιατί «κρύψατε» κατά κάποιο τρόπο τον Ωνάση πίσω από το πρόσωπο του κεντρικού ήρωά σας Μάρκου;
Ο πειρασμός για ένα συγγραφέα που γράφει ένα μυθιστόρημα εμπνευσμένο από πραγματικά πρόσωπα είναι να ξεχάσει πως γράφει μυθοπλασία και να πιστέψει πως είναι ικανός να γνωρίζει το χαρακτήρα του υπαρκτού προσώπου που βρίσκεται πίσω από τον ήρωά του. Αυτό ήταν για μένα ένα από τα βασικά θέματα του βιβλίου και έτσι έβαλα το νεαρό βιογράφο του Μάρκου να έχει την ψευδαίσθηση πως μπορούσε να μπει στις σκέψεις του αντικειμένου της έρευνάς του μέχρι που η εξέλιξη της ιστορίας τον διαψεύδει.
Στο «Μοναστήρι» η κεντρική ηρωίδα ακολουθεί έναν περίεργο δρόμο εξιλέωσης. Θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς αποφασίσατε να επικεντρωθείτε σε γυναικείους χαρακτήρες σε αυτό το βιβλίο.
Ήθελα, για αλλαγή, να γράψω ένα βιβλίο όπου οι κύριος χαρακτήρας είναι γυναίκα. Όταν αποφάσισα πως θα διαδραματίζεται σε ένα μοναστήρι ο ένας γυναικείος χαρακτήρας έγιναν πολλοί. Τελικά συμπέρανα πως ένας συγγραφέας που θέλει να αποφύγει τα κλισέ για τα δύο φύλα δεν θα πρέπει να σκέφτεται τους χαρακτήρες του ως ανδρικούς ή γυναικείους, αλλά να βάζει τον εαυτό του στη θέση τους και να αφήνει τη φαντασία του να αποφασίσει πώς θα αντιδράσουν.
Βρίσκεστε ανάμεσα σε δύο κουλτούρες, την αγγλική και την ελληνική. Ποια στοιχεία τους αντίστοιχα αξιοποιείτε στη μυθοπλασία σας;
Από την αγγλική προσπαθώ να μάθω την απλότητα της έκφρασης, να αποφεύγω το λογιοτατισμό και να μην ξεχνάω πως ως ενός σημείου γράφω όχι μόνο για μένα αλλά και για τον αναγνώστη. Απ’ την άλλη, Η ελληνική κουλτούρα μου δίνει τη θεματογραφία και πάνω απ’ όλα τους χαρακτήρες των ηρώων στα βιβλία μου, ακόμα και όταν αυτά δεν διαδραματίζονται στην Ελλάδα.
Αισθάνεστε εκπρόσωπος της ελληνικής λογοτεχνίας;
Ναι, μιας υποκατηγορίας πιο συγκεκριμένα, αν χρειάζεται να κολλήσω μια ετικέτα, που περιλαμβάνει τους έλληνες του εξωτερικού που γράφουν στη γλώσσα της χώρας που ζουν.
Από τους συγγραφείς ελληνικής καταγωγής που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό, ποιοι σας κινούν το ενδιαφέρον;
Ο Βασίλης Αλεξάκης.
Νομίζετε ότι οι Έλληνες του εξωτερικού βλέπουν με πιο νηφάλιο και καθαρό μάτι τα πράγματα στην Ελλάδα;
Όχι απαραίτητα. Υπάρχουν κάποιοι –θέλω να πιστεύω πως είμαι και εγώ απ’ αυτούς– για τους οποίους η γεωγραφική απόσταση τους δίνει και μια συναισθηματική αποστασιοποίηση από ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα και κατά συνέπεια την ευκαιρία να τα εξετάσουν από μια άλλη οπτική γωνία, πιο ψύχραιμα και κριτικά. Υπάρχουν όμως και άλλοι στους οποίους η απόσταση παίζει τον αντίθετο ρόλο και μεγεθύνει τα αισθήματα που έχουν για την Ελλάδα, τον άκριτο πατριωτισμό τους κλπ. Και στις δυο περιπτώσεις πάντως, υπάρχει η πρακτική δυσκολία του να μη γνωρίζουμε, ως Έλληνες του εξωτερικού, τις λεπτομέρειες του τι συμβαίνει στην Ελλάδα όσο καλά θα έπρεπε για να έχουμε εμπεριστατωμένη άποψη, οπότε καλό είναι να μην είμαστε απόλυτοι στις απόψεις μας.
Πόσο σας απασχολεί η ελληνική κρίση και ποια είναι η εικόνα της χώρας μας στο εξωτερικό, όπως την εισπράττετε τουλάχιστον στην Αγγλία;
Η κρίση υπάρχει και στη Αγγλία. Τα πράγματα δυσκολεύουν αργά αλλά σταθερά και εδώ, η λιτότητα, οι περικοπές κλπ. αυξάνονται. Η αντίδραση του κόσμου δεν έχει φτάσει ακόμη στην αγανάκτηση που βλέπουμε στην Ελλάδα, αλλά αρχίζει σιγά-σιγά να βγαίνει στην επιφάνεια. Το ενδιαφέρον είναι πως ενώ στην αρχή της ευρωπαϊκής κρίσης η Ελλάδα ήταν αντικείμενο χλευασμού, έχω την αίσθηση ότι τώρα, κατά κάποιο τρόπο, αρχίζει να υπάρχει στη Βρετανία –τόσο ανάμεσα στον κόσμο όσο και στα ΜΜΕ– μια κάποια συμπάθεια για ό,τι υποφέρουν και θα υποφέρουν ακόμα οι Έλληνες ως λαός.
Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια;
Έχω γράψει περίπου το ένα τρίτο του επόμενου βιβλίου μου, αλλά έχει πολύ δρόμο ακόμα.
ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ







