Κριτική: «Καντίντ ή η αισιοδοξία»

kantint-i-i-aisiodoksia-aisiodoksia
ΠΕΜΠΤΗ, 01 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2018

Από την Ελένη Πετάση.

Η διασκευή λογοτεχνικών κειμένων στην ελληνική σκηνή έχει πάρει πια διαστάσεις επιδημίας, εγείροντας πολλά ερωτήματα: Προκύπτει άραγε από την έλλειψη σημαντικών σύγχρονων έργων ή από μια ερευνητική διάθεση που στόχο της έχει να ανανεώσει τους θεατρικούς κώδικες; Ωστόσο ένα τέτοιο εγχείρημα ενέχει πολλούς κινδύνους και δεν είναι λίγοι που πέφτουν άδοξα στις παγίδες του. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για ένα εμβληματικό έργο του Διαφωτισμού, «αντιθεατρικό» από τη φύση του, που συνδυάζει τη λογοτεχνία με τη φιλοσοφία, όπως είναι το «Καντίντ ή η αισιοδοξία» (1758) του Βολταίρου.

Έργο που θα μπορούσα να πω ότι ο σαρκασμός του συγγραφέα για τα δεινά της εποχής του έχει αναλογίες και στις μέρες μας. Ωστόσο, παρ' όλες τις δυσκολίες, ο Θωμάς Μοσχόπουλος επέλεξε να το διασκευάσει και να το σκηνοθετήσει. Υιοθετώντας ως κυρίαρχα εργαλεία τη δραματοποιημένη αφήγηση και τη συνθήκη του «θεάτρου μέσα στο θέατρο», η παράστασή του ανέδειξε, με παιγνιώδη τρόπο προσιτό προς το κοινό, περισσότερο τις οδυνηρές περιπέτειες του βολταιρικού ήρωα παρά τους στοχασμούς του δημιουργού του. Ωστόσο, παρότι στάθμευσε στην περιγραφικότητα των γεγονότων και δεν μπόρεσε να αποφύγει την κατά τόπους φλυαρία και τη μονοτονία μιας γραμμικότητας, κράτησε την προσοχή μας. Και αυτό οφείλεται στη θεατρικότητα της παράστασης, στον άψογο ρυθμό της, στον εμβόλιμο αυτοσαρκασμό, στην καλόγουστη όψη -εντυπωσιακά τα κοστούμια της Κλερ Μπρέισγουελ και ευρηματικές οι σκηνογραφικές μινιατούρες της Ευαγγελίας Θεριανού-, στην εύστοχη κινησιολογία της Σοφίας Πάσχου και κυρίως στο δεμένο σύνολο των νέων ηθοποιών, στο οποίο ξεχώρισαν ο εκφραστικός, άμεσος Μιχάλης Συριόπουλος (Καντίντ) και η κυνική Μαρκησία της Ελένης Βλάχου.

Στο κείμενό του ο Βολταίρος εκφράζει τον αντίλογό του προς τη θεωρία του φιλοσόφου Λάιμπνιτς: «Ό,τι γίνεται, γίνεται για καλό» και «ο κόσμος που ζούμε είναι ο καλύτερος δυνατός». Κατ' επέκταση, χρησιμοποιώντας ως αλληγορικό μέσο τα οδυνηρά «ταξίδια» του ήρωά του, με κοφτερή πένα και με διάθεση ειρωνική, στιγματίζει ό,τι «δικαιολογεί» την υποκρισία της αριστοκρατίας, όπως και των πολιτικών και θρησκευτικών ηγετών, ενώ απομυθοποιεί την «αισιοδοξία», που ακινητοποιεί τη βούληση των ανθρώπων για εργασία, καθώς, πιστεύει, πως μόνο η δουλειά μπορεί να τους εξασφαλίσει την πρόοδο, δηλαδή έναν καλύτερο κόσμο.

«Ωραία τα λέτε, αλλά έχουμε και δουλειά. Πρέπει να καλλιεργήσουμε τον κήπο μας» λέει, εξάλλου, ο Καντίντ, κλείνοντας και ταυτόχρονα αφήνοντας ανοιχτό το τέλος του έργου. Στην παράσταση πήραν ακόμη μέρος οι: Ειρήνη Μπούνταλη, Φοίβος Συμεωνίδης, Δημήτρης Φουρλής, Παντελής Βασιλόπουλος, Ευσταθία Τσαπαρέλη, Μάνος Γαλανής, Βασίλης Κουλακιώτης. 

Ελένη Πετάση / [email protected]