Το μόνο αυτονόητο: τίποτα δεν είναι αυτονόητο

andras-thea-deilino-poli
ΔΕΥΤΕΡΑ, 15 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2018

Το αυτονόητο που δεν υπενθυμίζεται σταματά να υφίσταται.

Το αυτονόητο που δεν υπενθυμίζεται σταματά να υφίσταται. Αν δεν φάμε μία μέρα, η υγεία μας δεν θα επηρεαστεί; Γιατί να μην επηρεάζεται η ψυχή μας αν δεν είμαστε ευγνώμονες μία μέρα; Αν δεν πούμε «Σ’ αγαπώ» μία μέρα στους αγαπημένους μας; Το «Σ’ αγαπώ» πρέπει να λέγεται. Αν δεν λέγεται, θα σταματήσει και να ακούγεται. Όσο αυτονόητο είναι να μη λέμε «Σ’ αγαπώ» στον σύντροφό μας επειδή το ξέρει, τόσο αυτονόητο είναι κάποια στιγμή να μας παρατήσει γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Η ευγνωμοσύνη είναι η τροφή της ψυχής, είναι άσκηση ευτυχίας, όπως και το να προσφέρεις είναι άσκηση αγάπης. Ας ξεκινήσουμε να είμαστε ευγνώμονες μ’ αυτά που θεωρούμε αυτονόητα. Ότι είμαστε ζωντανοί, υγιείς, ασφαλείς. Το αυτονόητο θέλει υπενθύμιση για να μην ξεχαστεί. Το αυτονόητο που δεν υπενθυμίζεται σταματά να υφίσταται. Αυτονόητο που δεν υπενθυμίζεται κινδυνεύει να μετατραπεί σε αδιανόητο.

Το αυτονόητο, Συνοδοιπόρε, δεν χρειάζεται λεκτικές επιβεβαιώσεις και οι συχνές επαναλήψεις αποκαρδιώνουν τους κατόχους του. Το αυτονόητο δεν έχει μνήμη. Δεν θυμάται όσα συνταρακτικά έγιναν για να έρθει στη ζωή, γιατί δεν τα έζησε. Το αυτονόητο δεν έχει ιστορική γνώση, γιατί δεν έχει παρελθόν, όπως και όπου γεννήθηκε παραμένει. Γι’ αυτό δεν έχει και μέλλον. Μπορεί όμως να έχει αιώνιο παρόν.

Το αυτονόητο δεν εξελίσσεται, δεν βελτιώνεται. Είναι αδελφοκτόνο. Ακυρώνεται από τον αδελφό για να αντικατασταθεί απ’ αυτόν. Αποκηρύσσει τα στόματα που το περιγράφουν και σιχαίνεται τις λέξεις των ανθρώπων. Γοητεύεται απ’ τη μελάνη. Τη θεωρεί αυτονόητη εξαίρεση στο παιχνίδι της περιγραφής, καθώς χαράζει στο πέρασμά της μια μονιμότητα που του ταιριάζει και καθώς διαφέρει τόσο με τον μακρινό, αντιπαθή συγγενή της, τον ασύδοτο λόγο.

Επιμένει ότι η θέση του είναι στο ασυνείδητο, μακριά από ενδοιασμούς και διαπραγματεύσεις, συνήθεις πρακτικές του συνειδητού μέρους του μυαλού. Ότι είναι μέσα σε κάθε καθημερινή κίνηση του οικοδεσπότη του, δίχως αυτό να γίνεται εκ μέρους του άμεσα αντιληπτό. Ξέρει όμως καλά τους ανθρώπους. Τι σημαίνει συνήθεια, λησμονιά. Ότι στο πέρασμα του χρόνου ακόμη και οι πιο απόλυτες φύσεις επιβάλλεται να μεταλλάσσονται για να επιβιώνουν μέσα στις συνθήκες που ζουν.

 Γι’ αυτό, όταν είναι πιο δυνατό, πιο εμπεδωμένο από ποτέ, μέρος πια του ασυνειδήτου, όταν έχει φτάσει στον προορισμό του και έχει επιτύχει τον σκοπό του, οι μηχανισμοί αυτοσυντήρησης χτυπούν συναγερμό. Αναζητά απεγνωσμένα μια συνειδητή κραυγή να το βιάσει με την κουραστική επανάληψη περιγράφοντάς το. Κάποιον να υπενθυμίσει το αυτονόητο. Ότι χρειάζεται διεκδίκηση για να μην ξεχαστεί.

Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Να ευτυχήσω για να πετύχω ή να πετύχω για να ευτυχήσω; του Νικόλα Σμυρνάκη και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.