The Haunting of Hill House: Η καλύτερη σειρά τρόμου δεν είναι τρομακτική

the-haunting-of-hill-house
ΤΡΙΤΗ, 23 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2018

Ένα στοιχειωμένο σπίτι, μερικά φαντάσματα και πολλές στοιχειωμένες ψυχές στη νέα σειρά του Netflix.

Βασισμένη στο κλασσικό αμερικάνικο βιβλίο τρόμου της Shirley Jackson, The Haunting of Hill House, η ομώνυμη σειρά του Netflix έκανε πρεμιέρα στις 12 Οκτωβρίου για να φέρει άλλον αέρα στο είδος του τρόμου. Και τον έφερε.

Με τολμηρό το εγχείρημα της μεταφοράς στη μικρή οθόνη ενός πολύ γνωστού βιβλίου που έχει ήδη μεταφερθεί δύο φορές στο σινεμά και με επίσης γνωστή την κατάρα πολλών κινηματογραφικών μεταφορών βιβλίων τρόμου να αποτυγχάνουν σταθερά, ο δημιουργός και σκηνοθέτης της σειράς, Mike Flanagan, αποφασίζει όχι μόνο να μην πει την κλασσική ιστορία του βιβλίου αλλά ούτε ενός στοιχειωμένου σπιτιού. Ο Flanagan παίρνει τον χρόνο του, υιοθετεί το στιλ του slow burn horror, δημιουργεί κάδρα βγαλμένα από πίνακες ζωγραφικής και μια σκοτεινή ατμόσφαιρα από σκιές και θορύβους οικείους στο είδος των ταινιών τρόμου, κάνει μετρημένη χρήση των τεχνασμάτων αυτών των ταινιών, όπως τα jump scares, και τελικά επιλέγει να εστιάσει στους ήρωες (με εξαιρετικές ερμηνείες από όλους, και κυρίως από τα παιδιά) και να πει μέσω πολλών συμβολισμών την ιστορία των στοιχειωμένων μελών μιας οικογένειας που έτυχε για λίγο να ζήσουν σε ένα στοιχειωμένο σπίτι.

Ο λόγος για την επταμελή οικογένεια Κρέιν που αγοράζει μεγάλες κατοικίες, διαμένει για αρκετό χρονικό διάστημα σε αυτές, τις ανακαινίζει και τις πουλάει με σκοπό κάποια στιγμή να φτιάξει το δικό της παντοτινό σπίτι. Κάπως έτσι ο Χιου, η Ολίβια και τα πέντε τους παιδιά καταλήγουν στη Μασαχουσέτη, σε μία τεράστια έπαυλη που διαθέτει όλα τα αρχιτεκτονικά και αισθητικά στοιχεία για να φιλοξενηθεί μία ιστορία τρόμου (δαιδαλώδες απομονωμένο κτίριο, μεγαλοπρεπείς σκάλες, αγάλματα, διάδρομοι, τζαμαρίες, κι άλλες σκάλες, κουρτίνες, πολλές πόρτες και μία πόρτα αδύνατο να ανοίξει). Παρόλο όμως που η οικογένεια έρχεται σε επαφή με υπερφυσικές δυνάμεις/παρουσίες μέσα στο σπίτι, αυτό που τελικά τους στοιχειώνει όλους είναι ένα τραγικό συμβάν που λαμβάνει χώρα μέσα στο σπίτι, η αυτοκτονία της μητέρας.

Ο Flanagan ακολουθεί την οικογένεια σε δύο χρόνους, το παρελθόν της ενωμένης οικογένειας στην έπαυλη με τα παιδιά σε παιδική ηλικία και το παρόν της οικογένειας με τα παιδιά να έχουν ενηλικιωθεί, να ζουν σε διαφορετικά μέρη και να έχουν μια ψυχρή σχέση με τον πατέρα τους. Αυτό που έχει μεσολαβήσει ανάμεσα στους δύο χρόνους είναι το τραύμα της οικογένειας και αυτό που ενώνει την αποσπασματική παρουσίαση της ιστορίας είναι η ψυχολογία των ηρώων, μιας και δίνεται πολλή σημασία στη σκιαγράφηση της προσωπικότητας, των φόβων και των διαφορετικών φαντασμάτων, κυριολεκτικών και μεταφορικών, που κυνηγούν καθένα από τα πέντε παιδιά της οικογένειας.

Γι' αυτό και στα πέντε πρώτα επεισόδια ο Flanagan λέει και ξαναλέει την ιστορία με τον τρόπο που την έζησαν ή τη θυμούνται οι ήρωές του. Κάθε ένα από τα πρώτα επεισόδια αφιερώνεται σε ένα από τα παιδιά της οικογένειας, στη δική του οπτική, στη δική του μνήμη, στον δικό του τρόπο να θυμάται τα ίδια τραυματικά γεγονότα. Κι έτσι η κάμερα προσαρμόζεται στα μάτια του κάθε παιδιού. Σε αυτά τα επεισόδια η αφηγηματική δομή εστιάζει στην αντίστιξη του παρόντος χρόνου με το παρελθόν με συνεχείς και απανωτές εναλλαγές στον χρόνο που φέρνουν το επόμενο flashback πριν προλάβεις να χωνέψεις αυτό που μόλις τέλειωσε. Το ψυγείο ανοίγει στον ένα χρόνο για να κλείσει σε άλλο χρόνο ή μια ερώτηση μπορεί να διατυπωθεί σε μια σκηνή για να απαντηθεί σε εντελώς άλλο timeline. Έτσι ανά πάσα στιγμή κάθε στοιχείο στο πλάνο, κάθε κίνηση, κάθε ατάκα μπορεί να γίνει αφορμή για να διακοπεί η ούτως ή άλλως προσωρινή γραμμικότητα της αφήγησης- πράγμα ενοχλητικό λόγω της συχνότητας που δε δυσκολεύει, ωστόσο, καθόλου την παρακολούθηση.

Στο έκτο, και κορυφαίο σκηνοθετικά και αισθητικά, επεισόδιο ο Flanagan αλλάζει τη δομή της αφήγησης εγκαινιάζοντας μια νέα αφηγηματική προσέγγιση, σταθερά εστιασμένη στο δίπολο παρόν-παρελθόν που όμως παύει τις συνεχείς μετατοπίσεις στο χρόνο δίνοντας τηλεοπτικό χρόνο στην εξέλιξη της ιστορίας και των διαλόγων πότε στο παρελθόν και πότε στο παρόν. Αφορμή για αυτή την αλλαγή στέκεται η δυσλειτουργική επανένωση της οικογένειας σε αυτό το επεισόδιο οπότε και αποκτάει μια δόση γραμμικότητας η από κει και πέρα εξέλιξη της ιστορίας. Το γυρισμένο σε πέντε μονοπλάνα έκτο επεισόδιο αποτελεί το διαμαντάκι της σειράς ενώ μοιάζει με αυτές τις ταινίες καταστάσεων που μαζεύονται πολλά άτομα σε ένα σπίτι και σκοτώνονται μεταξύ τους εκτοξεύοντας ο ένας στον άλλο μυστικά, προσβολές, αλήθειες. Μόνο που η συγκεκριμένη οικογένεια έχει να αναμετρηθεί και με κάποια φαντάσματα.

Από το έβδομο επεισόδιο κι έπειτα η σειρά μπαίνει πιο σοβαρά στο είδος του τρόμου με τα jump scares να ηλεκτρίζουν μια ατμόσφαιρα καλά φορτισμένη από την ένταση που έχει δημιουργηθεί μεταξύ των μελών της οικογένειας. Κι έτσι προετοιμαζόμαστε για το φινάλε στο δέκατο επεισόδιο που πραγματικά αγγίζει το μελόδραμα αλλά δεν πειράζει γιατί έχει προηγηθεί το ένατο επεισόδιο, ένας κύκλος αφιερωμένος στο παρελθόν και τα φαντάσματα.

Τα φαντάσματα της ιστορίας ο Flanagan τα βάζει από την πρώτη στιγμή στο πλάνο του. Φαντάσματα διαφορετικά για τον καθένα, φαντάσματα όχι και τόσο, ή και καθόλου, τρομακτικά στην όψη, φαντάσματα που βλέπει φευγαλέα μόνο ο θεατής, φαντάσματα που παίρνουν τη μορφή της αποσύνθεσης σε υλικά στοιχεία, όπως η μούχλα και η υγρασία. Στο ένατο επεισόδιο δεν υπάρχουν τρομακτικά φαντάσματα, βλέπουμε μόνο το αποτέλεσμά τους στην καθημερινή ζωή ενός ανθρώπου που τον έχουν στοιχειώσει. Και αυτό είναι πραγματικά τρομακτικό.

Από αυτό ακριβώς το στοιχείο πηγάζει η διαφορετικότητα της σειράς, γιατί συνδυάζοντας το είδος του τρόμου με τις δυσλειτουργίες μιας οικογένειας, την ψυχολογία και τους ψυχαναγκασμούς των ηρώων και τις συνέπειες των πράξεων του καθένα στους υπολοίπους καταλήγει στο γεγονός πως τα φαντάσματα δεν είναι τόσο τρομακτικά όσο τα τραύματα των ηρώων.

ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]