Suspiria: Να με φωνάζεις Μητέρα των Στεναγμών

suspiria
ΔΕΥΤΕΡΑ, 05 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018

Φόρος τιμής στην cult ταινία τρόμου Suspiria του Argento, το remake του Guadagnino στερείται ακριβώς αυτού του cult στοιχείου.

Μεταφέροντας την ιστορία από το Φράιμπουργκ στο Βερολίνο του 1977, έτος κατά το οποίο προβλήθηκε το κλασσικό Suspiria του Dario Argento, ο σκηνοθέτης Luca Guadagnino φτιάχνει μια νέα ιστορία βασισμένη στο αρχικό σενάριο του Argento και την τοποθετεί σε διαφορετικά αισθητικά πλαίσια με αποτέλεσμα το Suspiria του καθενός να είναι μια εντελώς διαφορετική κινηματογραφική εμπειρία.  

«Η ταινία έχει μια συγκεκριμένη αισθητική. Είτε την κάνεις με τον ίδιο ακριβώς τρόπο- σε αυτήν την περίπτωση όμως δεν είναι remake, είναι αντιγραφή, είτε αλλάζεις πράγματα και κάνεις μια διαφορετική ταινία, σε αυτή την περίπτωση γιατί να την πεις Suspiria όμως;» είχε αναρωτηθεί ο Argento πριν την προβολή της ταινίας του Guadagnino για να καταλήξει έπειτα από την προβολή της πως πρόκειται για «μια τελείως διαφορετική προσέγγιση». Και έτσι ακριβώς είναι. Ο Guadagnino εμπνέεται από την κλασσική ιστορία τρόμου δημιουργώντας μια ταινία στην οποία δίνει τη δική του οπτική/ερμηνεία/ανάγνωση σε κάθε πτυχή της ταινίας που έχει προϋπάρξει, από το σενάριο και τη μουσική μέχρι τη σκηνοθεσία και το κινηματογραφικό είδος.

«Έξι πράξεις και ένας επίλογος στο διχασμένο Βερολίνο»
Στην ταινία του Guadagnino με μια φεμινιστική προσέγγιση εξαφανίζονται οι ανδρικοί ρόλοι με το μόνο ουσιαστικά βασικό ανδρικό ρόλο του Josef Klemperer να ερμηνεύεται από γυναίκα (δε σου περνάει από το μυαλό αλλά ναι, είναι η Tilda Swinton). Έτσι βλέπουμε τη Susie Bannion (Dakota Johnson), μια νέα, φιλόδοξη χορεύτρια από την Αμερική, να καταφθάνει στο Βερολίνο για να περάσει από ακρόαση σε μια ξακουστή σχολή χορού την οποία διευθύνει η διάσημη χορεύτρια Madame Blanc (Tilda Swinton) μαζί με ένα τσούρμο κοτσονάτες κυρίες. Από την μία το ταλέντο της Susie γίνεται αμέσως αντιληπτό και από την άλλη η εξαφάνιση μιας χορεύτριας με αμφιλεγόμενη πολιτική δράση της δίνουν με τη μία το ελεύθερο για να σπουδάσει στη σχολή. Και όπως με τη μία μπαίνει η Susie στη σχολή, έτσι και το κοινό με τη μία μαθαίνει για την πραγματική δραστηριότητα της σχολής χορού, η οποία δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη βιτρίνα για τη δράση μιας ομάδας μαγισσών. Η σχολή όμως, όπως και η φατρία των μαγισσών, είναι σε δεινή θέση. Χρειάζονται νέο αίμα…

Από την αρχή της ταινίας και με την τριερική υποσημείωση «Έξι πράξεις και ένας επίλογος στο διχασμένο Βερολίνο» ο Guadagnino αρχίζει να πειράζει την ταινία, μιας και η επιλογή του Βερολίνου για να στεγάσει τη δράση της ταινίας τού δίνει την ευκαιρία να προσδώσει μια κοινωνικοπολιτική διάσταση στην ιστορία- η οποία απουσιάζει εντελώς από την πρώτη εκδοχή της και για την οποία ο Guadagnino έχει επικριθεί. Το διχοτομημένο Βερολίνο και το Τείχος του, οι διαδηλώσεις και οι ειδήσεις για την δίκη της Φράξιας του Κόκκινου Στρατού (Ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ) και την αεροπειρατεία με αίτημα την απελευθέρωση των μελών της ομάδας, οι μνήμες και το τραύμα από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ντύνουν συνεχώς το σκηνικό μαζί με τις βροχές και το χιόνι της γερμανικής πόλης. 

Και αν ο Guadagnino στολίζει τα εξωτερικά πλάνα με την επικαιρότητα (όχι μόνο πολιτική, για παράδειγμα ακούμε κάποια στιγμή την είδηση πως θα μιλήσει ο Λακάν) και τα καιρικά φαινόμενα, στα εσωτερικά πλάνα δεσπόζει η μπαρόκ αισθητική του επιβλητικού κτηρίου της σχολής με σκάλες, καθρέφτες, μεγάλους διαδρόμους και γκρίζα, γήινα χρώματα- καμία σχέση με την τεχνικολόρ παλέτα του Argento δηλαδή- μέχρι να σπάσει τη μουντίλα τους το κόκκινο. Και μέσα σε αυτό το μουντό κτήριο κρατάει την κάμερά του από πολύ ψηλά ή μέσα από παράθυρα και πόρτες, εκμεταλλεύεται τα είδωλα που δημιουργούνται στους καθρέφτες και τις σκιές που φτιάχνει το σκοτάδι, αποθεώνει με κοντινά πλάνα τη σταθερή πια συνεργάτιδά του, Tilda Swinton, προσαρμόζει εξαιρετικά το μοντάζ του (κοφτό και γρήγορο cut στους εφιάλτες- αναμνήσεις, cross-cutting/παράλληλο μοντάζ στη σκηνή της πρόβας, dissolve όταν συναθροίζονται πολλοί στο κάδρο) και τέλος, φτιάχνει απόλυτα σωματικά πλάνα εστιάζοντας στην κίνηση του κορμιού που κινείται με βάση μια χορογραφία.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται άλλη μία βασική διαφορά στις δύο ταινίες, καθώς, ενώ ο Argento δεν χρησιμοποιεί τον χορό στην ταινία του, ο Guadagnino από την άλλη τον εντάσσει στην ιστορία προσθέτοντας άλλο ένα στοιχείο στη δική του ιδιαίτερη αισθητική. Τα κορίτσια του Guadagnino χορεύουν με πάθος και ένταση για να κάνουν τα μάγια τους στο κοινό, μεταφορικά και κυριολεκτικά, μιας και όπως φαίνεται στην ταινία ο εκπληκτικός χορός της Susie σε μια πρόβα λειτουργεί ως τελετουργικό μαγείας εν αγνοία της με αποτέλεσμα κάθε της κίνηση να σπάει τα κόκαλα μιας άλλης κοπέλας σχηματίζοντας στο τέλος μια άμορφη μάζα ανθρώπου και δίνοντας μια από τις καλύτερες τρομακτικές σκηνές της ταινίας.

Όμως να το ξεκαθαρίσουμε; το Suspiria του Guadagnino δεν είναι ταινία τρόμου. Βασίζεται σε μια ταινία τρόμου, έχει ένα μακελειό και αρκετές σκηνές που παραπέμπουν στο είδος, έχει αρκετές εικόνες που συνηθίζονται σε ταινίες τρόμου (όπως τα μαλλιά γυρισμένα μπροστά ώστε να καλύπτουν το πρόσωπο), ωστόσο, περισσότερο μοιάζει με ένα υβρίδιο ειδών που δένει με τη μελαγχολική μουσική του Thom Yorke  (ο οποίος κινείται σε εντελώς διαφορετικούς ρυθμούς από τους Goblin στην πρώτη ταινία), την εικονογραφία και την αισθητική του σκηνοθέτη. Και αυτά τα στοιχεία δημιουργούν μια ταινία ασυγκράτητα μεγάλη σε διάρκεια που όμως είναι υπέροχη στο μάτι και προσφέρεται για πολλαπλές ερμηνείες και αναγνώσεις, κι ας κατακρίθηκε για την έλλειψη σύνδεσης του κοινωνικοπολιτικού της υπόβαθρου με τη βασική ιστορία. Η σύνδεση όντως δεν υπήρχε, ή ίσως έπρεπε να την κάνουμε εμείς.

ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]