Dogman: Ο Matteo Garrone εξετάζει την ψυχολογία της βίας

dogman
ΤΕΤΑΡΤΗ, 28 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018

Η νέα ταινία του Ιταλού σκηνοθέτη ακολουθεί τη μεταστροφή ενός ήρωα σταθερά εκτεθειμένου σε περιβάλλον βίας.

Εμπνευσμένη από ένα έγκλημα που συντάραξε πριν χρόνια με την ακραία βία του την Ιταλία, η νέα ταινία του Matteo Garrone, Dogman, αποτελεί ένα σκοτεινό παραμύθι που μας μεταφέρει την πορεία ενός ανθρώπου από το φως στο σκοτάδι. Και σε αυτήν την πορεία τον σκηνοθέτη δεν τον ενδιαφέρει να είναι πιστός ούτε στην τοποθεσία ούτε στα ονόματα ούτε καν στο ίδιο το έγκλημα. Τον ενδιαφέρει μόνο ο ήρωάς του, η μεταστροφή της ψυχολογικής του κατάστασης και η πορεία του προς τον σκληρό εαυτό του.  

Τοποθετημένη σε μια γκρίζα γεμάτη μπετόν και μοναξιά γειτονιά σε προάστιο της Νάπολης, όπου η αστυνομία είναι εξαιρετικά απούσα και κυβερνά ο νόμος του δυνατού, η ταινία μάς μιλάει για τη ζωή του Μαρτσέλο (Marcello Fonte), ενός μικροκαμωμένου, ευγενικού, αδύναμου, άκακου ιδιοκτήτη κομμωτηρίου για σκύλους. Ο Μαρτσέλο έχει τρεις αδυναμίες, τα σκυλιά, την κόρη του και την ανάγκη τού να είναι αγαπητός. Δεν είναι όμως και άγιος καθώς διακινεί κοκαΐνη. Είναι κάπως τίμιος σε έναν κόσμο εντελώς άτιμο.   

Ο ανθρωπάκος λοιπόν Μαρτσέλο στην καθημερινότητά του βασανίζεται, όπως και ολόκληρη η γειτονιά, από τον Σιμόνε (Edoardo Pesce), ένα γεροδεμένο, ασταθή, βίαιο τραμπούκο, πρώην πυγμάχο και χρήστη ναρκωτικών που οι περισσότεροι περιμένουν απλώς να τον σκοτώσει κάποιος του υποκόσμου ώστε να βρουν την ησυχία στην καθημερινότητα τους. Ο Σιμόνε προμηθεύεται ναρκωτικά από τον Μαρτσέλο δίχως να τον πληρώνει, τον έχει για σκυλάκι του, τον μπλέκει στις ληστείες του, δεν είναι δίκαιος στη μοιρασιά των κλοπιμαίων και φυσικά δεν τον σέβεται. Είναι ο αφέντης του σε μια ιδιότυπη σχέση υποταγής και ο Μαρτσέλο είναι ο πιστός ακόλουθος που δεν χρειάζεται καν ιδιαίτερα σκληρή βία για να υπακούσει.  

Η σχέση αυτή των δύο ηρώων σφίγγει από τον φόβο και τον τρόπο με τον οποίο ο Μαρτσέλο βλέπει τους άλλους. Τους έχει ανάγκη, θέλει να τους είναι αρεστός και θέλει να έχει ως ένα βαθμό μια φιλία με τον Σιμόνε. Κι ας τον φοβάται. Κι έτσι δημιουργείται το πρώτο δίπολο της ταινίας, αδύναμος- δυνατός, που αργότερα θα αντικατασταθεί από το δίπολο θύμα- θύτης. Γενικά η ταινία στηρίζεται σε αντιθετικά σχήματα και εικόνες. Η σωματική διάπλαση των δύο ηρώων, οι εναλλαγές του καιρού, η μετάβαση από το φως στις σκιές και το σκοτάδι, το πρώτο με το τελευταίο πλάνο, ακόμα και ο παραλληλισμός του σκύλου με τον άνθρωπο. Όλη η ιστορία δομείται από αυτά τα αντιθετικά σχήματα τα οποία δημιουργούν μια αμφίβολη ισορροπία στην υποτιθέμενη κανονικότητα της ζωής του Μαρτσέλο. Μια κανονικότητα η οποία διαταράσσεται όταν θα κληθεί για άλλη μια φορά να ξελασπώσει τον Σιμόνε και ο Σιμόνε με τη σειρά του για άλλη μια φορά δεν θα τηρήσει τον λόγο του. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση τα πράγματα είναι πιο σοβαρά και οι συνέπειες το ίδιο.

Από αυτό το σημείο ξεκινάει η αλλαγή στη συμπεριφορά του Μαρτσέλο ο οποίος ακόμα φαίνεται να φοβάται τον Σιμόνε, είναι όμως έτοιμος να τον αντιμετωπίσει και να διεκδικήσει αυτά που του ανήκουν θυσιάζοντας, ωστόσο, ένα μέρος του εαυτού του, ή, πιο απλά, ανακαλύπτοντας ένα καινούριο, πιο σκοτεινό μέρος του. Και ακόμα κι όταν βρίσκεται σε αυτό το μέρος, εξακολουθεί να επιθυμεί την αποδοχή των άλλων- αυτή τη φορά απεγνωσμένα γιατί ο Σιμόνε σιγά σιγά του στέρησε τη φιλία των υπολοίπων και επηρέασε τη σχέση με την κόρη του. 

Το τσιουάουα γίνεται πίτμπουλ 
Η ιστορία στην οποία βασίζει ο Garrone την ταινία καταλήγει με τον «Δαυίδ» να σκοτώνει το «Γολιάθ». Η υπόθεση «Er Canaro» είχε συγκλονίσει την ιταλική κοινωνία με τον ολονύκτιο σαδισμό με τον οποίο ο Πιέτρο Ντε Νέγκρι δολοφόνησε τον γείτονά του ακρωτηριάζοντάς του μύτη, δάχτυλα, γλώσσα και γεννητικά όργανα τα οποία προσέφερε αργότερα στα σκυλιά του.  

Η βία και οι σοκαριστικές λεπτομέρειες της πραγματικής ιστορίας δεν υποβαθμίζονται απλώς αλλά αφαιρούνται εντελώς στην προσέγγιση του Garrone, πράγμα που υποβαθμίζει κατά κάποιο τρόπο και την ίδια την έννοια της εκδίκησης καθώς τον σκηνοθέτη ενδιαφέρει να δει και να μας δείξει τι συμβαίνει στην ψυχολογία του ήρωά του και όχι τις βίαιες πράξεις αυτής της ψυχολογίας που ούτως ή άλλως ζυμώνεται μέσα στη βία.  

Έτσι ο Garrone κάνει δύο σοφές επιλογές, επιλέγει υπέροχες μούρες, με πρώτο στο καστ τον καταπληκτικό Marcello Fonte (καθόλου άδικο το Βραβείο Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών), και στρέφεται σε μια ήσυχη, ρεαλιστική σκηνοθετική προσέγγιση την οποία συνδυάζει με την υπέροχη σκηνογραφία, τη μουντή αισθητική και τους κοφτούς διαλόγους.  

Ο τόπος οπτικοποιεί την παρακμή και την κατάθλιψη τη στιγμή που τα πλάνα βάφονται με χρώματα από μια παλέτα που ζωντανεύει το μίζερο στοιχείο της γειτονιάς και των κτηρίων. Η κάμερα κινείται αργά, διακριτικά, στήνει πλαίσια και τοποθετεί «εμπόδια» στα κάδρα, ενώ πολύ συχνά εστιάζει επίμονα στα πρόσωπα και τα μάτια. Όπως αγαπάει ο Garrone τα κοντινά, το ίδιο αγαπάει το φως και τις σκιές του, γι΄ αυτό και εκμεταλλεύεται τις βραδινές ώρες και τις καιρικές συνθήκες- στο πρώτο μέρος της ταινίας η ιστορία εξελίσσεται υπό συνεχή ηλιοφάνεια η οποία σιγά σιγά στο δεύτερο μέρος δίνει τη θέση της στη συννεφιά και τη βροχή. 

Με φόντο αυτή τη μουντίλα επιλέγει ο Garrone να κλείσει την ιστορία σε μια μοναχική σκηνή στο πάρκο με μουντό ουρανό που νωρίτερα είχε βρέξει πολύ και το νερό έχει γουρνιάσει σε λακκούβες με νερό. Και συγκρίνοντας αυτή τη σκηνή με την πρώτη της ταινίας, κατά την οποία ο Μαρτσέλο προσπαθεί με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή να κάνει μπάνιο ένα έξαλλο πίτμπουλ, βλέπουμε έναν Μαρτσέλο σε σύγχυση, εξαντλημένο, χαμένο, διαφορετικό. 

ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]