«Άσπρο Πάτο»: Πίνοντας με τον Mads Mikkelsen

druk
ΔΕΥΤΕΡΑ, 01 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2021

Ήταν ο μεγάλος νικητής των 33ων Ευρωπαϊκών Βραβείων. Είναι η επίσημη συμμετοχή της Δανίας για το βραβείο Διεθνούς Ταινίας Μεγάλου Μήκους στα Oscar. Και δεν χρειάζεται να καν να πούμε ότι ο Mads Mikkelsen που συμμετέχει είναι υπέροχος. Ο λόγος για την τελευταία ταινία του Thomas Vinterberg, «Druk» (Another Round/ Άσπρο Πάτο).

Στην ταινία τέσσερις άντρες από τη Δανία, όλοι οι δάσκαλοι, ξεκινούν ένα επιστημονικό (;;) πείραμα προσπαθώντας να μελετήσουν τη θεωρία ενός Φινλανδού  φιλόσοφου ο οποίος πιστεύει πως γεννιόμαστε με… έλλειμμα ποσότητας αλκοόλ στο αίμα μας. Η παρέα ξεκινάει έτσι την ιδιαίτερη μελέτη της για να τσεκάρει κατά πόσο εφόσον τροφοδοτούν καθημερινά τον οργανισμό τους με μία σταθερή ποσότητα αλκοόλ μπορεί τελικά να ισχύσει η θεωρία που θέλει με αυτό τον τρόπο να ανοίγει το μυαλό στον κόσμο γύρω μας, μειώνοντας τα προβλήματά μας και αυξάνοντας τη δημιουργικότητά μας.

Η ιστορία με το πρώτο άκουσμα μπορεί να δημιουργήσει κακούς συνειρμούς, όπως μια ταινία τύπου «The Hangover», αλλά ας μην ξεχνάμε ποιος δίνει τη σφραγίδα του στην ταινία.  Ο Vinterberg δεν θέλει να κάνει κωμωδία, ούτε όμως και ένα βαρύ δράμα. Έτσι βάζει σε πρώτο πλάνο τις μικρές ιστορίες της μεσαίας τάξης της Δανίας. Και τις κοιτάει δίχως διάθεση διδακτισμού, αλλά επιδεικνύοντας ενδιαφέρον και μια γλυκιά διάθεση που κρατούν σοβαρές αποστάσεις από την γελοιοποίηση με την οποία συνήθως συνδέονται οι ταινίες με θέμα το αλκοόλ.

Πρόκειται άλλωστε για τέσσερις ανθρώπους που κάπου απέτυχαν, κάπου χάθηκαν, κάπου ζουν σαν πεθαμένοι και κάπου όλοι θα βρούμε σημεία για να ταυτιστούμε. Η ταινία σίγουρα έχει αδύναμα σημεία, όπως ότι μοιάζει αποκομμένη από την πραγματικότητα ή ότι δεν πείθουν τρελά οι μεταπτώσεις στην συμπεριφορά των ηρώων, ωστόσο, οι ερμηνείες ποτέ υπερβολικές, δραματικές ή κοντά στην καρικατούρα και η λεπτομερής σκηνοθεσία δημιουργούν ένα άκρως ενδιαφέρον αποτέλεσμα.

Πώς υποδύεται κανείς τον μεθυσμένο;

Η ταινία άσχετα από το κατά πόσο άρεσε ή όχι στο κοινό και τους κριτικούς, έχει δημιουργήσει αρκετή συζήτηση για την κατανάλωση αλκοόλ. Πολλοί αναρωτιούνται δηλαδή αν αυτό που βλέπουμε ερμηνεύεται ή αν όντως καταναλώθηκε αλκοόλ στα γυρίσματα.

Η απάντηση είναι εμφατικά «όχι», ξεκαθάρισε ο Mikkelsen μιλώντας στο BBC. «Ήμασταν κάθετοι σε αυτό από την αρχή», ανέφερε. «Αν πρόκειται να γυρίσεις μία ή δύο σκηνές σε μια ταινία όπου υποτίθεται ότι είσαι πολύ μεθυσμένος, τότε  μπορεί να πιεις μια μπύρα», πρόσθεσε τονίζοντας πως εκείνοι το γύριζαν κάθε μέρα για 60 ημέρες. Υπήρχαν επίσης μέρες, εξήγησε, που είχαν τρίωρα «μεθυσμένα» γυρίσματα κι έπειτα έπρεπε να γυρίσουν μία σκηνή που περιελάμβανε οδήγηση αυτοκινήτου.  «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό αν έχεις πιει μια μπύρα», ξεκαθάρισε.

Ο Vinterberg από την άλλη πήγε την συζήτηση ένα βήμα πιο πέρα απορρίπτοντας την ιδέα της κατανάλωσης αλκοόλ από ένα ηθοποιό που καλείται να ερμηνεύσει ένα μεθυσμένο χαρακτήρα. Πρόκειται για «ερασιτεχνισμό», είπε.

Αλλά πώς αλλιώς μπορεί να γίνει κάποιος πιστευτός σε μια ταινία; «Με τον ίδιο τρόπο που γίνονται όλα πιστευτά στην οθόνη», απάντησε. «Είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και πολλών επαναλήψεων», εξήγησε.

 Οι ηθοποιοί της ταινίας άντλησαν τις ερμηνείες τους από εμπειρίες της πραγματικής ζωής, εξήγησε επίσης ο Mikkelsen ο οποίος είπε ότι ο σκηνοθέτης κατά την διάρκεια των προβών τους έδωσε δύο μέρες καταναλώνοντας αλκοόλ καταγράφοντας τους. Έπειτα μελέτησαν το υλικό για να βεβαιωθούν ότι προσομοιώνουν το σωστό βαθμό εθισμού σε κάθε σκηνή. «Πήραμε  την κάρτα που χρησιμοποιεί η αστυνομία για να αναγνωρίσει πόσο μεθυσμένος είσαι», συνέχισε ο Vinterberg. «Είναι πολύ συγκεκριμένη. Στα 0,09 [τοις εκατό συγκέντρωση αλκοόλ στο αίμα] νιώθεις νυσταγμένος, στο 0,1 γίνεσαι συναισθηματικός, στο 0,11 ή στο 0,12 αρχίζεις να τραγουδάς. Υπάρχει ένα σύστημα σε αυτό το πράγμα».

Επομένως, ποιες είναι οι συμβουλές για να υποδυθεί κάποιος τον ψιλοζαλισμένο από το αλκοόλ;

Οι περισσότεροι θα απαντήσουν πως η καλύτερη προσέγγιση είναι να παίζεις όπως στην προσωπική σου ζωή, απάντησε ο  Mikkelsen εξηγώντας πως αυτή είναι να παίζεις προσπαθώντας να μην φανεί πως είσαι μεθυσμένος, όπως δηλαδή κάνουμε στην πραγματικότητα όταν νιώθουμε ζαλισμένοι, γινόμαστε πιο προσεκτικοί, κινούμαστε πιο αργά. Το επόμενο στάδιο είναι όταν πια κανείς δεν ακούει και όλοι φωνάζουν. Και αυτός είναι άλλος ένας λόγος για τον οποίο οι ηθοποιοί πρέπει να παραμένουν  νηφάλιοι στα γυρίσματα, τόνισε ο ηθοποιός.  «Διαφορετικά δεν μπορείς να ακούσεις τον σκηνοθέτη, οπότε δεν θα λειτουργούσε καθόλου», συνέχισε αναφέροντας πως δεν άντλησε έμπνευση παρακολουθώντας άλλες ταινίες του είδους αλλά παρακολουθώντας βίντεο στο YouTube στα οποία Ρώσοι βιντεοσκοπούν τους εαυτούς σε κατάσταση προχωρημένης μέθης.

«Αν δεις βίντεο με μεθυσμένους ανθρώπους να παλεύουν, μοιάζει με κακή κωμωδία», σχολίασε ο σκηνοθέτης αναφέροντας πως η πραγματικότητα θα ήταν υπερβολική για τον κινηματογράφο. Συνεχίζοντας εξήγησε πως για να φαίνονται μεθυσμένοι οι ηθοποιοί της ταινίας έκαναν κύκλους γύρω από τον εαυτό τους πριν από κάθε λήψη, χρησιμοποιούσαν πολύ δυνατές σταγόνες για να κοκκινίζουν τα μάτια, χρησιμοποιούσαν μαξιλαράκια ώμων όταν χτυπούσαν στους τοίχους και τοποθετούσαν  χαλάκια στο πάτωμα, λίγο έξω από το πλάνο, έτσι ώστε οι ηθοποιοί να μπορούσαν να πέσουν χωρίς να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους για προστασία μιας και κανένας μεθυσμένος δεν το κάνει αυτό, όπως επεσήμανε ο Mikkelsen.

Σύμφωνα με τον Vinterberg, ωστόσο, το «το πιο σημαντικό πράγμα» όταν υποδύεσαι κάποιον μεθυσμένο, δεν είναι να ξεγελάσεις τον θεατή αλλά τον εαυτό σου.

Στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας έφηβοι συμμετέχουν σε αγώνα δρόμου που συνδυάζει την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων μπύρας καθώς τρέχουν γύρω από μια λίμνη. Οι μπύρες στη σκηνή ήταν όλες χωρίς αλκοόλ, λέει ο Vinterberg, αλλά οι νέοι ηθοποιοί ήταν τόσο ενθουσιασμένοι από την ατμόσφαιρα που «τρελάθηκαν». Το ίδιο είδος ύπνωσης συνέβη στους ηθοποιούς κατά τη διάρκεια μιας σκηνής σε παμπ. «Είναι μια ψευδαίσθηση» την οποία ενεργοποιεί ο εγκέφαλος φέρνοντάς σε αυτήν την κατάσταση. « Ίσως, κατά κάποιο τρόπο, οι ηθοποιοί να μεθούν τελικά κατά τις μεθυσμένες σκηνές, μόνο που το κατάφεραν χωρίς μια σταγόνα αλκοόλ», κατέληξε ο Vinterberg.