13 Μαρτίου 1996: μία μέρα που ο παγκόσμιος κινηματογράφος θρήνησε διπλά

fulci-kislowsky
ΠΕΜΠΤΗ, 13 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014

Ο ένας Ιταλός, ο άλλος Πολωνός. Δεν είχαν κοινά σημεία, είχαν διαφορετική σκηνοθετική γραμμή, υπηρετούσαν διαφορετικό είδος σινεμά, αγαπήθηκαν από διαφορετικό κοινό.

Ως δημιουργοί όμως μοιράζονταν το ταλέντο και την κινηματογραφική ευφυΐα. Ο Λούτσιο Φούλτσι και ο Κριστόφ Κισλόφσκι έζησαν παράλληλα και πέθαναν την ίδια μέρα, στις 13 Μαρτίου του 1996 κάνοντας τον παγκόσμιο κινηματογράφο ανεπανόρθωτα φτωχότερο.

Ο πρώτος, ο Λούτσιο Φούλτσι, στιγμάτισε το σινεμά, με το σπλάτερ να είναι το σήμα κατατεθέν του. Αυτός (ο Μάριο Μπάβα και ο Ντάριο Αρτζέντο) άλλαξαν τον τρόμο στο σινεμά όπως τον ξέραμε.

Η ιταλική μαεστρία με την υπερβολή της, όπως αρμόζει σε ένα μεσογειακό ταμπεραμέντο, βρήκαν στη σκηνοθετική (αλλά και σεναριακή) ματιά του Φούλτσι αυτό που έλειπε από τον cult κινηματογράφο.

«Ζόμπι 2», «Η έβδομη πύλη της Κολάσεως» είναι χαρακτηριστικές δημιουργίες του «Νονού του gore» όπως τον αποκαλούν. Σκηνοθέτες όπως ο Φούλτσι, με ελάχιστα χρήματα αλλά πολύ μεράκι δημιούργησαν καλλιτεχνικά διαμάντια που μέχρι σήμερα κατακλύζουν το κοινό με συναισθήματα.

Λούτσιο Φούλτσι

Περιττό να πούμε ότι τα μετέπειτα ψηφιακά θρίλερ απλά ωχριούν μπροστά τη δημιουργική ωμότητα του ιταλικού σπλάτερ σινεμά των 80s.

Αν και γνώρισε παγκόσμια αναγνώριση, πολλές από τις ταινίες του λογοκρίθηκαν και απαγορεύτηκαν ακόμα και στην Ευρώπη ή κυκλοφόρησαν με κομμένες σκηνές.

Την τελευταία δεκαετία της ζωής του, ο Φούλτσι υπέφερε από ψυχολογικά και σωματικά προβλήματα υγείας, γεγονός που φαινόταν στη φθίνουσα πορεία της καριέρας του και στις φτηνές παραγωγές του. Η αυτοκτονία της γυναίκας του το 1969 και το δυστύχημα που στοίχισε τη ζωή της κόρης του κάποια χρόνια αργότερα, τον είχαν στιγματίσει ανεπανόρθωτα.

Αν και αρνούνταν να δεχτεί την άνοδο του Αρτζέντο ως αντίπαλο δέος συνεργάστηκαν το 1995 στο «Wax Mask». Ο Φούλτσι πέθανε μόνος του στον ύπνο του το απόγευμα της 13ης Μαρτίου του 1996 σε ηλικία 68 ετών.

Την ίδια μέρα βέβαια, η 7η Τέχνη έμελλε να θρηνήσει έναν ακόμα δημιουργό: τον Κριστόφ Κισλόφσκι.

Ο άνθρωπος που διαμόρφωσε τον παγκόσμιο κινηματογράφο με ταινίες όπως «Η διπλή ζωή της Βερόνικα» και «Τα τρία χρώματα», έφτασε στις ύψιστες διεθνείς βραβεύσεις. Από τις Κάννες και τη Βενετία μέχρι το Βερολίνο και τη διπλή υποψηφιότητά του στα Όσκαρ το 1995.

Θεωρείται ως ένας από τους 10 κορυφαίους σκηνοθέτες του παγκόσμιου σινεμά ενώ στη σχολή βρέθηκε δίπλα στον Ρομάν Πολάνσκι. Αρχικά ασχολήθηκε με το θέατρο αλλά σύντομα το εγκατέλειψε για χάρη του κινηματογράφου και συγκεκριμένα του ντοκιμαντέρ.

Το 1967 παντρεύεται την αγαπημένη του Μαρία με την οποία έμειναν μαζί μέχρι το θάνατό του. Απέκτησαν μία κόρη, τη Μάρτα, στις 8 Ιανουαρίου του 1972.

Κριστόφ Κισλόφσκι

Ως δημιουργός εστίαζε στην καθημερινότητα των ηρώων του, σε εργάτες και φαντάρους, πρόσωπα που έδειχναν τη σκληρή πλευρά του κινηματογράφου. Αν και δεν υπήρξε πολιτικός κινηματογραφιστής, αποτυπώνοντας τη σκληρή πολωνική καθημερινότητα, ήρθε αντιμέτωπος με τις αρχές.

Μάλιστα, η τηλεοπτική του παραγωγή «Workers ‘71»  όπου γινόταν συζήτηση για τις μαζικές απεργίες λογοκρίθηκε και κόπηκε άμεσα. Αν και ο ίδιος θεωρούσε ότι τα μηνύματα της δουλειάς του ήταν αντικυβερνητικά, πολλοί ήταν οι συνάδελφοί του που τον κατηγόρησαν για συνεργασία με τις αρχές.

Αργότερα είπε ότι εγκατέλειψε τα ντοκιμαντέρ για δύο λόγους: για τη λογοκρισία του «Workers ‘71» και ένα περιστατικό που συνέβη στα γυρίσματα του «Station» (1981), όπου κάποια από τα πλάνα του χρησιμοποιήθηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία σε μία δικαστική υπόθεση για ένα έγκλημα.

Τότε αποφάσισε ότι η μυθοπλασία του παρείχε όχι μόνο περισσότερη καλλιτεχνική ελευθερία, αλλά έτσι μπορούσε να αποτυπώνει την καθημερινή ζωή πιο ρεαλιστικά.

Ο Κισλόφσκι αποσύρθηκε από το σινεμά με μία δημόσια ανακοίνωση που έκανε αμέσως μετά την πρεμιέρα της τελευταίας του δημιουργίας, «Η Κόκκινη ταινία» στο Φεστιβάλ των Καννών το 1994.

Δύο χρόνια αργότερα, ο Κριστόφ Κισλόφσκι πέθανε σε ηλικία 54 ετών από έμφραγμα κατά τη διάρκεια εγχείρησης ανοιχτής καρδιάς.

Σόφη Ζιώγου
[email protected]