Το «Stranger Things» είναι όλα αυτά που αγάπησες στα 80s

stranger-things
ΤΡΙΤΗ, 19 ΙΟΥΛΙΟΥ 2016

Η σειρά του Netflix το τερματίζει με τη νοσταλγία και στο τέλος βγαίνει κερδισμένη. Το ίδιο και εμείς ως θεατές.

Όσο και αν η ολοκληρωτική νοσταλγία των 90s που έχει πάθει το ίντερνετ τα τελευταία χρόνια καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες, τα 80s παραμένουν η πιο πολυπαιγμένη δεκαετία. Εκεί βρίσκεται η πηγή της ποπ κουλτούρας όπως την ξέρουμε σήμερα και οι επιρροή της παραμένει ανεξίτηλη στα… πάντα. Για όσους έζησαν τη δεκαετία αποτελεί μεν κάτι τόσο μακρινό σαν μια άλλη ζωή, αλλά μιας και τότε οι συνθήκες ήταν καλύτερες, εύκολα μπορεί κανείς να νοσταλγήσει εκείνη τη χαμένη αθωότητά. Από την άλλη, όσοι γεννήθηκαν τότε ή αργότερα και δεν έζησαν καθόλου τα 80s, τα φαντάζονται σαν μια υπέροχη ουτοπία όπου πολλά ήταν ρόδινα στην οποία πολύ θα ήθελαν να βρίσκονται.

Αυτή την εισαγωγή την κάνουμε γιατί ο παράγοντας της νοσταλγίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ποπ κουλτούρα. Για παράδειγμα είναι προφανές ότι στα χρόνια του Μεσαίωνα δεν υπήρχαν milestones τύπου «Ε.Τ. ο εξωγήινος» ή σαν το «The Queen Is Dead» των Smiths που τα συνέδεες με μια συγκεκριμένη φάση της νεότερης ζωής σου και μετά στην επανάληψή τους έβρισκες ένα καταφύγιο νοσταλγίας. Υπό αυτή την έννοια λοιπόν, η νοσταλγία όπως την ξέρουμε σήμερα είναι ένα δημιούργημα του 20ού αιώνα το οποίο έχει κορυφωθεί κατά τον 21ο και δε θα μπορούσε να υπάρχει σε αυτό το βαθμό δίχως αυτό που ορίζουμε με την ευρεία έννοια ως ποπ κουλτούρα.

Η μάνα (!) Γουινόνα Ράιντερ, ο γιος της και η κοπέλα που του αρέσει. Πιο τρομακτικό απ' ό,τι φαίνεται στη φωτό.

Το να ξεκινήσεις επομένως να δημιουργήσεις κάτι που πατάει πάνω σε αυτή τη νοσταλγία μοιάζει ασφαλές και εύκολο. Ο κόσμος θέλει να επιστρέψει σε αυτά που ξέρει καλά, παρά να ανιχνεύσει το άγνωστο παρόν και μέλλον. Και όσο και αν δεν το κρύβουμε ότι μας αρέσει κι εμάς αυτή η επιστροφή, δεν έχουμε σε ιδιαίτερη εκτίμηση αυτούς που μένουν σε αυτή όσο τα άτομα που δοκιμάζουν κάτι καινούριο. Και αφού ολοκληρώσαμε αυτό τον απαραίτητο πρόλογο, ας έρθουμε στο θέμα μας που είναι το «Stranger Things» του Netflix.

Ο τίτλος της «σειράς του καλοκαιριού» είναι πλέον παρωχημένος. Πολλές σειρές έχουν βγει τέτοια εποχή και υπόσχονται πολλά στα πρώτα επεισόδια, αλλά εν τέλει καταλήγουν να ξεφουσκώνουν πολύ γρήγορα και κανείς δε φτάνει μέχρι το τέλος της σεζόν. Παρόλα αυτά το «Stranger Things» είναι διαφορετική περίπτωση, απλά γιατί δε μοιάζει με ο,τιδήποτε άλλο έχουμε δει πρόσφατα στην τηλεόραση. Δηλαδή οι επιρροές από το εμπορικό αμερικανικό σινεμά των 80s είναι δεδομένες και αυτό είναι και το νόημα, αλλά μοιάζει περισσότερο με μια ακόμη δήλωση για το πόσο κινηματογραφική έχει γίνει η τηλεόραση παρά με κάτι που περιορίζεται στο μέσο του.

Η μικρή Μίλι Μπόμπι Μπράουν ξεχωρίζει στο ρόλο ενός κοριτσιού με υπερφυσικές ιδιότητες.

Δημιουργοί της σειράς είναι οι αδερφοί Ντάφερ οι οποίοι έχουν κατοχυρώσει το όνομα «Duffer Brothers» και μπορεί να μην έχουν κάνει ως τώρα κάτι σημαντικό, αλλά τώρα σίγουρα ο κόσμος θα τους μάθει. Μεταφερόμαστε στην Ιντιάνα του 1983, όπου ένα 12χρονο αγόρι εξαφανίζεται μυστηριωδώς, με τη μητέρα του και τον αρχηγό της αστυνομίας να προσπαθούν να ανιχνεύσουν τα ίχνη του χωρίς να πείθονται από τις εξηγήσεις που τους δίνονται. Ένα οδοιπορικό για την ανακάλυψή του έχουν ξεκινήσει και οι τρεις φίλοι του από το σχολείο, με τους δρόμους τους να μπλέκονται με ένα περίεργο κορίτσι που διαθέτει κάποιες ξεχωριστές ιδιότητες. Και σαν να μην ήταν ήδη ελκυστικό αυτό το πακέτο, εμφανίζεται και κάποιο μυστήριο σκοτεινό πλάσμα που έρχεται να αναστατώσει περισσότερο όλους τους εμπλεκόμενους στην ιστορία.

Το να συσχετίσεις την πλοκή του «Stranger Things» με τις επιτυχίες του Χόλιγουντ των 80s μοιάζει με άσκηση επιπέδου δημοτικού. Εδώ θα βρεις τις ανατριχιαστικές ιστορίες του Στίβεν Κινγκ, φυσικά το «E.T. ο εξωγήινος», το «Stand by Me» και το «Goonies», αλλά και εφηβικές κομεντί της εποχής όπως το «Sixteen Candles» και το «Breakfast Club», οι οποίες απηχούνται στο στόρι των μεγαλύτερων αδερφιών.

Η Γουινόνα Ράιντερ έχοντας ανοίξει κουβέντα με χριστουγεννιάτικα λαμπάκια.

Η ιστορία του «Stranger Things» χωράει μέσα σε οκτώ επεισόδια (μιας και μιλάμε για Netflix έγιναν όλα διαθέσιμα την ίδια μέρα, στις 15 Ιουλίου) τα οποία απλώνονται σαν μια εκτεταμένη ταινία. Δε μοιάζει τόσο με τηλεόραση όσο με φόρο τιμής στις επιρροές του και αυτός είναι ο λόγος που λειτουργεί τόσο καλά. Μπορούμε να φανταστούμε την ιστορία να κάνει κοιλιά αν διαρκούσε 10 ή 13 επεισόδια. Από εκεί και πέρα, εκτός από τη φόρμα, το περιεχόμενο ακολουθεί την ίδια τακτική και θαρρείς πως βλέπεις κάτι που γυρίστηκε πίσω στα 80s. Κάθε λεπτομέρεια είναι σωστά τοποθετημένη και μέχρι και το κάστιγνκ θυμίζει πρόσωπα που έχεις δει σε κλασικές ταινίες των παιδικών σου χρόνων.

Το πρόσωπο που ξεχωρίζει στο καστ είναι σίγουρα η Γουινόνα Ράιντερ στο ρόλο της μητέρας του χαμένου αγοριού. Και όσο και αν μας φαίνεται εξωφρενικό το γεγονός ότι η Ράιντερ έφτασε σε ηλικία να παίζει τη μητέρα εφήβων, θα το προσπεράσουμε γιατί η καρδιά της σειράς είναι η παρέα των μικρών παιδιών. Εκτός από τις πολύ καλές επιλογές που έχουν γίνει, είναι τόσο καλή η ανάπτυξη των χαρακτήρων ώστε δένεσαι κατευθείαν μαζί τους και ενδιαφέρεσαι για αυτούς. Δε γνωρίζουμε τίποτα για το μυστήριο και την κατεύθυνση που παίρνει, οπότε νιώθουμε μέρος αυτής της παρέας που χαιρόμαστε με την κάθε πρόοδο και αγωνιούμε για κάθε εμπόδιο.

Θα εκπλαγείτε από τις αναφορές που έχει το «Stranger Things» ΚΑΙ στις εφηβικές κομεντί των 80s.

Η αποκάλυψη της σειράς είναι η 12χρονη Μίλι Μπόμπι Μπράουν, η οποία μας συστήνεται στο ρόλο του παράξενου κοριτσιού με το όνομα Eleven (για τους φίλους Ελ). Σε πείθει απόλυτα για την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα της και για το σκληρό παρελθόν που έχει περάσει και η σχέση της με τα αγόρια δημιουργεί ουκ ολίγες στιγμές αληθινής συγκίνησης. Πραγματικά, δε θυμόμαστε πότε ήταν η τελευταία φορά που νοιαστήκαμε σε τόσο άμεσο χρονικό διάστημα για κάποιους φανταστικούς χαρακτήρες. Είδαμε και τα οκτώ επεισόδια μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο, μπαίνοντας σε ένα rollercoaster συναισθημάτων και αν υπήρχαν άλλα τόσα θα τα καταναλώναμε και αυτά.

Από την παρέα των νεαρών αγοριών σίγουρα θα αγαπήσετε τον Ντάστιν (Γκάτεν Ματαράτσο). Λόγω μιας ασθένειας του λείπουν τα μπροστινά δόντια και για αυτό ψευδίζει και σε συνδυασμό με την αθώα αγάπη του για την ποπ κουλτούρα της εποχής και τη συνήθειά του να τη συσχετίζει με ο,τιδήποτε στην πραγματική ζωή, τον λατρέψαμε κατευθείαν και τον έχουμε ήδη στο μυαλό μας σαν μια κλασική φιγούρα των 80s και ας μην έχει ζήσει ούτε δευτερόλεπτο στον 20ό αιώνα.

Το πιο απρόσμενα επιτυχημένο ρομάντζο της σεζόν.

Υπάρχουν πολλές ιστορίες που μπλέκονται στα πλαίσια της κεντρικής πλοκής, όλες όμως λειτουργούν άψογα. Από την παρέα των παιδιών μέχρι τα σκιρτήματα των μεγαλύτερων εφήβων και από το δράμα της μητέρας έως την προέλευση του τέρατος της ιστορίας και την προσπάθεια να παραμείνει κρυφή, έχουμε να κάνουμε με ένα τζουκ-μποξ ποπ εικόνων από την πιο δημοφιλή δεκαετία, με κάθε κομμάτι να στέκεται μια χαρά και μόνο του και να μη χρειάζεται απαραίτητα το σύνολο για να δουλέψει.

Το «Stranger Things» λοιπόν καταναλώνει ποπ κουλτούρα αλλά και παράγει και κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τη σειρά για παρελθοντολαγνεία. Οι δημιουργοί της έχουν ανοιχτά τα ραντάρ τους στο τώρα και αυτό είναι εμφανές. Πέρα από την προσεγμένη αισθητική, υπάρχουν σημεία που εντάσσεται αυτούσιο το εξωγήινο όραμα του Τζόναθαν Γκλέιζερ στο «Under the Skin», ενώ και το εφιαλτικό πλάσμα μοιάζει σαν το «It» υπό το πρίσμα του πρόσφατου τηλεοπτικού «Hannibal». Και όλα αυτά βρίσκονται σε πλήρη φυσική αρμονία με το 80s πλαίσιο.

Δε γίνεται να μην αγαπήσεις αυτά τα παιδιά (εντάξει, τον Ντάστιν τέρμα δεξιά λίγο παραπάνω).

Όσο και αν θέλουμε να βρούμε κάποια εστία κριτικής στο «Stranger Things» μας είναι δύσκολο και σε τελική ανάλυση δε θέλουμε να μπούμε και σε αυτή την κουβέντα. Είναι σπάνιο να συναντάς κάτι που να μπορείς να αγαπήσεις τόσο αυθόρμητα και να σου δημιουργήσει τόσο δυνατά συναισθήματα ώστε δεν υπάρχει λόγος να καταστρέψεις αυτή τη χαρά. Ούτε θα μιλήσουμε για την «καλύτερη τηλεόραση του καλοκαιριού», μιας και βρίσκεται στο μεταίχμιο του σινεμά και της τηλεόρασης. Το μόνο που θα πούμε είναι πως αν η νοσταλγία είναι κάτι που δεν μπορούμε να αποφύγουμε, ας έχει τουλάχιστον αυτή ακριβώς τη μορφή.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ

[email protected]