Δημήτρης Πετρόπουλος: «Τα όριά μας πάντα μας εκπλήσσουν»

dimitris-petropoulos
ΤΕΤΑΡΤΗ, 04 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2017

Ο Δημήτρης Πετρόπουλος επανέρχεται με την Ντάνη Γιαννακοπούλου ως Ολεάννα επί σκηνής και εμείς θυμόμαστε την κουβέντα που κάναμε μαζί του για όλα όσα διαδραματίζονται στη διάρκεια της παράστασης.

Το «Ολεάννα» αποτελεί μεταφορά του ομώνυμου έργου που εμπνεύστηκε ο βραβευμένος με Πούλιτζερ, Ντέιβιντ Μάμετ. Ο θεατρικός συγγραφέας «κλείνει» στο γραφείο ενός καθηγητή τον ίδιο και την φοιτήριά του, Κάρολ. Εκεί, ανάλογα με την οπτική γωνία του καθενός εκ των δυο πρωταγωνιστών, ένα περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης προκύπτει ή δεν προκύπτει.

Ο τίτλος τού έργου είναι παρμένος από ένα παραδοσιακό νορβηγικό τραγούδι που σαρκάζει την προσπάθεια του διάσημου Νορβηγού Olle Bull να συστήσει μια σύγχρονη αποικία της Νορβηγίας στην Πενσυλβάνια της Αμερικής. Το έργο υλοποιήθηκε μόνο μερικώς, με τον οραματιστή να εγκαταλείπει το μεγαλεπήβολο σχέδιό του και να επιστρέφει στην μουσική του καριέρα. Το «Ολεάννα» ανέβηκε στη θεατρική σκηνή για πρώτη φορά το 1992 και από τότε η ιστορία έχει ζωντανέψει με μεγάλη επιτυχία σε διάφορες σκηνές του κόσμου, αλλά και στην μεγάλη οθόνη.

Πρόκειται για μια συμπαγή παράσταση τριών πράξεων που μέσα στα 85 λεπτά της διάρκειάς της ξετυλίγει μια σειρά θεμάτων καίριων και πάντα επίκαιρων. Ο Δημήτρης Πετρόπουλος, ο καθηγητής Τζων επί σκηνής, μας εξηγεί περισσότερα για το έργο που, όπως ο ίδιος λέει, σε τίποτα δεν τον γοήτευσε αρχικά, για να καταλήξει ερωτευμένος με τον ρόλο. 

Το έργο θίγει μια σειρά από ζητήματα, όπως τα όρια της οικειότητας, τη χρήση και την κατάχρηση της εξουσίας, έως και το νόημα/αντίκρισμα του εκπαιδευτικού προϊόντος. Είναι αυτή η συνύπαρξη ένας λόγος που καθιστά το κείμενο γοητευτικό;

Νέες πτυχές ή επιπλέον θεματικές προσθέτουν πιθανόν ενδιαφέρον, η γοητεία όμως ενός έργου εξαρτάται συνήθως από δυσκαθόριστα χαρίσματα της γραφής και μια σειρά από συγκυρίες κατά την πρόσληψή του. Μια γόνιμη παράσταση καλείται να αξιοποιήσει αυτές τις συγκυρίες ή και να τις δημιουργήσει. Στην «Ολεάννα» αυτό που εισπράττουμε επί σκηνής κατά τη διάρκεια της παράστασης αλλά και από την επικοινωνία μας με το κοινό μετά την παράσταση είναι πως η επίδραση του έργου θεωρείται αναμφισβήτητη. Ο τρόπος που οι θεατές εμπλέκονται και οι δυναμικές που εντοπίζουν αποκαλύπτουν πως δεν πρόκειται για ένα απλό ενδιαφέρον αλλά πως, μέσω του έργου, κάποιοι προβληματισμοί ή κάποιες εμπειρίες των θεατών, λιγότερο ή περισσότερο τραυματικές, αναβιώνουν και διεκδικούν αναθεώρηση.

Πόσο επίκαιρο είναι το «Ολεάννα» σήμερα και υπό ποια έννοια συμβαίνει αυτό;

Αν δεχτούμε πως άξονας του έργου είναι το θέμα της πολιτικής ορθότητας και οι προκύπτουσες χειραγωγήσεις, τότε σε χώρες όπως η δική μας το ενδιαφέρον θα ήταν σχετικά περιορισμένο. Αν όμως το πραγματικό θέμα του έργου είναι η επικοινωνία -όπως κατά τη γνώμη μου συμβαίνει- τότε τίποτα δεν θα θεωρούσα πιο επίκαιρο. Σήμερα, ο πολλαπλασιασμός των μέσων επικοινωνίας και των τρόπων κοινωνικής δικτύωσης καλλιεργεί όσο ποτέ την ψευδαίσθηση μιας μοιρασιάς, ιδίως στις νεότερες γενιές. Η πλάνη αυτή δεν διαρκεί. Οι νέοι συνειδητοποιούν αργά ή γρήγορα πως πρόκειται για επικοινωνιακή ρηχότητα ή κενότητα και καταλήγουν να καταβυθίζονται σε αβύσσους μοναξιάς ή καταφεύγουν σε υπεραπλουστεύσεις για να μπορούν να το αντέξουν.

Τι σας ιντρίγκαρε στον ρόλο και τι αποκομίσατε από αυτόν;

Τίποτα αρχικά δεν με γοήτευσε και συγχωρείστε μου την τόση ωμότητα. Τα τρομαγμένα συναισθήματα και η προκύπτουσα σκληρότητα στη σχέση των προσώπων αρχικά με κατέθλιψαν. Δυσκολευόμουν επιπλέον να ερωτευτώ έναν ρόλο με τον οποίο έχω μερικά κοινά στοιχεία που δεν τα βρίσκω διόλου ερωτεύσιμα. Και δεν πιστεύω καθόλου στην ψυχοθεραπευτική λειτουργία του θεάτρου –για τον ηθοποιό τουλάχιστον. Μπήκα παρόλα αυτά στον πειρασμό, ως ηθοποιός που συμβαίνει να είναι και χρόνια εκπαιδευτικός, να αποκαλύψω στο κοινό αυτά που μέχρι τώρα μόνον οι μαθητές μου ήξεραν. Τα λάθη μου εννοώ. Τις ανεπάρκειές μου. Και την πολύ οδυνηρή για έναν εκπαιδευτικό απόκλιση ανάμεσα στις καλές του προθέσεις και τη συγκριτικά περιορισμένη αποτελεσματικότητά του. Δεν θά 'λεγα λοιπόν πως κάτι άγνωστο αποκόμισα απ΄ τον ρόλο –πέραν ενός ακόμα τρόπου αυτογνωσίας. Το είδα μάλλον σαν μια δημόσια εξομολόγηση, πράξη πολιτική. Με ολίγη αποκαθήλωση. Εξέθεσα δημόσια αυτό που με πονάει. Και που πονάει συγχρόνως την κοινωνία ολόκληρη. Βαθιά πληγή το θέμα της δυσλειτουργίας της εκπαίδευσης στα σωθικά της χώρας. Αντανακλά όλες τις ανεπάρκειες. Προσώπων και θεσμών. Και καθορίζει και το μέλλον. Αυτό ήταν το αρχικό μου ερέθισμα. Ύστερα… ήρθε ο έρωτας. Θα σας εξομολογηθώ ακόμα κάτι. Και πέρσι είχα επιφυλάξεις όταν μου πρότεινε ο Χανιωτάκης τον «Κουλοχέρη του Σποκέιν» κι όχι μονάχα ερωτεύτηκα τον ρόλο, αλλά η ερημιά του ακόμα μου παγώνει την ψυχή και η παρέα του μου λείπει. Φαίνεται ότι είναι μάταιο να αντιστέκεσαι στα σκοτεινά αντικείμενα του πόθου σου. Στους ανοιχτούς λογαριασμούς σου δηλαδή.

Στο βάθος της συμπεριφοράς της πρωταγωνίστριας αχνοφαίνονται τα αντιφατικά συναισθήματα που τρέφει για τον καθηγητή της. Μπορεί ο έρωτας να υπαγορεύσει βίαιες συμπεριφορές; Μπορεί η τρυφερότητα να συνυπάρξει με το αντίθετό της;

Η ερωτική έλξη, είτε λανθάνουσα, είτε συνειδητή σπανίως είναι μονοσήμαντη. Αντίθετα. Συνήθως είναι αντιφατική. Υπάρχουνε στιγμές που ευχαρίστως θα καταβροχθίζαμε τον άλλο για να τον κάνουμε δικό μας. Εδώ όμως δεν πρόκειται γι αυτό αλλά για τη συνήθη γοητεία που ασκεί ένας εκπαιδευτικός σε μερικούς από τους μαθητές του. Κι όπως στον έρωτα, η Κάρολ θέλει να φέρει τον καθηγητή στα μέτρα της, συνειδητά ή ασυνείδητα, για να μπορεί να τον θαυμάζει χωρίς φόβο, χωρίς επιφυλάξεις, με όποιο τίμημα.

Ένα άλλο θέμα που φαίνεται να πραγματεύεται το έργο είναι τα όρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς και πώς αυτά ρευστοποιούνται και μεγεθύνονται υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Πόσο δύσκολο ήταν να αποδοθεί αυτό επί σκηνής;

Δύσκολο τι θα πει, αλήθεια; Όλα είναι δύσκολα –ακόμη και το να πεις μια καλημέρα– και όλα γίνονται. Το πιο σημαντικό για μένα είναι η έκθεση. Και το πιο δύσκολο ίσως. Η έκθεση χωρίς κανένα δίχτυ προστασίας. Η έκθεση η αληθινή, όχι τα καμώματα. Δεν σου εξασφαλίζει δυστυχώς μια αξιόλογη ερμηνεία –χρειάζονται και άλλα εργαλεία– σου εξασφαλίζει όμως μια αυθεντικότητα που ο θεατής την προσλαμβάνει στον αέρα όπως τα κυνηγόσκυλα το θήραμα. Ανεξάρτητα από το πόσο καλή είναι η επίδοσή σου, το κοινό αντιλαμβάνεται ενστικτωδώς αν είσαι εκεί ολόκληρος και στη διάθεσή του. Τώρα, ως προς τα όρια που ρωτάτε, αν αφεθείς στα ερεθίσματα, το σώμα κι η ψυχή ακολουθούν. Τα όριά μας πάντα μας εκπλήσσουν.

Τι είναι αυτό που πυροδοτεί την δύναμη και την αυτοπεποίθηση εντός των πρωταγωνιστών ώστε να τους βλέπουμε τόσο «μεταλλαγμένους» στο δεύτερο μέρος της παράστασης συγκριτικά με το πρώτο;

Η Κάρολ μεταλλάσσεται μέσα από την ένταξή της σε ομάδα. Έτσι αποκτά φωνή και δύναμη. Θα έλεγα πως «πολλαπλασιάζεται». Παιδιά μοναχικά, κοινωνικά ανένταχτα, απελπισμένα, σε αναζήτηση οράματος, απογοητευμένα από τις σάπιες, παρηκμασμένες δυτικές κοινωνίες που καταφεύγουν σε όποια ομάδα είναι πρόθυμη να τα ενσωματώσει. Να τα χειραγωγήσει, ενδεχομένως.

Ο Τζων, αντίθετα, ο καθηγητής, πιστεύω πως επιστρέφει στον εαυτό του ωριμότερος και πιο συνειδητοποιημένος. Μια στιγμιαία βίαιη αντίδραση, μια στιγμιαία απόγνωση, στο τέλος του έργου δεν αναιρεί αυτό που λέω. Όπως και να 'χει, όπου υπάρχουν μεταλλάξεις η πρώτη ύλη της νέας μορφής ήταν εκεί εξ υπαρχής. Είναι υποκρισία να το θεωρούμε έκπληξη ή υπέρβαση. Είμαστε ικανοί για όλα. Όλα είναι θέμα συνθηκών.

Η ιστορία ξεδιπλώνεται μέσα σε ένα λιτό σκηνικό μεταξύ δυο μόνο προσώπων. Η απλότητα των μέσων διευκολύνει την απόδοση μιας τόσο μεστής ιστορίας ή απαιτεί μεγαλύτερη κατάθεση από τους πρωταγωνιστές;

Νομίζω πως η ιστορία αναπτύσσεται σε ένα αφαιρετικό μεν αλλά πολύ ισχυρό σκηνικό περιβάλλον με όλες τις αναγκαίες καταδηλώσεις και συμπαραδηλώσεις όπως θα έλεγαν οι σημειολόγοι. Έχουμε μόνον ό,τι μας χρειάζεται. Τίποτα περιττό. Μακάρι να συμβαίνει το ίδιο και με τις ερμηνείες. Θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη πυκνότητα.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ / [email protected]