Ο νεαρός «Γιάκομπ φον Γκούντεν» του Ρ. Βάλζερ σε ελληνική έκδοση

o-nearos-giakomp-fon-gkounten-tou-r-balzer-se-elliniki-ekdosi

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012

«Ένα από τα 100 σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα» όπως έχει χαρακτηριστεί το έργο του Ελβετού συγγραφέα Ρόμπερτ Βάλζερ με τίτλο «Γιάκομπ φον Γκούντεν» κυκλοφορεί για πρώτη φορά και στα ελληνικά.

Σε μετάφραση του Βασίλη Πατέρα, το «Γιάκομπ φον Γκούντεν» αποτελεί ίσως το σημαντικότερο και χαρακτηριστικότερο έργο του σπουδαίου γερμανόφωνου Ελβετού συγγραφέα Ρόμπερτ Βάλζερ, ο οποίος έκανε τον περίπατο και την «περιπλάνηση» τρόπο ζωής και έζησε για πολλά χρόνια αποτραβηγμένος από τον κόσμο, πιστός στην αγαπημένη του ρήση: «Είναι τόσο όμορφα παράμερα»...

Εμπνευσμένο από τη μαθητεία του ίδιου του Ρόμπερτ Βάλζερ σε μια σχολή για υπηρέτες και την εργασία του για ένα διάστημα ως μπάτλερ, το κείμενο του «Γιάκομπ φον Γκούντεν» είναι ένα εναλλακτικό «μυθιστόρημα μαθητείας» και έχει, πολύ σοφά, χαρακτηριστεί ως «ένα από τα 100 σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα».

Η υπόθεση του μυθιστορήματος κινείται γύρω από τον νεαρό Γιάκομπ φον Γκούντεν, γόνο αριστοκρατικής οικογένειας, ο οποίος εγκαταλείπει το σπίτι του, παραιτείται από οποιαδήποτε «καθωσπρέπει» φιλοδοξία και εγγράφεται στο Ινστιτούτο Μπενζαμέντα – μια σχολή για υπηρέτες.

Το μυθιστόρημα θεωρείται χαρακτηριστικό δείγμα της ευφυούς και ξεχωριστής γραφής του μοναχικού Ελβετού συγγραφέα. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι ανάμεσα στους θαυμαστές του βιβλίου αλλά και του Βάλζερ, γενικότερα, συγκαταλέγονται συγγραφείς όπως ο Franz Kafka, στον οποίο είναι εμφανείς οι επιρροές του Βάλζερ, ο Hermann Hesse, ο Stefan Zweig, ο Robert Musil, ο Walter Benjamin, και πιο πρόσφατα οι Peter Handke, W.G. Sebald, Enrique Vila-Matas, που εμπνεύστηκε από τον Βάλζερ τον «Δόκτορα Πασαβέντο» και J.M. Coetzee, ο οποίος έχει αφιερώσει στο βιβλίο ένα από τα λογοτεχνικά δοκίμιά του, με τίτλο «Η ιδιοφυΐα του Ρόμπερτ Βάλζερ».

Ρόμπερτ Βάλζερ: Η ιδιοφυία της «παράνοιας»

Ο Ρόμπερτ Βάλζερ γεννήθηκε στο Μπιλ της Ελβετίας το 1878. Στα δεκαεφτά του εγκαταλείπει το πατρικό του σπίτι αρχίζοντας μια ζωή γεμάτη περιπλανήσεις. Κάνει διάφορα επαγγέλματα αλλάζοντας διαρκώς τόπους διαμονής. Μόνο το γράψιμο τον συνεπαίρνει και έτσι το 1904 εκδίδεται το πρώτο του βιβλίο: «Οι εκθέσεις του Φριτς Κόχερ».

Στη συνέχεια κι ενώ ζει στο Βερολίνο εκδίδει τρία μυθιστορήματα: «Τα αδέλφια Τάννερ», «Ο Παραγιός» και «Γιάκομπ φον Γκούντεν». Γίνεται ευρύτερα γνωστός και καταφέρνει να κερδίσει το θαυμασμό του Musil, του Kafka, του Hesse και του Benjamin.

Ζει μοναχικά γράφοντας μικρά πεζά ή ποιήματα και κάνοντας μακρινούς περιπάτους και λέει χαρακτηριστικά «Κάθε φορά που παίρνω τους δρόμους ερωτεύομαι πάραυτα». Υποφέρει από κρίσεις κατάθλιψης και παραισθήσεις, που τον οδηγούν σε επανειλημμένες απόπειρες αυτοκτονίας. Επιβαρυμένος από το φάσμα της τρέλας (η μητέρα του πέθανε «πνευματικά ασταθής», ένας του αδελφός αυτοκτονεί κι ένας άλλος πεθαίνει σε ίδρυμα για ψυχασθενείς) αποφασίζει το 1929 τον εκούσιο εγκλεισμό του σε νευρολογική κλινική στο Βαλντάου.

Στη συνέχεια μεταφέρεται στο φρενολογικό ίδρυμα του Χεριζάου, όπου η κατάθλιψή του διαγνώστηκε λανθασμένα ως σχιζοφρένεια. Εκεί, το 1956, βρήκε το θάνατο κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου στο χιόνι. Από το 1933 έως το θάνατό του, για 22 ολόκληρα χρόνια, δεν έγραψε απολύτως τίποτα. Άλλωστε, όπως έλεγε και ο ίδιος: «Δεν είμαι εδώ για να γράφω, αλλά για να τρελαθώ».

Πληροφορίες: «Γιάκομπ φον Γκούντεν» του Ρόμπερτ Βάλζερ, μετάφραση: Βασίλης Πατέρας, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροές.