Πέμη Ζούνη: «Δυστυχώς η πολιτική μοιάζει με το κακό θέατρο»

pemi-zouni-dustuxos-i-politiki-moiazei-me-to-kako-theatro-politiki-moiazei-me-to-kako-theatro

ΤΡΙΤΗ, 04 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2012

Η Πέμη Ζούνη μιλά στο click@Life για το τάνγκο και την πολιτική, με αφορμή την χορευτική παράσταση, που σκηνοθετεί στο θέατρο Badminton.

Η Πέμη Ζούνη, παθιασμένη «tanguera», μας προσκαλεί σε μια χορευτική μύηση που πηγαίνει πίσω στο χρόνο, αναδεικνύοντας τις εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στην Αργεντινή και την Ελλάδα.

Τάνγκο και ζεϊμπέκικο, μπάλος και τσακαρέρα, νοσταλγία και αναμονή ανάμεσα σε δύο λιμάνια και δύο κουλτούρες. Η παράσταση «17:37: Πειραιάς-La Boca», ανεβαίνει μόνο για μια βραδιά στις 8 Σεπτεμβρίου, στο θέατρο Badminton και αποτελεί το επιστέγασμα των εκδηλώσεων του Tangoacropolis. Μην τη χάσετε.

Πότε μπήκε το τάνγκο στη ζωή σας;

Πάντα υπήρχε στη ζωή μου. Οι πρώτοι μου δίσκοι όταν ήμουν μικρή, ήταν του Τομ Γουέιτς και του Άστορ Πιατσόλα. Ήμουν παθιασμένη με αυτόν τον ρυθμό και την κουλτούρα, χωρίς να γνωρίζω το γιατί. Αναγνώριζα κάποιες ομοιότητες με τις δικές μας καταβολές, αλλά τελείως ενστικτωδώς. Αργότερα μπήκε στη ζωή μου το θέατρο και δεν είχα χρόνο να ασχοληθώ.

Πήγαινα όμως να παρακολουθήσω όλες τις ομάδες τάνγκο που έδιναν παραστάσεις στο Λυκαβηττό. Πριν πέντε-έξι χρόνια, τρεις ηθοποιοί μου ζήτησαν να τους σκηνοθετήσω σε ένα νέο χώρο που λέγεται Bandoneon και κάπως έτσι ήρθα σε επαφή με το τάνγκο επισήμως. Και κόλλησα βεβαίως. Με ρούφηξε σαν μαύρη τρύπα και ξεκίνησα μαθήματα.

Ακόμη κι όταν έκανα άλλου είδους χορό, ήθελα πολύ να ασχοληθώ με το τάνγκο. Καταρχήν συνοδεύεται από μια ποικιλία τεχνών, είναι η έκφραση ενός λαού, είναι μια μεγάλη κουλτούρα. Ο ίδιος ο χορός από μόνος του είναι ένα κείμενο που δεν τελειώνει ποτέ, βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό.

Μαθαίνεις τη γραμματική και τη σύνταξη, δηλαδή τη δομή των σωμάτων και τα βήματα, και μετά το «κείμενο» το γράφεις διαφορετικά κάθε μέρα. Είναι απίστευτο το περιθώριο αυτοσχεδιασμού που σου αφήνει. Έκτοτε χορεύω πολύ συχνά και βοηθάω σε πολλές εκδηλώσεις.

Η παράσταση ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, στη δεκαετία του ’30, ’70 και στο σήμερα. Γιατί επιλέξατε αυτούς τους χρονικούς σταθμούς;

Με την Αργεντινή έχουμε πολλά παράλληλα συμβάντα και εξελίξεις στην ιστορία μας, όπως είναι για παράδειγμα αυτή η περίφημη εποχή της μετανάστευσης. Πραγματικά δεν ξέρεις σε ποιο λιμάνι βρίσκεσαι, μπορεί να είναι το La Boca, μπορεί ο Πειραιάς.

Υπάρχουν αντίστοιχες αφηγήσεις, όπως είναι η εικόνα με τις νύφες που πήγαιναν με τις φωτογραφίες στα χέρια για να παντρευτούν. Στις πρώτες δεκαετίες, είναι μια εποχή που το Μπουένος Άιρες ήταν γεμάτο μετανάστες, όπως συνέβαινε βεβαίως στην Αμερική και αλλού. Ήταν ένα πολυπολιτισμικό μέρος.

Η διαφορά είναι ότι εκεί ήταν η φυσική τους καθημερινότητα να συναλλάσσονται με όλους τους πολιτισμούς. Δεν τους ξένιζε η παρουσία των ξένων, ούτε δημιουργούσε προβλήματα. Ήταν επίσης μια προσπάθεια να επιβιώσουν στις γειτονιές διαφορετικοί λαοί-αυτό είναι ένα θέμα αγαπημένο και ανεξάντλητο.

Μετά είναι η δεκαετία του ’70. Υπάρχει μια αίσθηση από καμπαρέ, το πολιτικό στοιχείο υποβόσκει -δεν αναλύεται σε πρώτο επίπεδο αλλά είναι υπαρκτό. Αυτή τη δεκαετία έχουμε τις σκηνές στους οίκους ανοχής: η Ευδοκία και ο Τσαρούχης συναντούν έναν οίκο ανοχής στο Μπουένος Άιρες που ονομάζεται Θεσσαλονίκη (υπάρχει στην πραγματικότητα).

Διασταυρώνονται και πάλι οι κουλτούρες των δύο λαών. Κι ερχόμαστε στο σήμερα, όπου υπάρχει ο απόηχος της κρίσης, των διαδηλώσεων, των καταστολών της αστυνομίας.

Όμως αυτές οι ομοιότητες ή αντιστοιχίες, αν το θέλετε, βρίσκονται σε δεύτερο επίπεδο. Στο πρώτο επίπεδο είναι μια ομάδα ανθρώπων που ταξιδεύουν αναζητώντας την τύχη τους και ξανασυναντιούνται στο χρόνο.

Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος σε αυτές τις εικόνες;

Όλα αυτά ξετυλίγονται μέσα από τα μάτια της αφηγήτριας, η οποία περιμένει επί χρόνια στο λιμάνι και μπερδεύονται οι εικόνες στο μυαλό της. Το κείμενο του νεαρού Στέλιου Χατζηαδαμίδη είναι πολύ τρυφερό και ευαίσθητο.

Όμως αντί να στραφεί στο δράμα και το μελό, γράφει για τη λαχτάρα μιας γυναίκας, η οποία μετά από χρόνια επιστρέφει για την κηδεία του πατέρα της στον Πειραιά και η αγωνία της είναι να ρωτήσει και πάλι αν θυμάται σωστά τις συνταγές των φαγητών, τις γεύσεις.

Ρωτά αν στις κηδείες μετά τον ελληνικό καφέ σερβίρουν υποβρύχιο ή μόνο κόλλυβα. Θέλω να πω ότι προβάλλεται μια ευαισθησία που εμένα με αφορά ιδιαιτέρως.

Είναι η αγωνία των ανθρώπων να ξαναβρούν τις ρίζες τους. Στο κείμενο υπάρχουν αναφορές και στην κουλτούρα της Αργεντινής, με Μπόρχες, με τάνγκο, με ποίηση, με τη δική μας Γιώτα Νέγκα, με την Ευδοκία και την Μπέλλου. Με διάφορα πράγματα δικά μας και δικά τους.

Στην παράσταση, το τάνγκο συναντά το ζεϊμπέκικο και ο μπάλος την τσακαρέρα. Πώς προέκυψε αυτό το χορευτικό παζλ;

Όσοι ασχολούνται επί χρόνια με τον χορό έχουν παρατηρήσει ότι υπάρχουν συγγένειες, δεν ανακαλύπτουμε κάτι καινούργιο. Για παράδειγμα ο μπάλος με την τσακαρέρα-ένα δικό τους φολκλόρ-βρίσκεται πολύ κοντά σε ρυθμολογία και κίνηση.

Είναι κοινό μυστικό επίσης, ότι κλασικά ζεϊμπέκικα έχουν ερεθίσει πραγματικά λαϊκούς τανγκέρους να δοκιμάσουν τον ρυθμό τους. Και αναφέρομαι σε πραγματικούς τανγκέρους, όχι στους χορευτές που κάνουν show και έντεχνο.

Το ρεμπέτικο και το τάνγκο έχουν κοινές ρίζες, είναι γνωστό ότι γεννήθηκαν από μετανάστες, σε φτωχές γειτονιές. Και αντανακλούν τη διάθεση που έχουν οι λαοί του φωτός, να χορεύουν τη θλίψη τους.

Επιχειρείτε παράλληλα και μια χορευτική αφήγηση της κρίσης;

Θα ήταν πολύ αμετροεπές να θεωρήσω ότι σχολιάζουμε την κρίση. Θα ήταν μεγάλη η ευθύνη. Δεν κάναμε κάποια σοβαρή έρευνα για να σχολιάσουμε τις ομοιότητες της Αργεντινής με την ελληνική κρίση.

Όμως η ανάγκη που προκύπτει από την κρίση στρέφει την προσοχή μας ενστικτωδώς, σε μικρά ξεχασμένα πράγματα. Έχουμε την ανάγκη να βρούμε και πάλι κάποιες γεύσεις αθωότητας. Κάποιες γεύσεις της ρίζας μας.

Είναι αυτό το βλέμμα της αθωότητας που πρέπει να ανακτήσουμε για να επιβιώσουμε σήμερα;

Ακριβώς. Αυτό το βλέμμα προκύπτει από την κρίση αλλά προς θεού δεν φιλοδοξεί να τη σχολιάσει ή να προτείνει λύσεις. Μέσα στις σκηνές του καρναβαλιού, εκεί μέσα ακούγεται η καταστολή και μια διαδήλωση που διαλύεται. Όλα αυτά είναι μικρές συμπτώσεις - κλείσιμο του ματιού.

Αυτή η καταστολή της διαδήλωσης, σχετίζεται καθόλου, με κάποια δική σας εικόνα;

Κοιτάξτε, έζησα δυόμισι χρόνια πολύ έντονα, πολύ χρήσιμα και επώδυνα. Αναφέρομαι στα τελευταία χρόνια των πολιτικών αναταραχών, όπως όλοι τα ζήσαμε. Βέβαια εγώ ίσως τα βίωσα από την άλλη όχθη, του στόχου, ας πούμε και του να βρίσκεσαι κοντά στα πράγματα. Αυτό δεν το κάνω κάτι προς το παρόν. Αφήνω να κατακάτσει η σκόνη. Το τι συμπεράσματα θα βγάλω από όλη αυτή την εμπειρία, που ήταν πολύ πλούσια και επώδυνη, θα το δείξει ο καιρός.

Δε μου αρέσει να διακινδυνεύω εύκολα συμπεράσματα και να κάνω καταλογισμούς ευθυνών. Ωστόσο η εικόνα που έχω αντικρίσει από την κοινωνία μας αντανακλά μια μεγάλη απογοήτευση.

Εδώ και χρόνια είχα επισημάνει την κρίση των αξιών που προέκυπτε εξαιτίας του ελλείμματος πολιτισμού. Αλλά όλα αυτά δεν τα ακουμπάω να τα κάνω θεωρία αυτή τη στιγμή. Είναι πράγματα που καταγράφονται στο υποσυνείδητο και γυρνάω με αγωνία στο θέατρο, στην τέχνη για να μπορέσω να τα ξορκίσω και να τα αφήσω να βγουν με κάποιο τρόπο.

Αφήνω σαν τη χύτρα ταχύτητας να φύγει η πίεση των τελευταίων ετών μέσα από μικρές καλλιτεχνικές εκφράσεις.

Η ευαισθησία ενός καλλιτέχνη μπορεί να χωρέσει τελικά στην πολιτική σκηνή;

Θα έπρεπε και να χωράει και να λειτουργεί. Κάποτε είχα αναφέρει ότι όσοι συγκρίνουν την πολιτική με το θέατρο ξεχνούν να πουν ότι η πολιτική μοιάζει με κακό θέατρο.

Το θέατρο και η τέχνη έχουν τη θετική δημιουργία, την αγωνία για όσα γίνονται μέσα μας και γύρω μας. Δυστυχώς η πολιτική μοιάζει με το κακό θέατρο, τις περισσότερες φορές. Όταν τις ελάχιστες φορές πάει να μοιάσει στην τέχνη που αναζητά αλήθειες - τα πάντα καταπνίγονται. Επιπλέουν όλες οι ευτέλειες.

Τα σχέδια σας για το χειμώνα;

Θα εμφανιστώ στο θέατρο Όλβιο, στο Γκάζι μαζί με τον Κώστα Φιλίπογλου, στο θεατρικό έργο του Θανάση Τριαρίδη «Historia de un amor» ή «τα μυρμήγκια». Είναι ένα έργο πολύ σκληρό και χαίρομαι γιατί γυρνάω με άγριες διαθέσεις. Η πρεμιέρα έχει προγραμματιστεί για τις 14 Δεκεμβρίου.

Πληροφορίες: «17:37: Πειραιάς-La Boca», στις 8 Σεπτεμβρίου, στο θέατρο Badminton. Σκηνοθεσία: Πέμη Ζούνη, κείμενο: Στέλιος Χατζηαδαμίδης. Παίζουν οι : Πέμη Ζούνη, Έλενα και Luis Mestre, Παναγιώτης Καλοφωλιάς, Δημήτρης Νικολαΐδης, Μαριάννα Cutulas. Συμμετέχουν : Μάριος Στρόφαλης (ακορντεόν), Κώστας Βλαχόπουλος (φυσαρμόνικα) και η ομάδα Quilombo. Ώρα έναρξης: 21:00. Τιμές εισιτηρίων:, 20 ευρώ (πρώτη ζώνη) και 15 ευρώ, φοιτητικό :10 ευρώ. Προπώληση: 210 88 40 600, www.viva.gr , καταστήματα Public.

ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ