Κώστας Καζάκος: «Δεν φοβάμαι τίποτα, όσο καταφέρνω να πολεμάω …»
Ο Κώστας Καζάκος σκηνοθετεί ένα από τα ωραιότερα έργα του μεγάλου Γερμανού δραματουργού Μπέρτολτ Μπρεχτ και μιλά στο click@Life.
Γεμάτη χρώματα και μουσική, η κωμωδία «Ο αφέντης Πούντιλα και ο δούλος του ο Μάττι», παραμένοντας εξαιρετικά επίκαιρη 56 χρόνια μετά τον θάνατο του δημιουργού της, παρουσιάζεται στο θέατρο «Τζένη Καρέζη».
Ενσαρκώνοντας ένα «θηρίο προϊστορικό», ο Κώστας Καζάκος μιλά γι’ αυτήν την ποιητική ανατομία της πάλης των τάξεων και στέκεται αγωνιστικός και αισιόδοξος απέναντι στην αδυσώπητη κρίση της εποχής μας.
Πείτε μας λίγα λόγια για τον Μπρεχτ και για τα στοιχεία που προσδίδουν διαχρονικό χαρακτήρα στον λόγο του.
Ο Μπρεχτ ήταν μεγάλος δραματουργός και μεγάλος ποιητής, αλλά και φιλόσοφος. Εξοπλισμένος με το πιο εξελιγμένο επιστημονικό εργαλείο έρευνας, αυτό του ιστορικού υλισμού και ως μεγάλος διαλεκτικός, προσπαθώντας να βρει μια δίοδο επικοινωνίας με τον εξαθλιωμένο γερμανικό λαό του μεταπολέμου, διαμόρφωσε την πασίγνωστη πλέον «Μπρεχτική Μέθοδο» και όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος «με το ένα χέρι το γέλιο θα κρατάμε και με το άλλο, με το τσεκούρι θα χτυπάμε». Καταφέρνει, με έναν λαϊκό, ευθύβολο και διασκεδαστικό τρόπο, να αποκαλύπτει μπροστά στα μάτια των κατάπληκτων θεατών, όλες τις μικρές και μεγάλες αλήθειες, που η βάρβαρη και χυδαία καθημερινότητα δεν μας αφήνει να δούμε. Ακολουθεί το παράδειγμα των μεγάλων κλασικών και ιδιαίτερα των αρχαίων τραγικών και χρησιμοποιεί όλα τα μέσα του θεάτρου, για να πετύχει τον στόχο του. Δεν φοβάται το μελό, τον διδακτισμό, ακόμα και την μπροσούρα. Αλλά αυτά τα μέσα τα ντύνει με υψηλή ποίηση, όπως έκανε και ο Σοφοκλής. Γιατί σημασία έχει ο τρόπος που τα χρησιμοποιεί και ο λόγος για τον οποίο τα χρησιμοποιεί. Το αποτέλεσμα είναι θαυμαστό. Μπαίνει σε λειτουργία η κριτική σκέψη του θεατή, συνειδητοποιεί άμεσα και εύκολα την πραγματικότητα που βιώνει και, κάποια στιγμή, όταν το απαιτήσει η ανάγκη, μπορεί να καθορίσει και τη δική του στάση μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα.
Στον «Αφέντη Πούντιλα», ο Μπρεχτ μιλάει για το αιώνιο θέμα του πλούσιου και του φτωχού, που παραμένει πάντα επίκαιρο, το θέμα του αφέντη και του δούλου, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Από όταν φτιάξαμε αυτήν την κοινωνία, που στηρίζεται στην ατομική ιδιοκτησία και στο κεφάλαιο, έχουμε παγιδευτεί σε αυτόν τον καταραμένο δρόμο.
Η τέχνη, σε όλες τις εποχές, αυτό το θέμα επεξεργάζεται. Ο Μπρεχτ κάνει ένα παραπέρα βήμα από τους μεγάλους δημιουργούς του Κριτικού Ρεαλισμού του 18ου και του 19ου αιώνα και μας δείχνει την προοπτική της εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας, το πού οδηγούνται νομοτελειακά τα πράγματα. Ο πλούσιος και ο φτωχός δεν είναι φυσικό φαινόμενο και δεν μπορούν να συνυπάρχουν αιώνια. Όπως λέει ο ίδιος: «Οι κοινωνικοί εταίροι είναι μεγάλο ψέμα/ δούλος κι αφέντης ποτέ δε γίνονται ένα». Ο διαλεκτικός Μπρεχτ ξεκαθαρίζει τα πράγματα. Ο πλούσιος και ο φτωχός είναι ταξικοί εχθροί. Ο πόλεμος μεταξύ τους είναι ανυποχώρητος. Και θα τελειώσει νομοτελειακά, όταν οι φτωχοί, που είναι οι πολλοί, εξαφανίσουν από προσώπου γης τους εκμεταλλευτές τους.
Ποια είναι τα κεντρικά θέματα, που πραγματεύεται αυτό το έργο;
Στο έργο αυτό, ο Μπρεχτ μιλάει για την ιστορία του γαιοκτήμονα Γιόχαν Πούντιλα, ενός «θηρίου προϊστορικού», που, χρησιμοποιώντας την πονηριά και το μεθύσι του, κινείται με άνεση ανάμεσα στην αθωότητα και την ωμή χυδαιότητα. Εξουσιάζει ανθρώπους, σχέσεις και καταστάσεις, αποκαλύπτοντας το μεγάλο χάσμα, που χωρίζει την ιδιοκτησία από την εργατική τάξη. Αποφασισμένος να διατηρήσει τη δύναμή του, αλλά και να διαχειριστεί τη μοναξιά της ψυχής του, έρχεται αντιμέτωπος με την ανθρωπιά και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων που δουλεύουν για αυτόν, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους.
Πώς οδηγηθήκατε στην επιλογή του συγκεκριμένου ανεβάσματος;
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, αυτός ο μεγάλος ποιητής του θεάτρου, που μας ήρθε από τα Μαύρα Δάση, μας καλωσορίζει έτσι στο έργο του:
«Κυρίες και Κύριοι, αξιότιμοι και σεβαστοί,
ζούμε, όπως ξέρετε, σε εποχή πολύ σκληρή
κι είναι όποιος γνοιάζεται σοφός
μα είναι ηλίθιος και βλάξ, όποιος αδιαφορεί».
Μαζευτήκαμε λοιπόν τριάντα τόσοι νοματαίοι, είκοσι ένας επί σκηνής και καμιά δεκαριά στα παρασκήνια και αγωνιστήκαμε μέρες και νύχτες, σε πολύ σκληρές συνθήκες, προσπαθώντας να ζωντανέψουμε στη σκηνή τον σωτήριο λόγο του Μπρεχτ. Αποκτάνε ουσιαστικό περιεχόμενο και τα λόγια του παλιού εκείνου διδασκάλου, που δίδασκε στη φτωχολογιά ότι είναι πιο εύκολο να περάσει η κάμηλος από την τρύπα της βελόνας, παρά ο πλούσιος από την πόρτα του παραδείσου. Η παράσταση αυτή είναι πολιτική πράξη. Είναι μια αγωνιστική δράση των καλλιτεχνών του θεάτρου. Θέλουμε να δείξουμε και εμείς ότι γνοιαζόμαστε και δεν αδιαφορούμε για όσα συμβαίνουν σήμερα στον δικό μας λαό.
Το αποτέλεσμα είναι συλλογικό και οφείλεται σε όλους τους συντελεστές. Ανήκει στους ηθοποιούς, τους μουσικούς, τους τεχνικούς και σε όλους, όσοι συνέβαλαν σε αυτήν την παράσταση. Παλιοί και νέοι συνάδελφοι, με τον ενθουσιασμό, την ευαισθησία και τις ικανότητές τους, σήκωσαν στην πλάτη τους αυτό το μεγάλο έργο. Είμαι υπερήφανος, που συναντήθηκα μαζί τους.
Πού επικεντρώνετε το σκηνοθετικό σας βλέμμα;
Είναι ένα βαθιά ριζοσπαστικό θέατρο, όπου, όπως ο ίδιος ο Μπρεχτ ήθελε, οι ηθοποιοί και οι θεατές συνεργάζονται, με σκοπό την αλλαγή. Οι θεατές δεν είναι παθητικοί καταναλωτές και ευσυγκίνητοι δέκτες εύπεπτου θεάματος, αλλά συμμετέχουν ενεργά και συνδιαμορφώνουν την παράσταση. Γιατί στόχος του «Επικού Θεάτρου» είναι η κοινωνική και όχι η ατομική συναισθηματική δραματική πράξη. Τα πρόσωπα, δηλαδή, δεν συγκινούνται μόνο, αλλά και κρίνουν τα διαδραματιζόμενα. Μέσα από τη συγκίνηση, ο θεατής πρέπει να καταλάβει, να κρίνει και να δράσει.
Συναισθήματα και σκέψεις σας για τον Αφέντη Πούντιλα, που ενσαρκώνετε;
Λέγεται ότι το εύρημα του χυδαίου πλούσιου, που, όταν μεθάει, γίνεται άνθρωπος, το πήρε ο Μπρεχτ από «τα Φώτα της πόλης» του Τσάρλυ Τσάπλιν. Εκεί, ο πλούσιος, όταν είναι μεθυσμένος, αγκαλιάζει τον αλητάκο τον Σαρλώ και τον φιλοξενεί στο μέγαρό του να κοιμηθεί. Το άλλο πρωί, ξεμέθυστος, τον πετάει πάλι στον δρόμο με τις κλωτσιές. Ο Μπρεχτ, ανατρεπτικός πάντα, δίνει άλλη διάσταση στον Πούντιλα, ο οποίος εκπροσωπεί το ίδιο το εκμεταλλευτικό σύστημα. Είτε είναι μεθυσμένος, είτε ξεμέθυστος, εξυπηρετεί πάντα τα συμφέροντά του. Μόνο με το απάνθρωπο πρόσωπο του καπιταλιστικού θηρίου δεν θα μπορούσε να επιβιώσει. Μέσα στους αιώνες της εκμετάλλευσης, κατέκτησε την ικανότητα και την ευελιξία να χρησιμοποιεί και το ανθρώπινο πρόσωπο του μεθυσμένου, για να εκτονώνει τις αντιδράσεις. Το ξεκαθαρίζουν οι γυναίκες από την Κούργκελα: «Δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα με τ’ αφεντικά. Μοιάζουνε μ’ εμάς βλέπεις, μοιάζουνε μ’ ανθρώπους και μας ξεγελάνε. Κι είμαστε πάντα τα θύματα. Αν μοιάζανε με λύκους ή με όχεντρες, θα ήξερε κανείς να φυλαχτεί». Πόσες φορές δεν ακούμε σήμερα, διάφορα φασιστοειδή να μας λένε: «Εγώ είμαι πιο κομμουνιστής από σας, εγώ είμαι φίλος με τους εργάτες μου, τους έχω σαν παιδιά μου». Όλες αυτές οι ωραιολογίες, που ακούμε κατά καιρούς και ανατριχιάζουμε, είναι στην ίδια κατεύθυνση. Το Υπουργείο Δίωξης του πολίτη έγινε Προστασίας του πολίτη, το Υπουργείο Ανεργίας έγινε Υπουργείο Απασχόλησης, με τον μισό πληθυσμό άνεργο. Ο ΣΕΒ και η ΓΣΕΕ κάθονται στο ίδιο τραπέζι, έγιναν κοινωνικοί εταίροι, που σημαίνει ότι οι βιομήχανοι και οι εργάτες είναι ισότιμοι. Μπερδεύεται ο κόσμος και χάνει τον μπούσουλα. Ο Μπρεχτ ξεσκεπάζει όλα τα ψέματα και είναι μεγάλη ικανοποίηση να βλέπεις το κοινό να γεμίζει το θέατρο και να ενθουσιάζεται.
Σε μεγάλη τρικυμία το καράβι της χώρας. Υπάρχει ελπίδα σωτηρίας;
Αλίμονο, αν δεν υπήρχε. Θα σας απαντήσω με ένα ποίημα του Μπρεχτ, που τα λέει όλα:
«Λες: Πολύν καιρό ήλπιζες. Δεν μπορείς άλλο πια
να ελπίσεις.
Ήλπιζες τι;
Πως ο αγώνας θα 'ναι εύκολος;
Δεν είν' έτσι.
Η θέση μας είναι χειρότερη απ' όσο νόμιζες.
Είναι τέτοια που:
αν δεν καταφέρουμε το αδύνατο
δεν έχουμε ελπίδα.
Αν δεν κάνουμε αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας ζητήσει,
θα χαθούμε.
Οι εχθροί μας περιμένουν να κουραστούμε.
Όταν ο αγώνας είναι στην πιο σκληρή καμπή του,
οι αγωνιστές έχουν την πιο μεγάλη κούραση.
Οι κουρασμένοι χάνουν τη μάχη».
Τι μπορεί στις μέρες μας, να αποτελέσει πηγή άντλησης δύναμης;
Η αγωνιστική δράση του λαού μας. Η οργανωμένη πάλη, που όσο θα δυναμώνει, τόσο πιο αποτελεσματική θα γίνεται. Η πηγή της δύναμής μας είναι το λαϊκό μας κίνημα, ο ταξικός αγώνας. Μόνο αν συνταχτούμε μέσα και δίπλα σε αυτόν τον αγώνα του λαού μας, μπορούμε να έχουμε αποτέλεσμα και να αλλάξουμε την κοινωνία. Ο Μπρεχτ παροτρύνει:
«Ξεκίνα!
Πρέπει όλα να τα ξέρεις!
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.
Μάθαινε άνθρωπε!
Προμηθεύσου γνώση, παγωμένε!
Πεινασμένε, άρπαξε το βιβλίο, είν’ ένα όπλο!
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία».
Πώς μπορεί η τέχνη να συνδράμει στους δύσκολους καιρούς μας;
Χρειαζόμαστε μια τέχνη θαρραλέα και επιθετική, που δεν θα περιορίζεται σε εύπεπτα έργα και σε γενικόλογους φθηνούς συναισθηματισμούς, αλλά θα συμμερίζεται και θα συμπαραστέκεται στις αγωνίες του κόσμου και, μέσα από τη συγκίνηση και την ευαισθητοποίηση, θα παράγει σκέψεις και αισθήματα, που θα οδηγούν στην εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ένας φόβος σας;
Δεν φοβάμαι τίποτα, όσο καταφέρνω να στέκομαι μαζί με τους ομοίους μου και να πολεμάω.
Μια ευχή σας για το μέλλον μας;
Γρήγορα ο λαός μας να αποτινάξει από πάνω του την αδιαφορία και την αδράνεια που οδηγούν στην υποταγή, και να πάρει τις τύχες του τόπου στα χέρια του.
Ταυτότητα παράστασης: Μετάφραση: Οδυσσέας Νικάκης, σκηνοθεσία: Κώστας Καζάκος, μουσική - σύνθεση: Διονύσης Τσακνής, σκηνικά - κοστούμια: Φαίδων Πατρικαλάκης, χορογραφία: Κατερίνα Φωτιάδη, φωτισμοί: Θανάσης Σταυρόπουλος, βοηθός σκηνοθέτη: Γιάννης Γούνας. Παίζουν: Κώστας Καζάκος, Θοδωρής Γράμψας, Ντορέττα Παπαδημητρίου, Νίκος Μόσχοβος, Παύλος Ορκόπουλος, Σταμάτης Τζελέπης, Νίκος Χανιωτάκης, Χριστιάνα Μαντζουράνη, Μαρία Τζάνη, Γεωργία Καλλέργη, Ελένη Δαφνή, Βερόνικα Δαβάκη, Εύα Βάρσου, Γιάννης Γούνας. Εργάτες: Ευθύμης Ξυπολητάς, Σταμάτης Τζελέπης, Γιάννης Ζαραφωνίτης, Νίκος Μόσχοβος, Γεράσιμος Σκαφιδάς, Γιάννης Γούνας, Παύλος Ορκόπουλος, Νίκος Χανιωτάκης. Μουσικοί: κιθάρα: Κώστας Μητρόπουλος, ακορντεόν: Γιώργος Τσιατσούλης, κλαρινέτο: Πάρις Θωμόπουλος. Αφηγητής - τραγουδιστής: Διονύσης Τσακνής.
Πληροφορίες:Θέατρο «Τζένη Καρέζη», Ακαδημίας 3 – Αθήνα, τηλ:. 210 3644921, 210 3625520, 210 3636144. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο: 20.00, Κυριακή: 18.00. Τιμές εισιτηρίων: Τετάρτη, Πέμπτη: 15, 10 (φοιτητικό - άνεργοι) ευρώ, Παρασκευή, Σάββατο: 20, 10 (φοιτητικό - άνεργοι) ευρώ.
ΓΙΩΡΓΟΣ Σ.ΚΟΥΛΟΥΒΑΡΗΣ







