Χρήστος Λούλης: «Να φωνάξουμε για τον διπλανό μας»
Ο Χρήστος Λούλης μιλά αποκλειστικά στο click@Life για τον συντηρητισμό της νέας γενιάς, για την ποιότητα της ελληνικής τηλεόρασης, για την οικονομική κρίση που χτύπησε και το θέατρο και αποκαλύπτει σε ποιο σημείο οι ρόλοι του συναντιούνται με την πραγματική ζωή.
Ο Κλίνδωρ, ένας επαναστάτης με αιτία, εγκαταλείπει την καταπιεστική μητέρα του για να ακολουθήσει τα όνειρά του. Αυτός είναι ρόλος που ενσαρκώνει φέτος ο Χρήστος Λούλης στην παράσταση «Φρεναπάτη» του Πιερ Κορνέιγ που παρουσιάζεται στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μαυρίκιου. Ο Χρήστος Λούλης αποκαλύπτει στο click@Life σε ποιο σημείο οι ρόλοι του συναντιούνται με την πραγματική ζωή.
Τι συμβολίζει για εσάς ο ρόλος που υποδύεστε στη «Φρεναπάτη»;
Ο Κλίνδωρ δεν θέλει να βρει το δρόμο του παρέα με τις φιλοσοφικές σπουδές και την επιστήμη. Θέλει να βρει το δρόμο του εμπιστευόμενος το σώμα του και τα όνειρά του. Διερευνά τον ίδιο του τον εαυτό, διερευνά τη ζωή που τον περιμένει, αν ακολουθήσει το σώμα του. Για μένα όλο αυτό λειτουργεί ως συμβολισμός και σε σχέση με την εποχή μας. Θεωρούμε ότι η πρόοδος και η άνοδος είναι μόνο υλική και όχι πνευματική, ενώ δεν μας ενδιαφέρει καν να ζούμε σε ένα καλό σώμα, με την έννοια της υγείας. Ούτε καν αυτό.
Το έργο θίγει το χάσμα των γενεών και τα όρια της εξουσίας των γονέων. Ποιες εμπειρίες σας ανακαλείτε για να ενσαρκώσετε τον επαναστατημένο νεαρό;
Όλοι έχουμε περάσει τη φάση της επανάστασης απέναντι στους γονείς μας. Δεν έφυγα από το σπίτι, δε γύρισα τον κόσμο και δεν άλλαξα ένα κάρο δουλειές, σαν τον ήρωα του έργου, αλλά όπως όλοι, λιγότερο ή περισσότερο, έκανα την επανάσταση μου απέναντι σε αυτό που θεωρούσα παλιό. Έψαξα να βρω τα θέλω μου και σε αυτή τη διαδικασία χρειάστηκε να εμπιστευτώ μια τρέλα. Ας την πούμε τρέλα. Κάτι που εν πάση περιπτώσει σε κάνει να νιώθεις ότι χορεύεις στην άκρη ενός γκρεμού. Αυτή την αίσθηση του επικίνδυνου χορού προσπάθησα να ανακαλέσω κάνοντας αυτό το έργο.
Ποιες ιδιαιτερότητες παρουσιάζει ο Κλίνδωρ;
Υποδύομαι έναν ήρωα με πολύ μεγάλες αντιφάσεις. Τα δύο άκρα του διαδέχονται το ένα το άλλο μέσα σε μια σκηνή. Οπότε προσπάθησα να μην τον δικαιολογήσω, να μην καταλάβω τι είναι αυτό που τον ωθεί να λειτουργήσει έτσι. Απλά προσπάθησα να το κάνω, χωρίς να το κριτικάρω καθόλου. Νομίζω πως αυτό μάλλον πρέπει να κάνουμε, ή κάνουμε, όταν είμαστε στη φάση που δεν μας αρέσει η ζωή μας και θέλουμε να την αλλάξουμε. Πιστεύω πως είναι μια κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος δε σκέφτεται και κάνει απλά αυτό που έχει ανάγκη να κάνει.
Και ένα σχόλιό σας για «το θέατρο μέσα στο θέατρο», ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει τον Κορνέιγ;
Αυτό είναι κάτι που χαρακτηρίζει και τον Μαυρίκιο. Και νομίζω πως ο Μαυρίκιος κάνει τέτοια έργα, του αρέσει να ασχολείται με αυτό, με την απάτη που είναι η μάσκα πάνω στη μάσκα, πάνω στη μάσκα...
Με αφορμή τη «Φρεναπάτη» και τη νεανική εξέγερση προς την οικογένεια, θα ήθελα να σας ρωτήσω ποια εικόνα έχετε σχηματίσει για τη νέα γενιά σήμερα.
Κάθε νέα γενιά έχει πολλούς λόγους να είναι επαναστατική όσο η προηγούμενη. Τουλάχιστον από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά που όλα αλλάζουν πολύ γρήγορα. Αλλά έχω την αίσθηση ότι η σημερινή νέα γενιά, είναι πιο πολύ συντηρητική, παρά θέλει να αλλάξουν τα πράγματα. Θυμώνει, επειδή όλα πάνε από το κακό στο χειρότερο και σαν αντανακλαστικό της βγαίνει η συντήρηση: δηλαδή να κρατήσουμε αυτό που είχαμε χθες, να κρατήσουμε αυτό που είχαμε πέρυσι, γιατί κάθε αύριο και μεθαύριο της φαίνεται χειρότερο και είναι χειρότερο. Παλιά οι νέοι ήθελαν να αλλάξουν τα πάντα επειδή ήταν αισιόδοξοι ότι η αλλαγή θα φέρει κάτι καλό. Σήμερα θέλουν να μείνουν όλα τα ίδια, γιατί κάθε «διόρθωση» ή αλλαγή τους φαίνεται προς το χειρότερο. Και δεν τους αδικώ.
Είναι η δεύτερη φορά που συνεργάζεστε με τον Δημήτρη Μαυρίκιο στο Εθνικό. Θα λέγατε ότι πλέον έχετε κωδικοποιήσει τις απαιτήσεις του;
Οποιαδήποτε επαγγελματική και καλλιτεχνική σχέση, κάθε φορά περνάει από την ίδια περίοδο γνωριμίας και σπασίματος του πάγου, γιατί ο άνθρωπος αλλάζει. Η κοινή βάση βέβαια παραμένει, έχω μια ιδέα για το ποιο είναι το αισθητήριο του και τι θέλει να κάνει στο τέλος, κι εκείνος έχει μια ιδέα για το τι προσπαθώ να κάνω στο ρόλο. Τα όρια μεταξύ του τι ξέρω, τι θέλω, τι νομίζω, τι είναι αλήθεια ή ψέμα, δεν είναι καθόλου απτά, αλλά ρευστά και νεφελώδη. Μέσα σε αυτά τα όρια δουλεύουμε πάνω στη Φρεναπάτη. Όμως είναι κάτι που συμβαίνει πάντα και δεν αφορά μόνο τον Δημήτρη Μαυρίκιο.
Τον Δεκέμβριο θα ανέβει στο Εθνικό και ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου, κι εσείς θα ενσαρκώσετε το ρόλο του Κριστιάν. Μπορείτε να μας μιλήσετε για την προετοιμασία της νέας παράστασης;
Για μένα είναι πιο πολιτικό έργο σε σχέση με τη «Φρεναπάτη». Ο Σιρανό μιλά συγκεκριμένα για το τι δεν του αρέσει, τι υπηρετεί την αλήθεια, το πνεύμα, τη γενναιοδωρία ενώ παράλληλα στηλιτεύει τη βλακεία, την υποκρισία και την τσιγκουνιά. Είναι βέβαια ακόμη νωρίς και δεν έχω ακόμη σαφή εικόνα για το πώς θα διαμορφωθεί τελικά η παράσταση. Στις πρόβες συμμετέχουν και παιδιά που μόλις τελείωσαν τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου και τα αφήνουμε να μας τραβήξουν στο δικό τους παιχνίδι, εμάς τους πιο...επαγγελματίες (με την κακή έννοια του όρου). Εμείς έχουμε χρόνια επαγγέλματος πίσω μας ενώ αυτά τώρα βγαίνουν με μια φρεσκάδα και προσπαθούμε όλοι μαζί να παίξουμε ένα παιχνίδι το οποίο δεν ξέρουμε ακόμη πού θα μας βγάλει. Προσπαθούμε λιγάκι, αυτό τον δονκιχωτισμό του Σιρανό να τον εφαρμόσουμε και στην πρόβα μεταξύ μας αλλά και στην καθημερινότητά μας. Είναι δύσκολο, αλλά πολύ ενδιαφέρον.
Πώς αντιλαμβάνεστε τον ρόλο του Κριστιάν που αναθέτει στον Σιρανό να γράψει για να συγκινήσει την κοπέλα με την οποία είναι ερωτευμένος;
Ο Κριστιάν δεν είναι ο χαζός της υπόθεσης, αλλά αυτός που δεν έχει εύκολα τα λόγια. Είναι ευαίσθητος, έξυπνος, γενναίος, ερωτεύεται, αλλά δεν μπορεί να εκφραστεί. Σε σχέση με τον Σιρανό, ο οποίος είναι άσχημος αλλά ποιητής, έχει αυτή την αναπηρία. Σκεφτόμουν πριν λίγες μέρες ότι ίσως το να μπορείς να εκφραστείς είναι το πιο σημαντικό ταλέντο. Ένας άνθρωπος μπορεί να έχει πολλά θετικά στοιχεία και χαρίσματα αλλά αν δεν μπορεί να τα εκφράσει ή να τα προβάλλει...
Και ειδικά σήμερα...
Ναι, ειδικά σήμερα αλλά νομίζω ότι ίσχυε ανέκαθεν. Ανθρωποι είμαστε, από τους ανθρώπους επηρεαζόμαστε. Μπορεί κάποιος να είναι πιο καλός γιατρός από έναν άλλον, αλλά επειδή ο άλλος χαμογελά συνεχώς, μας κάνει και αισθανόμαστε καλύτερα, με αποτέλεσμα να νομίζουμε ότι είναι καλύτερος. Ανθρωποι είμαστε και δε μπορώ να πω ότι και το χαμόγελο του γιατρού δεν έχει νόημα και αξία. Και δεν κάνει το ίδιο καλό σε έναν ασθενή.
Τι σηματοδοτεί για εσάς το Εθνικό Θέατρο ως χώρος και ως ρεπερτόριο;
Δεν ανήκω στους πολύ επαναστάτες, πιστεύω ότι το Εθνικό Θέατρο έχει λόγο ύπαρξης. Υπάρχει η ανάγκη της θεσμοθετημένης κρατικής σκηνής που να απασχολεί τους καλύτερους ηθοποιούς και σκηνοθέτες του είδους. Για μένα το Εθνικό δεν πρέπει να έχει άμεση ανάγκη από τα εισιτήρια. Όχι να τα σνομπάρει, πάντα πρέπει να απευθύνεται τον κόσμο. Αλλά πρέπει κυρίως να δίνει τη δυνατότητα και σε όσους δεν εκφράζονται από το κυρίαρχο ρεύμα του θεάτρου ή της τηλεόρασης, να πάνε να δουν κάτι άλλο. Δεν λέω ότι το πετυχαίνει πάντα. Κανένας δεν πετυχαίνει το σκοπό του πάντα, αλλά είναι μια συγκυρία που αυτή τη στιγμή με τον Γιάννη Χουβαρντά διευθυντή, με το ρεπερτόριο που επιλέγει ο ίδιος, με τους ανθρώπους που καλεί να δουλέψουν, εμένα με εκφράζει. Πιστεύω ότι έχει θέση σε αυτό που συμβαίνει σήμερα στο θέατρο και στην καλλιτεχνική δημιουργία γενικότερα.
Θα επιστρέψετε στην τηλεόραση και ποια είναι τα σχέδιά σας για τον κινηματογράφο;
Ο κινηματογράφος μου αρέσει πάρα πολύ και συμμετέχω σε ταινίες, όταν μπορώ, γιατί τίθεται και ένα ζήτημα χρόνου, όταν παίζεις συνέχεια στο θέατρο. Στην τηλεόραση τώρα…Κοιτάξτε, για να επιστρέψεις κάπου πρέπει να το θέλουν και οι δύο. Να το θέλεις και εσύ , να σε θέλει και ο άλλος. Έτσι κι αλλιώς τώρα η τηλεόραση είναι σε μια κατάσταση που δε γίνεται τίποτα σχεδόν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η κρίση έχει χτυπήσει και εκεί...
Πλέον δίνουν έμφαση στα reality shows και στις χαμηλού κόστους παραγωγές
Ναι, κάνουν πράγματα στα οποία εγώ δεν μπορώ να συμμετέχω. Και η αλήθεια είναι ότι δεν χτυπάει κάθε μέρα το τηλέφωνό μου για να μου ζητήσουν να παίξω στην τηλεόραση. Αλλά και αν χτυπούσε, θα το σκεφτόμουν. Απλά δεν μπαίνω στη διαδικασία γιατί έχουν να μου το ζητήσουν εδώ και δύο χρόνια περίπου.
Για να κλείσουμε με την καθιερωμένη ερώτηση, ποια είναι γνώμη σας για τη γενικότερη κρίση, την οικονομική, την κοινωνική, την πολιτισμική;
Η όλη κατάσταση είναι πολύ δύσκολη, με την έννοια ότι πρέπει να έχουμε ταυτόχρονα στις μασχάλες μας δύο καρπούζια. Από τη μια, πρέπει να αλλάξουμε ως λαός, να χρειαζόμαστε λιγότερα από όσα νομίζουμε ότι χρειαζόμαστε, να γίνουμε πιο τίμιοι και επαγγελματίες. Και από την άλλη πλευρά, πρέπει να ελέγχουμε το ποιος μας λέει ψέματα και ποιος είναι ανίκανος, για μην τον ξαναψηφίσουμε επιτέλους. Δεν μπορεί να κατηγορούμε μόνο τους πολιτικούς (που σαφώς και φταίνε) γιατί κάποιος τους βάζει εκεί πέρα. Τώρα γίνεται αυτό με το Βατοπέδι, ας πούμε. Μας λένε ότι δεν υπάρχει και καλά ζημιά. Δεν καταλαβαίνω, πάνε να τα κουκουλώσουν; Αν δεν υπάρχει πραγματικά ζημιά, τότε τι μας έλεγαν πριν; Δηλαδή κάποια στιγμή πρέπει τις τηλεοράσεις και τις εφημερίδες που νομίζουμε ότι μας ταΐζουν πίτουρα, να τις τιμωρήσουμε. Να κλείσουμε την τηλεόραση και κάτι να κάνουμε.
Τι να κάνουμε δηλαδή;
Αντί να βγαίνουμε στο δρόμο μόνο κάθε φορά που μας κόβουν τα επιδόματα, να βγούμε στο δρόμο και να απαιτήσουμε και άλλα πράγματα που δεν έχουν σχέση μόνο με τα χρήματα. Στη Νότια Κορέα για παράδειγμα, όταν η κυβέρνηση απέσυρε ένα μέτρο για την προστασία της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής, οι νέοι κατέβηκαν στο δρόμο. Οκ, σημαντικά είναι τα λεφτά που παίρνουμε, ο μισθός και ο πολύ στενός μας κύκλος, αλλά πρέπει να ξέρουμε ότι δε θα αλλάξει τίποτα στη ζωή μας αν δεν αλλάξει και στου διπλανού τη ζωή. Πρέπει να βγω να φωνάξω, για τον διπλανό μου αν θέλω να αλλάξει και η ζωή η δική μου. Γιατί αν βγαίνω μόνο για μένα δε θα με ακούσει κανένας. Κι επίσης χρειάζεται κάποια στιγμή να μπορούμε να μιλάμε για πατριωτισμό χωρίς να ντρεπόμαστε...
ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ







