Κριτική: «Βουτιά» στα σπλάχνα της κοινωνίας

aristos
ΔΕΥΤΕΡΑ, 21 ΜΑΙΟΥ 2018

Από την Ελένη Πετάση.

Είναι σημαντικό να απολαμβάνουμε τρεις ιδιαίτερα καλές ερμηνείες στην ίδια παράσταση. Και μάλιστα σε μια λιτή, επιδέξια συντονισμένη παράσταση (σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου) που παρουσιάζεται, χωρίς σκηνοθετικά τερτίπια και σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές σ’ έναν μικρό υπόγειο χώρο, όπως αυτόν του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Γιατί το βάρος της αναβίωσης ενός δυσοίωνου κόσμου, που ξεφυτρώνει αναπάντεχα από το παρελθόν, πέφτει στους ώμους αυτών των τριών εξαιρετικών ηθοποιών (Ελένη Ουζουνίδου, Μιχάλης Οικονόμου, Γιώργος Χριστοδούλου).

Ο «Αρίστος» - κύριο πρόσωπο στο μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη «Ο γύρος του Θανάτου» (2010) και τώρα αόρατος πρωταγωνιστής στη σκηνική του μεταφορά  (δραματουργική επεξεργασία Θεοδώρας Καπράλου) - δε είναι άλλος από τον Αριστείδη Παγκρατίδη, τον περιβόητο δράκο του Σέιχ Σου που έδρασε στη Θεσσαλονίκη βιάζοντας και σκοτώνοντας τα θύματα του στο ομώνυμο δάσος πάνω από την πόλη. Η σύλληψή του συνέπεσε με τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη αλλά παρόλη τη μεγάλη δημοσιοποίησή της δεν κατάφερε να την υποβαθμίσει.

Στη συνέχεια ακολούθησε μια δίκη δίχως επαρκή στοιχεία και η εκτέλεσή του (1968), αποκαλύπτοντας με τη σειρά της το ανεξέλεγκτο παρακράτος σε όλο του το μεγαλείο. Ο ίδιος, αναθεωρώντας την αρχική του κατάθεση -που προήλθε μετά από εκτενή βασανιστήρια- ισχυριζόταν μέχρι τέλους την αθωότητά του. Και τώρα μια σειρά από μαρτυρίες επιβεβαιώσουν την απεγνωσμένη κραυγή του.

Οι ηθοποιοί που υποδύονται τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του αλλάζουν ρόλους. Από τη μια η πάμφτωχη χαροκαμένη μάνα (Ελένη Ουζουνίδου) -και αργότερα λαϊκή τραγουδίστρια- αφηγείται την ταραγμένη εφηβεία του παιδιού που «δεν το πρόσεξε, δεν το χάιδεψε... μονάχος του μεγάλωσε». Από την άλλη ο παιδικός του φίλος (Γιώργος Χριστοδούλου) μιλά για την παραβατικότητά του αλλά ταυτόχρονα για την αθώα του ψυχή. Και έπειτα ερμηνεύει ένα χαμένο κορμί που, για να αποκτήσει το περίπτερο του ως «δήθεν ανάπηρος πολέμου», γίνεται χαφιές. Τέλος, είναι εκείνος ο καθαρευουσιάνος συμβολαιογράφος -που θεωρεί ότι «...δεν είναι δυνατόν να ψεύδουσι οι αρχαί»- ο οποίος ύστερα μεταμορφώνεται σε τραβεστί (Μιχάλης Οικονόμου) και, ενώ τραγουδά ένα βαρύ ζεϊμπέκικο του Καζαντζίδη, ξεσκεπάζει τις σκοτεινές πλευρές του Αρίστου καθώς τον κακόμοιρο «τον μπάσανε από μικρό στο κόλπο... είχε γίνει νταμιρατζής...», εκδίδονταν για ένα πιάτο φαΐ. Αλλά «...άλλος φταίει και άλλος πληρώνει... δεν πίστεψα τίποτα...».

Το κείμενο του Κοροβίνη, έχοντας ως εργαλείο μια καταπληκτική διαχείριση της γλώσσας, βυθίζεται στα σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας και η διασκευή του -εκτός από τον υπερβολικά μεγάλο μονόλογο του τέλους- το δικαιώνει.

Ελένη Πετάση / [email protected]