Kριτική θεάτρου: «Κρίμα που είναι πόρνη»
Η ιακωβιανή τραγωδία ξετυλίγεται μέσα σε ένα εφηβικό δωμάτιο, με σύγχρονα πόστερ, αντί βαρύγδουπων πινάκων.
Τολμηρό κείμενο με κινηματογραφική γλώσσα, χαρακτηρίζει η Ελένη Πετάση το έργο «Κρίμα που είναι πόρνη» του Τζον Φορντ, το οποίο ανέβηκε για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Ένας κόσμος βίαιος, αιματοβαμμένος, παραδομένος στο ροκάνισμα του καθολικού συντηρητισμού με διαστρεβλωμένα πάθη, που η γέννησή τους συνοδεύεται μοιραία από αμείλικτη τιμωρία.
Ένας κόσμος αυταρχικός και χειραγωγικός, με ρίζες στο 17ο αιώνα, ξαναζωντάνεψε στην εποχή μας από τη βρετανική θεατρική ομάδα Cheek by Jowl, χρησιμοποιώντας ως μέσο το εμβληματικό δράμα του Τζον Φορντ, «Κρίμα που είναι πόρνη».
Γραμμένο στα 1633, επηρεασμένο από το Σαίξπηρ -σαν μια κολασμένη εκδοχή του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα»- και τοποθετημένο στην Ιταλία, αφηγείται τον παράφορο έρωτα της Αναμπέλα με τον αδελφό της Τζιοβάνι και την τραγική τους κατάληξη.
Η αιμομιξία, θέμα ταμπού που διατρέχει τους αιώνες (παρότι το έργο ήταν δημοφιλές όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, στη συνέχεια περιθωριοποιήθηκε και ειδικά στην Ιταλία απαγορεύτηκε έως τα μέσα του 20ού αιώνα), γίνεται εδώ το κλειδί για να σχολιαστούν οι μηχανισμοί μιας σαθρής κοινωνίας, που δεν απέχει και πολύ από τους σημερινούς κλυδωνισμούς της.
Έχοντας αυτό το ερέθισμα, οι Cheek by Jowl, δηλαδή ο σκηνοθέτης Nτέκλαν Ντόνελαν και ο στενός του συνεργάτης, ο σκηνογράφος, Nικ Ορμεροντ, σαρωτικοί σαν ταύροι σε υαλοπωλείο, ερωτοτροπώντας με την κινηματογραφική γλώσσα και προχωρώντας σε αναγκαίες περικοπές, μετέφεραν το τολμηρό κείμενο στο σήμερα, δίνοντάς του μια ποπ χροιά. Και όχι μόνο. Η διαπεραστική μουσική του Νικ Πάουλ κινήθηκε δραστικά από τη ροκ στην ντίσκο, μέχρι τη δυτική εκκλησιαστική πολυφωνία, με κορύφωμα την ψαλμωδία Corpus Corpi, που υψώθηκε στις στιγμές των σεξουαλικών περιπτύξεων (υπαινιγμός για το ενοχικό σύμπλεγμα που εκπέμπει η εκκλησία), ενώ οι γρήγοροι ρυθμοί και η ιδιαίτερα καλοδουλεμένη χορευτική υφή της παράστασης, πέτυχαν τη δημιουργία μιας εκρηκτικής ατμόσφαιρας.
Από την άλλη, η ιακωβιανή τραγωδία ξετυλίχτηκε μέσα σε ένα εφηβικό δωμάτιο με σύγχρονα πόστερ, αντί βαρύγδουπων πινάκων, lifestyle περιοδικά, αντί εργόχειρων, και γύρω από ένα κρεβάτι με πορφυρά σεντόνια, όπου η νεαρή φιλάρεσκη Αναμπέλα, ημίγυμνη, υποδεχόταν ορδές κοστουμαρισμένων μνηστήρων, τον εραστή-αδελφό της, την προστατευτική της παραμάνα - μέτοχο στη συγκάλυψη των ένοχων πράξεών της, το σύζυγο που υποχρεώθηκε να πάρει για να κρύψει την αμαρτωλή εγκυμοσύνη της και όλους όσοι μπλέχτηκαν στην άγρια ιστορία της.
Αυτή η κρεβατοκάμαρα έγινε μάρτυρας ευτυχισμένων στιγμών, γάμων, χορών, ναρκωτικών, οργίων, βασανιστηρίων, ακρωτηριασμών και θανάτων.
Ωστόσο, οι βάναυσες σκηνές αποδυναμώθηκαν (οι περισσότερες διεξήχθησαν στο διπλανό λουτρό), η επέλαση του άνομου και του χυδαίου δεν σόκαρε, οι διεκδικητές πήραν την εύπεπτη μορφή των go go boys, τα εγκλήματα είχαν βιντεοκλιπίστικη αισθητική, η υψηλή ενέργεια αντικατέστησε τη βαθύτητα και το εσκεμμένο κιτς λειτούργησε ως σχόλιο, που απογειώθηκε με την Αναμπέλα ως μια άλλη Μαντόνα, φορώντας άσπρη μαντίλα και λαμπυρίζον φωτοστέφανο.
Η παραγωγή ήταν άψογη, όποιες αντιρρήσεις κι αν εγείρει. Εξάλλου, ο Ντέκλαν Ντόνελαν πιστεύει σε ένα θέατρο ζωντανό και αυτό το πέτυχε απολύτως, προτείνοντας μια καθ' όλα τεκμηριωμένη, ενδιαφέρουσα άποψη. Οσο για τους ηθοποιούς του, χρησιμοποίησαν με ευκολία την ιδιότροπη γλώσσα του Φορντ, διέθεταν έξοχη κινησιολογία (εξίσου έξοχα χορογραφημένη) και ερμήνευσαν με ρεαλισμό τους ήρωες, χωρίς να ξεφύγουν ούτε στιγμή από το μέτρο ή να καταφύγουν σε υπερφίαλους μελοδραματισμούς.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]







