Κριτική:«Το Φαγητό» και η τελετουργία της κατανάλωσης στο ΙΜΚ

to-fagito
ΤΕΤΑΡΤΗ, 28 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018

Ο λόγος της Λαϊνά στοιχειώνει την παράσταση, τους συντελεστές της και το κοινό.

Με ιδιαίτερη σκηνοθετική και ερμηνευτική προσοχή ανεβαίνει στον ειδικά διαμορφωμένο υπόγειο χώρο του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης ο θεατρικός μονόλογος της ποιήτριας Μαρίας Λαϊνά «Το Φαγητό». 20 χρόνια μετά την κυκλοφορία του το κείμενο αφήνεται στα χέρια του σκηνοθέτη Δημήτρη Λιόλιου ο οποίος προσεγγίζει το κείμενο με το μόνο αποδεκτό τρόπο, απλά. Απλό στήσιμο, ήσυχες και εκφραστικές ερμηνείες, λίγες έως καθόλου παρεμβάσεις, όλο το βάρος στο λόγο.

 «Αν της αγάπης η αγάπη είναι τροφή»
Ο πυκνός μονόλογος της Λαϊνά συνδυάζοντας τη μοναξιά με την τρέλα αφορά τον παραληρηματικό στοχασμό ενός ανθρώπου πάνω στην τέχνη της βουλιμίας της κατανάλωσης και του φαγητού. Ένας στοχασμός καλά μελετημένος που χρησιμοποιεί όρους από την καθημερινή ζωή, όπως το φαγητό, το τραπέζι και τα μαχαιροπίρουνα, για να καταλήξει μια σπουδή πάνω στην ψυχασθενικά άρρωστη ανθρώπινη φύση- και το έγκλημα.

Μόνιμα πεινασμένος ο άνθρωπος  αναζητά συνεχώς την τροφή. Μόνιμα βουλιμικός ο άνθρωπος αναζητά συνεχώς αυτό που δεν μπορεί να χορτάσει. Και μόνιμα διαστροφικός το καταναλώνει. Καταναλώνει όσο μπορεί γιατί νομίζει ότι «το φαγητό είναι σαν την αγάπη ακόρεστο, σαν την αγάπη που δεν τελειώνει ποτέ». Και καταναλώνει το ίδιο πολύ, ανθρωποφαγικά, την αγάπη. Την αγάπη που είναι ακόρεστη. Μόνο που (και) αυτή τη φορά το γεύμα του ο ήρωας το μοιράζεται με κάποιον άλλο. Η απόλυτη απόλαυση είναι ανέφικτη. Γιατί η απόλυτη κατανάλωση είναι ανέφικτη. Μένει μόνο η πείνα, η με εμμονικούς όρους πείνα. Και αφού όλα έχουν φαγωθεί, οι άλλοι, ο χρόνος, η αγάπη, ο άνθρωπος στρέφεται στον εαυτό του.

«Σπάνια στη ζωή μου αισθάνομαι»
Μέσα από αυτό το χειμαρρώδη μονόλογο που δύσκολα χωνεύει κανείς, ο Δημήτρης Λιόλιος καταφέρνει να διακρίνει δύο διαφορετικές αφηγήσεις τοποθετώντας έτσι πάνω στην εξαιρετικά απλή σκηνή δύο ήρωες, δύο εαυτούς που εναλλάσσονται και ανταγωνίζονται με κοστούμια (Κοστούμια: Απόστολος Μητρόπουλος) που έχουν άποψη και σίγουρα λένε πως κάτι εδώ δεν πάει καλά τη στιγμή που όλα μοιάζουν να είναι εντάξει. 

Οι ήρωες και ο λόγος τους είναι το νόημα, η παράσταση και η σκηνή.

Ο ένας καθηγητής και σπουδαστής της κατανάλωσης μοιράζεται τις σκέψεις του σαν παρουσιαστής υπό τη μορφή κανόνων γιατί εκείνος ξέρει. Ξέρει ότι «το μυστικό με το φαγητό είναι ότι πρόκειται για μια διαδικασία που μας ταπεινώνει» ή ότι «η στάση του κορμιού έχει σημασία» ή ότι «άμα σε ενδιαφέρει το φαγητό πρέπει να διώχνεις από το μυαλό σου οποιαδήποτε σκέψη εκείνη την ώρα». Έχει μελετήσει, είναι απόλυτος και καταλήγει πως δεν αξίζει σε όλους να τρώνε. Αυτός είναι ο Σταύρος Λιλικάκης, αλέγρος, πειστικός, εκφραστικός.

Ο άλλος συναισθηματικός, με λογικό ειρμό αλλά γεμάτος ενοχές για μια ευθύνη που δεν αναλαμβάνει, βρίσκεται σε κατάσταση πένθους και προσεγγίζει ερωτικά το φαγητό του. «Αγάπη μου είπα. Μοναδική μου αγάπη. Έζησα μόνος όλη τη ζωή μου και τώρα όχι άλλο, πια άλλο όχι». Αυτός είναι ο Δημήτρης Λιόλιος με παρουσία πάνω στη σκηνή πιο διακριτική από την ύπαρξη του Λιλικάκη, πιο σπαρακτική.  Γι’ αυτό η έκρηξή του επισκιάζει τον άλλο, το δυνατό.

Τους δύο ηθοποιούς συντροφεύει μουσικά επί σκηνής ο μουσικός Αλέξανδρος Κυριακάκης με μουσικές που κυμαίνονται από απλές νότες  μέχρι μελωδίες που συνθέτει ο ίδιος για την παράσταση. Οι νότες άλλοτε προηγούνται, άλλοτε έπονται και άλλοτε πέφτουν στη μέση μιας σημαντικής φράσης, ενώ όσο προχωράει η ώρα και η ένταση τόσο η μουσική ντύνει περισσότερη ώρα το λόγο.

Ο χώρος επίσης φαντάζει ιδανικός για να στεγάσει αυτό το δείπνο των δύο που θα τους ταπεινώσει. Στο υπόγειο του Ιδρύματος, σκοτεινό, με ελάχιστες σκηνικές κατασκευές, δύο καρέκλες και ένα ιδιαίτερο τραπέζι στο πράσινο χρώμα (Ειδικές Κατασκευές Σκηνογραφίας- Εικονογράφηση: Όλγα Μαυρομάτη).

Αυτό το πράσινο ντύνει τέλος συχνά και το φωτισμό (Φωτισμοί: Δημήτρης Μπαλτάς), μιας και τα φώτα παίρνουν τρία χρώματα στην παράσταση, το πράσινο που «είναι αηδιαστικό γιατί μιμείται, πάει να μιμηθεί τη φύση», το κόκκινο σαν το κόκκινο αίμα που «μένει μέσα μας και μας δυναμώνει» και το κίτρινο. Όταν πάλι έχουν το λευκό χρώμα, τα φώτα λειτουργούν σαν προβολείς που πέφτουν πάνω στα πρόσωπα των ηρώων με ένα κινηματογραφικό τρόπο που μας κάνει να πιστεύουμε πως εκμυστηρεύονται κάτι.

Info
Έως 11 Δεκεμβρίου
Δευτέρα- Τρίτη 21:30
Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης
Προπώληση: ticketservices.gr
www.facebook.com/tofagito.gr

ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]