Κριτική: «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;»

poios-fobatai-ti-birtzinia-goulf
ΤΕΤΑΡΤΗ, 19 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018

Από την Ελένη Πετάση.

Σε μια πρώτη ανάγνωση, το παρθενικό, κανονικής διάρκειας έργο του Έντουαρντ Άλμπι «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;» (πρωτοπαίχτηκε το 1962), μοιάζει με μια σύγχρονη συζυγική τραγικωμωδία όπου το μίσος συνορεύει με την αγάπη, η αγάπη ταυτίζεται με την τοξική εξάρτηση και η δηλητηριώδης αντιπαλότητα συντηρεί τις ενδοοικογενειακές σχέσεις.

Ωστόσο, ο σπουδαίος μεταπολεμικός ανανεωτής του θεάτρου δεν περιορίζεται στις άγριες αποκαλύψεις του αποτυχημένου καθηγητή Τζορτζ, της φιλόδοξης γυναίκας του Μάρθας και των νεαρών καλεσμένων τους κατά τη διάρκεια μιας οργιώδους νύχτας λουσμένης στο αλκοόλ. Ούτε ενδιαφέρεται να αναδείξει μόνο τον αλληλοσπαραγμό τους που, αποκαλύπτοντας ψευδαισθήσεις περιτυλιγμένες σε ζωτικά ψεύδη - με κυρίαρχη την επινόηση ενός φανταστικού παιδιού- και δολοφονώντας τις αυταπάτες, φτάνει στην αυτογνωσία και την κάθαρση.

Αν και δίνει ένα ελπιδοφόρο μήνυμα στο τέλος, το θηριώδες κείμενο του Άλμπι ανοίγει ταυτόχρονα τις πύλες της κολάσεως που οδηγούν με ωρολογιακή ακρίβεια στη συντριβή του αμερικανικού ονείρου -  στην αποκαθήλωση μιας, εντέλει, παγκόσμιας ουτοπίας από τότε (και δυστυχώς) μέχρι σήμερα. Κατ' επέκταση το έργο του μπορεί να διαβαστεί ως μία καταγγελία ενάντια στην υποκρισία, τη διολίσθηση του ήθους, τη βία, την άνιση μάχη με τον εαυτό. 'Η σαν την αδιέξοδη τραγωδία του Δυτικού Πολιτισμού.

Το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» έλκει την καταγωγή του από τον Αύγουστο Στρίνμπεργκ (Ο χορός του θανάτου), ενώ ο τίτλος του αφενός αναφέρεται στην αυτόχειρα συγγραφέα και αφετέρου παραφράζει το τραγουδάκι «Who is afraid of the Big Bad Wolf?» από την ταινία του Walt Disney «Τα τρία γουρουνάκια». Τραγούδι που χρησιμοποιείται στην έναρξη της παράστασης (διασκευή του Blaine Reininger) την οποία υπογράφει η Μαρία Πανουργιά στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.

Η ενδιαφέρουσα πρότασή της διατηρεί μια επίφαση ρεαλισμού που διανθίζεται από συμβολικές και μεταφυσικές αποχρώσεις. Ο ήχος της σιωπής συνδιαλέγεται με την ωμή γλώσσα του Άλμπι (καίρια η μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη) και οι προκλητικές σκηνές πολιορκούν τη μνήμη. Όπως ο συνδυασμός απρέπειας και φροντίδας που εκφράζει κινησιολογικά η Μάρθα (Λένα Κιτσοπούλου), ή η ανεξέλεγκτη ούρηση επί σκηνής της νέας γυναίκας (Στέλλα Βογιατζάκη) ως ακραία ένδειξη φόβου.

Από την άλλη, οι υπερρεαλιστικές εικόνες κορυφώνονται στο ψευδαισθητικό παιχνίδισμα με τις κουρτίνες απ' όπου ξεπροβάλλουν κεφάλια και «ακρωτηριασμένα» μέλη του σώματος, σαν Ερινύες που καταδιώκουν την κατακερματισμένη οικογενειακή ζωή των ηρώων. Στο φινάλε, μέσα στις πτυχές τους «εξαφανίζεται» το κεντρικό ζευγάρι - άποψη της σκηνοθεσίας που μοιάζει να «ανατρέπει» την πιθανότητα να κατακτηθεί η χίμαιρα της ανθρώπινης συνύπαρξης που υπονόησε ο Άλμπι. Πώς να ερμηνεύσουμε, άραγε, τα λόγια που έγραψε στον άνδρα της η Βιρτζίνια Γουλφ λίγο πριν αυτοκτονήσει και τα οποία ηχούν ειρωνικά καθώς τα χρησιμοποιεί η Πανουργιά ως μότο της δικής της παράστασης:

«Δεν νομίζω ότι δύο άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι από όσο υπήρξαμε εμείς».

Σε έναν ουδέτερο, παγωμένο σκηνικό χώρο (Πουλχερία Τζόβα) - ένα άχρονο σαλόνι με ελάχιστα στοιχεία που παραπέμπουν στην εποχή του '60 και με ένα πίνακα στον μοναδικό τοίχο που, όχι τυχαία, απεικονίζει το αιδοίο μιας γυναίκας (αντίγραφο από το έργο «Η προέλευση του κόσμου» του Γκυστάβ Κουρμπέ) - οι ηθοποιοί, μέσα από αλλεπάλληλα νοσηρά «παιχνίδια» με επίκεντρο την αμφίσημη, ανικανοποίητη, σεξουαλική τους ζωή και πάσης φύσεως λεκτικές ταπεινώσεις, κονταροχτυπιούνται μέχρι τελικής πτώσεως. Και είναι αυτή η πυρακτωμένη αναμέτρησή τους που αναζητά σπουδαίες ερμηνείες.

Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης σκιαγραφεί θαυμάσια τον ευνουχισμένο Τζορτζ αποδίδοντας το οξύ, κυνικό χιούμορ του κειμένου χωρίς την παραμικρή επιτίδευση. Η Λένα Κιτσοπούλου διαθέτει την ιδιοσυγκρασία της ηρωίδας και όταν δεν ακολουθεί τη γνωστή μανιέρα της επιτυγχάνει μια καλή ερμηνεία. Ωστόσο, η λαϊκίστικη εκφορά του λόγου που υιοθετεί είναι ξένη προς την αστή ηρωίδα της. Η Στέλλα Βογιατζάκη, διογκώνοντας την υστερική φύση της Χάνι, σχεδιάζει αποτελεσματικά το πορτραίτο-σύμβολο μιας αφελούς ύπαρξης που σωματοποιεί τις απογοητεύσεις της. Η καλοζυγισμένη συμπεριφορά του Γιάννη Παπαδόπουλου αποκαλύπτει  σταδιακά τον οπορτουνισμό που κρύβεται πίσω από το «αθώο» προσωπό του Νικ. Και καθώς σέρνεται γονατιστός, αντιπροσωπεύει τον δουλοπρεπή υπηρέτη του κατεστημένου - ενδιαφέρον εύρημα που θα μπορούσε όμως να εχει λιγότερη διάρκεια όπως και κάποιες άλλες σκηνές της παράστασης.

Ελένη Πετάση - [email protected]