Κριτική: Είδαμε τον «Βυσσινόκηπο» του Άντον Τσέχωφ

bussinokipo Elina Giounanli
ΔΕΥΤΕΡΑ, 07 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019

Από την Ελένη Πετάση.

Ένας κόσμος πεθαίνει και ένας άλλος αναδύεται. Κάποιοι αγκιστρώνονται στο παρελθόν και ο πρωτόγνωρος δρόμος που ανοίγεται μπροστά τους προκαλεί φόβο και οδύνη. Και άλλοι αδράχνουν τις καινούριες ευκαιρίες που γενναιόδωρα  προσφέρονται.

Ο Άντον Τσέχωφ δεν είναι απαισιόδοξος. Σκιαγραφεί με ακρίβεια μια μεταβατική εποχή - από τον 19ο στον 20ό αιώνα - όπου οι σκιές που εισβάλλουν στη ζωή των ηρώων του τη γεμίζουν ταυτόχρονα με καινούριο ήχο.

Μπορεί η ανεδαφική, φιλάρεσκη Λιούμποφ  - που με σχεδόν αφελή παιδικότητα σκιαγραφεί το πορτραίτο της η Θέμις Μπαζάκα - να ζει μετέωρη, σαν ένα φτερό στο αμάλγαμα της μνήμης, μη μπορώντας να αποδεχτεί τις αλλαγές που έρχονται. Καθώς γι' αυτήν ο χρεωμένος Βυσσινόκηπος δεν είναι απλώς ένα υπέροχο αγρόκτημα γεμάτο ανθισμένες βυσσινιές που οφείλει να πουληθεί για να καλύψει το οικονομικό αδιέξοδο. Αλλά ένας ολόκληρος κόσμος συναισθημάτων και χαμένης αθωότητας τον οποίο αρνείται να αποχωριστεί.

Elina Giounanli

Από την άλλη, ο αυτοδημιούργητος Λοπάχιν (έξοχος ο Δημήτρης Λιγνάδης), που προτείνει να τον αγοράσει και να δημιουργήσει εξοχικές κατοικίες προς εκμετάλλευση, δεν αντιπροσωπεύει μόνο τον ανερχόμενο πρώην κολίγο αλλά, σύμφωνα με τον συγγραφέα, είναι ένας αξιοπρεπής έμπορας που, συμπορεύεται με την εποχή του, κοιτώντας την πρακτική πλευρά των πραγμάτων.

Με τον ίδιο τρόπο, εξάλλου, τον παρουσιάζει στην παράστασή του ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Όπως και όλους τους άλλους χαρακτήρες του «Βυσσινόκηπου» (1904) τους οποίους ο Τσέχωφ προσεγγίζει με κατανόηση και χωρίς τη διάθεση κριτικής.

Κατ επέκταση έχουμε, μεταξύ άλλων, τον εξεγερμένο Τροφίμωφ (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος), που οραματίζεται μια δικαιότερη κοινωνία, τον προσκολλημένο στο παρελθόν γέρο Φιρς (Γιώργος Μπινιάρης), τον παρατημένο γαιοκτήμονα Γκάγεφ (Γιάννης Κότσιφας) τη νέα, αισιόδοξη Άνια (Σίσσυ Τουμάση), την προσγειωμένη ψυχοκόρη Βάρια (Κόρα Καρβούνη).

Elina Giounanli

To σπουδαίο κείμενο του Τσέχωφ έχει προβληματίσει τους αναλυτές του και για πολλούς παραμένει «αίνιγμα»: «Είναι νατουραλισμός ή ποίηση; ρεαλισμός ή συμβολισμός; κοινωνικός θρήνος ή προφητεία; κωμωδία ή τραγωδία; ένα πολιτικό κατηγορητήριο ή μια ωδή στην πρόοδο».

'Η απλώς «μια αληθινή κωμωδία υψηλής σοβαρότητας», όπως το χαρακτήρισε ο Αμερικανός κριτικός Ρίτσαρντ Γκίλμαν, που «.... δίνει την αίσθηση ότι έτσι είναι η ζωή, αυτή η χαλαρή, μη προγραμματισμένη, σοβαρο-κωμική συμπεριφορά, χωρίς άμεσα διακριτές αιτίες ή εξηγήσεις».

Στην προκειμένη περίπτωση ο Μαρκουλάκης πλησίασε την παραπάνω άποψη δημιουργώντας ένα ανάλαφρο σκηνικό τοπίο μέσα από το οποίο αφουγκράζεται την ψυχική περιπέτεια των προσώπων του έργου.

Έχοντας ως κομβικό σκηνικό στοιχείο ένα συμβολικό κουκλόσπιτο (σκηνογραφία Αθανασία Σμαραγδή) με διάφορα παιχνίδια τριγύρω - όπως έναν τεράστιο αρκούδο, ένα τόπι-πουφ, ένα ξύλινο αλογάκι κ.ά. - εστιάζεται στην προσκόλλησή τους στη παιδική ηλικία. Σ' αυτή τη φυγή από την πραγματικότητα που αντικατοπτρίζει την ανωριμότητά τους.

Elina Giounanli

Στην παράστασή του υπάρχουν διάσπαρτες τρυφερές, νοσταλγικές στιγμές, κάποιες που υπονομεύουν το τραγικό μέσω ενός πικρού χιούμορ και άλλες που κάνουν κατάχρηση της διάχυτης ελαφρότητας. Θα ήταν πιο μεστή αν οι ηθοποιοί γελούσαν και χόρευαν με μέτρο ή αν μπαινόβγαιναν λιγότερο στο υφασμάτινο σπιτάκι.  

Είναι, ωστόσο, μια καλοδουλεμένη δουλειά συνόλου με ικανοποιητικές - πλην εξαιρέσεων - ερμηνείες, που  παρότι δεν προτείνει μια «καινούρια» ανάγνωση , εκφράζει τη μεταξωτή μελαγχολία που κουρνιάζει στις ψυχές των ανθρώπων σε κάθε μεταβατική περίοδο της ζωής τους.

Οι  ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου και η έξοχη μουσική του Μίνου Μάτσα συμπορεύονται με τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των ηρώων.

Ελένη Πετάση - [email protected]