Κριτική για την παράσταση «Παλιοί Καιροί» του Χάρολντ Πίντερ

palioi-kairoi
ΤΕΤΑΡΤΗ, 23 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019

Από την Ελένη Πετάση.

«Δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αυτού που είναι πραγματικό και αυτού που δεν είναι....μπορεί να είναι και τα δύο, και αληθινό και μη αληθινό», είχε πει ο Πίντερ στην ομιλία του κατά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας (2005).

Πόσο μάλλον όταν αφορά στην ρευστή λειτουργία της μνήμης, αυτής της υποκειμενικής ικανότητας αποθήκευσης και ανάσυρσης πληροφοριών, που συχνά συγχέει την αλήθεια με την ψευδαίσθηση ανάλογα με τις ψυχολογικές ανάγκες του παρόντος.

Στους «Παλιούς Καιρούς» (1971) οι αναμνήσεις, επινοημένες ή μη, και χωρίς να έχουν εν τέλει ιδιαίτερη βαρύτητα - θυμίζοντας τη ρήση  του Πιραντέλο «Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε» - βρίσκονται στο επίκεντρο της θεματολογίας του.

Ξεπηδούν μέσα από την θυελλώδη συνάντηση ενός παντρεμένου ζευγαριού με την, προ εικοσαετίας, φίλη της συζύγου που εμφανίζεται ανεπάντεχα στο σπίτι τους.

Και πιο συγκεκριμένα συνηγορούν στην διεκδίκηση της Κέιτ από τον άντρα της Ντίλι και την πρώην συγκάτοικο της Άννα που χρησιμοποιούν πάσης φύσεως τεχνάσματα - μουσικές, χορούς, νύξεις  ερωτικών (μέχρι λεσβιακών) συνευρέσεων αλλά και «γεγονότα του παρελθόντος ιδωμένα από το πρίσμα του καθενός- για να την προσελκύσουν.

Σ΄αυτόν τον «πολεμοχαρή» ανεμοστρόβιλο που συνεπαίρνει τους ήρωες με απώτερο στόχο την άσκηση εξουσίας η μόνη που μένει αλώβητη είναι η Κέιτ. Απομακρυσμένη βαθιά μέσα της, ψυχρή, κουλουριασμένη στον καναπέ της, παρακολουθεί αμέτοχη αυτήν την αντιπαλότητα.

Όμως το δύσβατο, γεμάτο εσκεμμένες ασάφειες, έργο του Πίντερ εγείρει πολλά ερωτήματα: Μήπως ο Ντίλι με την Αννα  και η Αννα με την Κέιτ είχαν κάποτε ερωτικές σχέσεις;

Είναι η Αννα και η Κέιτ οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος όπως υποστηρίζει μία ερμηνεία ή είναι και οι δύο νεκρές;

Ένα είναι σίγουρο. Και επιβεβαιώνεται μέσα από τα λόγια της Αννας:

«Υπάρχουν πράγματα που θυμάται κάποιος ακόμη κι αν δεν έχουν συμβεί ποτέ. Καθώς τα σκέφτομαι πραγματοποιούνται».

 Η παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά ενσωματώνει με μαεστρία τα παραπάνω στοιχεία και ενδυναμώνει την υποκειμενικότητα της μνήμης μέσα από τη  βιντεοσκόπηση που χειρίζονται οι ίδιοι οι ηθοποιοί αποτυπώνοντας στη μεγάλη οθόνη ο ένας τον άλλο αλλά και μικρές λεπτομέρειες από τα πρόσωπα, τα μέλη του σώματος, τις εκφράσεις και τα βλέμματά τους.

Ωστόσο παρότι το βίντεο αποτελεί στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαντική συμβολή στην ουσιαστική ανασκαφή του κειμένου, η υπερβολική χρήση του δυσκολεύει την παράλληλη παρακολούθηση των τεκταινόμενων.

Παρ' όλα αυτά η ενδιαφέρουσα σκηνοθεσία, αν και από κάποιο σημείο και πέρα στερείται κάποιας ανατροπής,  εξορύσσει τόσο τον  αινιγματικό πυρήνα όσο και το χιούμορ του έργου και κυρίως δίνει την δυνατότητα στους ηθοποιούς να αξιοποιήσουν το ταλέντο τους.

Μέσα σε ένα λιτό σκηνικό χώρο (Έυα Μανιδάκη), πίνοντας μπράντι και εκτοξεύοντας καθημερινές ανούσιες κουβέντες, οι ερμηνευτές, ντυμένοι με καλαίσθητα κοστούμια (Ιωάννα Τσάμη), προικισμένοι με μια υποβόσκουσα επιθετικότητα,  παίζουν, χορεύουν και τραγουδούν εξαιρετικά, μετατρέποντας την αρχική «γαλήνια» ατμόσφαιρα σε πεδίο μάχης.

Σ΄αυτή την αναμέτρηση η Μαρία Κεχαγιόγλου (Άννα),  αισθησιακή και με το ύφος του κατακτητή εισβάλλει στη σκηνή εκπέμποντας αυτοπεποίθηση μέσα στο κατακόκκινο, δερμάτινο φουστάνι της. Αντίθετα ο Χρήστος Λούλης (Ντίλι), κομψός, γοητευτικός αλλά και αφελής είναι σαφές ότι  θα χάσει το παιχνίδι. Η Μαρία Σκουλα (Κέιτ), τέλος, παθητική μέχρι την αποκαλυπτική της έκρηξη «δείχνει» τον δρόμο: παρ όλη τη δική της νίκη, «όλοι τους έχουν ηττηθεί».

Ελένη Πετάση - [email protected]