«Φυλές»: Μια αλληγορική ιστορία για την ενσυναίσθηση και το διαφορετικό

fules
ΤΕΤΑΡΤΗ, 13 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019

«Πώς μπορείς να αισθανθείς ένα συναίσθημα αν δεν έχεις λέξη γι’αυτό»;

Το παράδοξο μιας ομιλητικότατης οικογένειας που αδυνατεί να ακούσει πραγματικά παρουσιάζεται στο Θέατρο Σταθμός με την παράσταση «Φυλές» της Νίνα Ρέιν. Ο σκηνοθέτης Τάκης Τζαμαργιάς αναλαμβάνει ένα υπέροχο έργο και το προσεγγίζει ρεαλιστικά δίνοντας βάση στις ερμηνείες ενώ παράλληλα επιστρατεύει κάθε στοιχείο της σκηνής για να αναπαραστήσει το επικοινωνιακό αδιέξοδο των ηρώων και τις διάφορες μορφές ελλιπούς ενσυναίθσησης.

Μέσα από την ειρωνεία, το χιούμορ , τη συγκίνηση και την ιστορία μιας οικογένειας ακουόντων με ένα κωφό μέλος η Ρέιν στις «Φυλές» παρατηρεί, προβληματίζεται και αμφισβητεί την αποδοτικότητα της λεκτικής επικοινωνίας. Βυθίζοντας έτσι τα μέλη της οικογένειας στους περιορισμούς και τις αδυναμίες της καταφέρνει να αναδείξει την προσπάθεια που απαιτεί η ουσιαστική και με όρους ενσυναίσθησης επικοινωνία μεταξύ των ατόμων, ακόμα και της ίδιας οικογένειας, αλλά και τη μοναξιά που συνεπάγεται για ένα άτομο όταν δεν δύναται να ακούσει τη γλώσσα και τις λέξεις της.

«Όλα είναι σάπια»
Το έργο εστιάζει στη ζωή μιας πενταμελούς οικογένειας της βρετανικής κοινωνίας, μια φυλή δηλαδή, ο μικρότερος, πιο συμπαγής και χρονικά πρώτος σχηματισμός της κοινωνίας που ορίζεται από τους δεσμούς αίματος αλλά διακατέχεται από τους εντελώς δικούς του κανόνες.  Συναντάμε την οικογένεια σε μια περίοδο που και τα τρία της ενήλικα παιδιά έχουν επιστρέψει σπίτι, ο Ντάνιελ (Δημήτρης Κουρούμπαλης) και η Ρουθ (Ελένη Μολέσκη) βιώνουν τις προσωπικές τους αποτυχίες και ματαιώσεις ενώ ο Μπίλι (Μάνος Καρατζογιάννης), που είναι το κωφό μέλος της οικογένειας, έχει μόλις τελειώσει τις σπουδές του. Η ζωή τους καλείται να αλλάξει όταν ο Μπίλι γνωρίζει μία κοπέλα, τη Σύλβια (Βασιλική Τρουφάκου), η οποία πρόκειται να χάσει την ακοή της. Η οικογένεια λοιπόν αλλάζει γιατί ο ίδιος ο Μπίλι αλλάζει καθώς αναζητά την θέση και τη «φωνή» του στον κόσμο.

Η συγκεκριμένη οικογένεια διακρίνεται για τη μόρφωση των μελών της, την γονιδιακή σχεδόν έφεση στη ρητορική και την άσκηση αυτής της τέχνης του λόγου για τη δημιουργία ενός λεκτικού πανικού. Κοινώς, όλοι τους είναι μορφωμένοι, μπορούν να μιλήσουν εξαιρετικά εύγλωττα και όλη τους την ευφράδεια λόγου την ασκούν για να λογοφέρουν- κυρίως μεταξύ τους, όπως ο Ντάνιελ και η Ρουθ που έχουν ανταγωνιστική σχέση ή προς πάσα κατεύθυνση, όπως ο πολυλογάς πατέρας της φυλής. Και έτσι ακριβώς μας συστήνονται στην πρώτη σκηνή. Ανήμποροί να νιώσουν ο ένας το λόγο του άλλου εκτοξεύουν αυτό που οι τέσσερις στους πέντε γνωρίζουν καλύτερα, λέξεις.

«Οι λέξεις είναι μια προσπάθεια»
Ο πατέρας της οικογένειας, Κρίστοφερ (Μανώλης Μαυροματάκης), πρώην ακαδημαϊκός, συγγραφέας πλέον και εξαιρετικός ρήτορας πιστεύει πως «χωρίς τις λέξεις δεν μπορούμε να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας». Διαθέτοντας άκαμπτες απόψεις, αυτοπροσδιορίζεται ως προοδευτικός και αντισυμβατικός, ωστόσο, η συμπεριφορά του μολύνει τα παιδιά του. Οι δύο μεγάλοι είναι συνεχώς στο στόχαστρο ασκώντας τους σχεδόν κακεντρεχή κριτική γιατί παρόλο που τους αγαπάει δεν μπορεί να τους καταλάβει, ενώ στον μικρότερο, που φαινομενικά βρίσκεται στο απυρόβλητο, του στερεί την ταυτότητά ως άτομο με αναπηρία, πράγμα που τον απομονώνει σε μια ατέρμονη προσπάθεια να καταλάβει τους υπόλοιπους. Δεν τον αναγνωρίζει ως κωφό και μαζί με τη μητέρα της οικογένειας Ρουθ (Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη) αποφάσισαν να μην του μάθουν τη νοηματική, ένα κώδικα επικοινωνίας που θα επιβεβαίωνε το παιδί τους ως μέλος μιας μειονότητας, της κοινότητας των κωφών.  

Η Ρουθ με τη σειρά της είναι ευαίσθητη αλλά κάπως στον κόσμο της καθώς προσπαθεί να γράψει ένα βιβλίο και φυσικά δεν μπορεί να αποφύγει την πάντα στοιχειοθετημένη κριτική του συζύγου της με αποτέλεσμα νέους καβγάδες στη φυλή.  

Ο Ντάνιελ με σπουδές στη γλωσσολογία και ψυχικές διαταραχές, είναι εύγλωττος, διαθέτει στιλ λόγου σαν του πατέρα του, με τον οποίο όμως είναι σε διαρκή σύγκρουση. Σε σύγκρουση είναι και με την αδερφή του Ρουθ η οποία προσπαθεί να γίνει τραγουδίστρια και να βρει ένα ταίρι μάλλον προς τα πρότυπα του πατέρα της. Την καλύτερη σχέση ο Ντάνιελ την έχει με τον Μπίλι, μιας και είναι ο μόνος που κάνει την προσπάθεια να τον καταλάβει. Και αυτή η προσπάθεια δεν απαιτεί (πάντα) την ακοή.

Αυτό ίσως είναι και το πιο σημαντικό ζήτημα που θίγει η Ρέιν στο έργο. Χρησιμοποιώντας το κυριολεκτικό παράδειγμα του κωφού ακροατή και μέσα από τη λειτουργία της ειρωνείας- η οποία βρίσκει πολλές χρήσεις μέσα στο κείμενο- αμφισβητεί την προϋπόθεση της αίσθησης της ακοής ως απαραίτητης για την ενσυναίσθηση και «ξεμπροστιάζει» την απάθεια με την οποία συνοδεύεται η λεκτική επικοινωνία.

«Κάθε διέγερση εγκεφαλικής λειτουργίας από εξωτερικό ερέθισμα, που προέρχεται άμεσα ή έμμεσα από άλλον εγκέφαλο, αποτελεί επικοινωνία», υποστηρίζει ο καθηγητής Θάνος Σκούρας. Το μήνυμα του ενός κωδικοποιείται σε γλώσσα, μεταφέρεται μέσα από ένα κανάλι και διαφόρων μορφών θορύβους ώστε να φτάνει στο δέκτη για να το αποκωδικοποιήσει. Πολλά μπορούν να συμβούν επομένως και το μήνυμα να μην φτάσει «σώο» στο δέκτη. Μπορεί η κωδικοποίηση της πηγής να μην είναι κατανοητή από το δέκτη- όπως ο Μπίλι δεν μπορεί να ακούσει τη γλώσσα της οικογένειάς του. Μπορεί κάποιος θόρυβος να αλλοιώσει το μήνυμα- όπως όταν ο Κρίστοφερ, συνειδητά βέβαια, βάζει το μάθημα των κινέζικων στη δια πασών για να μην ακούσει τους υπόλοιπους. Μπορεί όμως και όλα να γίνουν σωστά και ο δέκτης να πάρει το σωστό μήνυμα. Αυτό που η Ρέιν υποστηρίζει είναι πως ακόμα και σε αυτή την περίπτωση τίποτα δεν μας εξασφαλίζει ότι ο δέκτης θα νιώσει, θα κατανοήσει την πηγή.

 

«Μόνο και μόνο επειδή έχουμε μία λέξη για κάτι, δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε για το συναίσθημα που κρύβεται μέσα σ’ αυτή».

Ο Τζαμαργιάς αναλαμβάνει να μεταφέρει αυτό το βαθύ έργο (Μετάφραση: Έρι Κύργια) στη σκηνή με τρόπο ρεαλιστικό ώστε να δουλέψει με τα πολλά νοήματα της ιστορίας. Τοποθετεί τους ηθοποιούς του στη σκηνή προσεκτικά και φαίνεται να ενδιαφέρεται για τη σημειολογία στη σκηνική δράση και στα σώματα των ηθοποιών- ο πατέρας κάθεται στην πολυθρόνα του μαθαίνοντας κινέζικα και αδιαφορώντας για τους άλλους, ο Μπίλι παραμένει σιωπηλός όταν οι υπόλοιποι συζητούν έντονα προσπαθώντας όμως να καταλάβει τι λένε, όλη η οικογένεια ουρλιάζει και περιφέρεται μέσα στο σπίτι.

Η σκηνή έτσι (Σκηνικά – Κοστούμια: Εδουάρδος Γεωργίου) γίνεται ένα τυπικό αλλά λειτουργικό καθιστικό δωμάτιο με αντικείμενα της καθημερινότητας ενός σπιτικού και διάφορες εξόδους που εξυπηρετούν την κίνηση δημιουργώντας ένα ρυθμό στην παράσταση.  Ο ρυθμός της παράστασης στο πρώτο μέρος, κατά το οποίο σκιαγραφείται η οικογένεια (με εξαίρεση τον Μπίλι), διατηρείται σταθερός και με ένταση στις φωνές ενώ στη συνέχεια διαταράσσεται κάπως αδέξια στο δεύτερο μέρος οπότε και ξεκινάει ο Μπίλι να διεκδικεί τη γλώσσα του και οι φωνές να χάσουν σταδιακά ένταση μέχρι την τελική σιωπή.

Πάνω στη σκηνή βρίσκουμε μια υπέροχη και ταιριαστή ομάδα με χαρακτηριστική τη χημεία στο συμπληρωματικό ζεύγος των ηρώων των Κουρούμπαλη και Καρατζογιάννη. Και οι δύο κάνουν εξαιρετική δουλειά, ο καθένας με τελείως διαφορετικό τρόπο. Ο Κουρούμπαλης έχει μπρίο, ζωντάνια, λόγο και μια υπόκωφη παραίτηση. Σταδιακά οδηγείται σε ένα τελείως εσωτερικό και πληγωμένο εαυτό και εμείς βλέπουμε όλη την πορεία του προς τα κάτω. Ο Καροτζαγιάννης από την άλλη πιο σιωπηλός εκ των πραγμάτων γίνεται πιο σωματικός και εκφραστικός σε ένα ρόλο που θα διέτρεχε πολλές φορές τον κίνδυνο να κυλήσει αλλά η δουλεμένη του ερμηνεία δεν άφησε ποτέ να χάσει την πορεία του. Πιο διακριτικός και ήσυχος στο πρώτο μέρος αποκτά τη δική του «φωνή» μέσα από τη σιωπή την οποία υιοθετεί στο δεύτερο μέρος.

Το δεύτερο ζεύγος της ιστορίας, το αντιθετικό, είναι εξίσου αποδοτικό πάνω στη σκηνή. Ως δυνάστης του λόγου του Μπίλι, ο Μαυροματάκης είναι απόλυτα πειστικός και συνεπής σε όλη τη διάρκεια του έργου, ενώ η Σύλβια της  Τρουφάκου που προσφέρει τη «φωνή» στον Μπίλι, είναι άμεση, ανθρώπινη και συγκινητική όταν αρχίζει να απελπίζεται. Τέλος, η  Ανδρεαδάκη περιφέρεται με σοβαρότητα και ειλικρίνεια ενώ η Μολέσκη αν και υπέροχη όταν συγκρούεται με τον αδερφό της κομπιάζει κάποιες φορές.

Όλοι μαζί μοχθούν πάνω στη σκηνή και οι όποιες δυσαρμονίες στη ροή του δεύτερου μέρους μόνο ελάχιστα επηρεάζουν στο τελικό αποτέλεσμα, μιας και ο βασικός προβληματισμός της ιστορίας βγαίνει αβίαστα. Μπορεί μια αγκαλιά να ειπωθεί με λέξεις;

Συντελεστές
Μετάφραση: Έρι Κύργια 
Σκηνοθεσία: Τάκης Τζαμαργιάς
Σκηνικά – Κοστούμια: Εδουάρδος Γεωργίου
Φωτισμοί: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου
Μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης
Βοηθός σκηνογράφου: Έλλη Αποστολάκη
Βοηθός σκηνοθέτη: Χρήστος Τζαμαργιάς
Βίντεο:  Δήμητρα Τρούσα 
Σύμβουλος δραματουργίας: Ελένη Μολέσκη
Επιστημονικός σύμβουλος: Κωνσταντίνος Σαμαράς

Ερμηνεύουν
Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Μανώλης Μαυροματάκης, Δημήτρης Κουρούμπαλης, Μάνος Καρατζογιάννης, Βασιλική Τρουφάκου, Ελένη Μολέσκη

Info
Θέατρο Σταθμός
Τετάρτη 21:00
Παρασκευή- Σάββατο 21:00
Κυριακή 18:00
Προπώληση: viva.gr
Φυλές

ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]