Είδαμε την όπερα «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» από τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς

-ypoklisi-fani-arntan4061p-foto-x-akribiadis-ypoklisi-fani-arntan4061p-foto-x-akribiadis ΧΑΡΗΣ ΑΚΡΙΒΙΑΔΗΣ
ΠΕΜΠΤΗ, 30 ΜΑΙΟΥ 2019

Κριτική στην θαυμάσια όπερα που ενόχλησε τον ίδιο τον Στάλιν για το περιεχόμενό της.

Απαγορευμένη από το σταλινικό καθεστώς (1936) η διεθνώς πια αναγνωρισμένη, θαυμάσια όπερα «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» του Σοστακόβιτς, είδε ξανά τα φώτα της σκηνής 30 χρόνια αργότερα στο Μουσικό Θέατρο Στανισλάφσκι/Νεμιρόβιτς-Ντάντσενκο της Μόσχας, αλλά αυτή τη φορά αναθεωρημένη με τον τίτλο «Κατερίνα Ισμαήλοβα».

Έργο προκλητικό για την εποχή του που, παρότι σατίριζε τα κακώς κείμενα της προεπαναστατικής Σοβιετικής Ένωσης, ήρθε σε αντίθεση με τον κομματικό μηχανισμό με τη δικαιολογία οτι υστερούσε σε «ηρωικά επιτεύγματα και αισιοδοξία».

Επιπλέον ενόχλησε τον ίδιο τον Στάλιν τόσο για τις σεξουαλικές του σκηνές όσο και για την ρωμαλαία, πρωτοποριακή και διανθισμένη με δραματικές εκρήξεις μουσική του. Μόνο το 1996 παρουσιάστηκε πια στην Ρωσία με την αρχική του μορφή.

Βασισμένο στην ομότιτλη νουβέλα του Νικολάι Λεσκόφ (1865) αφηγείται την περιπετειώδη ζωή της Κατερίνας Ισμαήλοβα, σύζυγο του πλούσιου εμπόρου Ζινόβι, που, άτεκνη, παραμελημένη και εγκλωβισμένη στην ασφυκτική οικογενειακή εστία, ερωτεύεται έναν εργάτη του υποστατικού της.  Και για να ελευθερωθεί από τα δεσμά του γάμου φτάνει μέχρι τον φόνο του πεθερού και του συζύγου της αλλά η αιματηρή πράξη της οδηγεί στην ανάλογη τιμωρία.

Αυτήν  την  ωμά ρεαλιστική «τραγωδία-σάτιρα» όπως την αποκαλούσε ο 30χρονος τότε συνθέτης, είδαμε στην Εθνική Λυρική Σκηνή σε σκηνοθεσία Φανί Αρντάν.

Δ. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

Και σε αντίθεση με την άποψη του συνθέτη, που θεωρούσε θύμα την δολοφόνο ηρωίδα του, η Γαλλίδα σκηνοθέτης την αντιμετώπισε σαν «το άγριο είδωλο μας, ατίθασο και ελεύθερο....», ενώ αναρωτήθηκε: «Πώς ζει το κομμάτι του εαυτού μας που αντιστέκεται στους νόμους μέσα σε μία κοινωνία συμβατική και ομοιόμορφη;».

Αν κάτι έχει, όμως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι η Φανί Αρντάν, που ασχολήθηκε για πρώτη φορά με τον πολύπλοκο χώρο της όπερας, παρέδωσε μια ώριμη παράσταση, προσεγμένη σε κάθε λεπτομέρειά της.  

Αν και ακαδημαϊκή, στο σύνολό της ήταν διανθισμένη με ευφάνταστες στιγμές μεταφυσικής χροιάς. Όπως εκείνες των γυμνών χορευτών με τα ανάλαφρα φτερά που από τη μια χόρευαν σαν ερωτικοί δαίμονες και από την άλλη γλιστρούσαν στο βάθος της σκηνής δημιουργώντας εικαστικά σουρεαλιστικά συμπλέγματα (χορογραφία  κολεκτίβα (ΛΑ)ΟΡΝΤ).

Τα λιτά, επιβλητικά σκηνικά του Τομπίας Χιάιζελ, τα καλόγουστα - αν και συντηρητικά - φολκλορικά κοστούμια της Μιλένα Κανονέρο και της Πέτρα Ράινχαρτ και οι εντυπωσιακοί φωτισμοί του Λούκα Μπιγκάτσι κατέκτησαν ένα υψηλού επιπέδου αποτέλεσμα.

Την πολυσύνθετη, γεμάτη ρωγμές, οντότητα της πρωταγωνίστριας ερμήνευσε με δυναμισμό η υψίφωνος Σβετλάνα Σοζντατέλεβα ενώ τον εραστή της υποδύθηκε πειστικά ο Σεργκέι Σεμισκούρ.

Από τον υπόλοιπο θίασο ξεχώρισαν ο μπασοβαρύτονος Γιάννης Γιαννίσης και η σοπράνο Σοφία Κυανίδου.

Η ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής υπό τη διεύθυνση του Βασίλη Χριστόπουλου χειρίστηκε εξαιρετικά τη θηριώδη μουσική του Σοστακόβιτς, τοποθετώντας μία πρόσθετη μπάντα από χάλκινα (διεύθυνση Γιαν Οτς) στα θεωρεία του πρώτου εξώστη η οποία λειτούργησε καθοριστικά στην κλιμάκωση των εντάσεων. Εξίσου επιτυχημένη ήταν η απόδοση της χορωδίας της ΕΛΣ με διευθυντή τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο.

Ελένη Πετάση - [email protected]