«Γιαννούλα η Κουλουρού»: Η ωραία τρελή της παλιάς Πάτρας

giannoula-i-koulourou-koulourou
ΔΕΥΤΕΡΑ, 24 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019

Μια παράσταση με αρετές και δυνατά σημεία που όμως περιορίστηκε μέσα στις δραματουργικές αδυναμίες του κειμένου.

Ένα λαϊκό ξεφάντωμα με μόνιμη πηγή τον ανθρώπινο εξευτελισμό έστησε στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, ο Γιώργος Παπαγεωργίου για να μας αφηγηθεί την ιστορία της «Γιαννούλας της Κουλουρούς»

Γεννημένη στην Πάτρα το 1868, η Γιαννούλα προτού ανεβεί στη σκηνή της Πειραιώς αποτέλεσε έμπνευση για το θέατρο, το σινεμά, τη μουσική, αλλά κυρίως για το πατρινό καρναβάλι που επί χρόνια αναβίωνε την ιστορίας της χλευάζοντάς τη.  

Η πραγματική Γιαννούλα λοιπόν πουλούσε κουλούρια στην πόλη, είχε μια ελαφριά νοητική στέρηση και είχε τρελό απωθημένο να παντρευτεί. Πάνω σε αυτή την αδυναμία της πατούσαν οι κάτοικοι της Πάτρας για να κάνουν πλάκα οργανώνοντάς της υποτιθέμενους γάμους στους δρόμους της πόλης. Ο εξευτελισμός επαναλαμβανόταν ανά τα χρόνια με αποκορύφωμα το 1922 οπότε και έλαβε χώρα άλλη μία απόπειρα να παντρέψουν τη Γιαννούλα. Σε αυτή τη φάρσα συμμετείχαν 10.000 άνθρωποι.  

Η Γιαννούλα πέθανε τελικά μόνη και με τον καημό.  

Μπορεί να έζησε πριν από σχεδόν 100 χρόνια αλλά εμείς καταφέραμε να την χλευάζουμε ως σήμερα. Βασικά μέχρι πέρυσι, μιας και φέτος για πρώτη φορά η Γιαννούλα δεν παρευρέθηκε στο πατρινό καρναβάλι όπου για τόσα χρόνια αναβίωνε το έθιμο με τους γάμους της.  

Αυτή η ιστορία γοητεύει τον Παπαγεωργίου ο οποίος επιστρατεύει τα γνωστά υλικά του- μουσική, χορός, κινησιολογία, αφηγητές-ηθοποιοί, θεατρικά αντικείμενα που «πέφτουν» στη σκηνή- για να αναπαραστήσει την ατέλειωτη και με τρομακτική συμμετοχή διαπόμπευση μιας γυναίκας που ήθελε μόνο να βρει «Εκείνον». Προσεγγίζει με ευαισθησία το θέμα και είναι ο πρώτος που αγαπάει την Γιαννούλα- η επόμενη είναι η Ελένη Τοπαλίδου που την υποδύεται- αποφεύγοντας να μας την δείξει με τον στερεοτυπικό και υπερβολικό τρόπο που εμφανίζεται συνήθως ένας άνθρωπος με νοητική στέρηση. Η Γιαννούλα του βγαίνει στη σκηνή πάνω σε ένα υπερυψωμένο άρμα και οι τρεις αφηγητές που την συνοδεύουν αναλαμβάνουν να μας μεταφέρουν την ιστορία, να την σχολιάσουν αλλά και να την ειρωνευτούν.  

 Η μεγάλη δύναμη της παράστασης είναι οι εικόνες που συνθέτει ο σκηνοθέτης με όλα τα απλά υλικά που διαθέτει πάνω στη σκηνή- το νυφικό που «πέφτει» για να το φορέσει η νύφη Γιαννούλα, η Γιαννούλα που κρατάει πάνω στο φωτισμένο σκηνικό ένα μπλε μπαλόνι, οι ήχοι της θάλασσας που δημιουργούνται από την πλαστική κουρτίνα-, αλλά και η λαϊκότητα με την οποία αναπαριστά την ιστορία- πολύ εύστοχα είχε ζητήσει από τους ηθοποιούς να το αντιμετωπίσουν σαν δημοτικό τραγούδι χωρίς να τονίσουν τη λαϊκότητά του. Εδώ έρχεται επίσης η Ματούλα Ζαμάνη να συνεισφέρει με την μουσική της ενώ οι ηθοποιοί τον ακολουθούν σε αυτό το λαϊκό ανέβασμα. Η Ελένη Τοπαλίδου σπαράζει ως Γιαννούλα, γεμάτη κίνηση και συναίσθημα. Ο Μιχάλης Συριόπουλος ξεχειλίζει από θεατρικότητα και ζωντάνια, ο Κίμωνας Κουρής είναι πειστικός και γρήγορος, το ίδιο και η Αθανασία Κουρκάκη η οποία έδινε άλλο τόνο στα λεγόμενα των αφηγητών.  

Η παράσταση γοήτευσε με την ιστορία της και την μεταφορά της στη σκηνή, ωστόσο, την στιγμάτισαν κάποιες αδυναμίες. Κάποιες πρακτικές που επηρέασαν λιγότερο την παράσταση ως σύνολο, όπως το σκηνικό το οποίο αν και στήνεται εύστοχα με τα με τεράστια καρναβαλικά άρματα (Σκηνογράφος: Ευαγγελία Θεριανού) καλυμμένα με πλαστικό που περιορίζουν τον μεγάλο χώρο, η σκηνή εξακολουθεί να διαθέτει βάθος με αποτέλεσμα όταν η δράση τοποθετείται πίσω να δυσκολεύεται το μάτι του θεατή, και κάποιες δραματουργικές που επηρέασαν την παράσταση στο σύνολό της, όπως το ελλιπές κείμενο. Η σταθερά αγαπημένη του Παπαγεωργίου, Θεοδώρα Καπράλου, αυτή τη φορά δυσκολεύεται να φτιάξει ένα ολοκληρωμένο κείμενο, δεν διαθέτει άλλωστε αρκετές πηγές για την ζωή της Γιαννούλας και αυτό είναι εμφανές στην παράσταση. Καταφέρνει και φτιάχνει υπέροχα κάποια σημεία στην ιστορία, όπως είναι τα σημεία που μονολογεί η Γιαννούλα για «Εκείνον»- και κυρίως όταν καταρρέει πια και τον αρνείται-, δεν καταφέρνει όμως να δημιουργήσει μία στέρεα, ολοκληρωμένη και ίσως με περισσότερο βάθος και ένταση δομή στην ιστορία η οποία υπάρχει κυρίως μέσα από τις επαναλήψεις.  

«Που να τα πιστέψει τέτοια μεγαλεία η χαζοΓιαννούλα;»

ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]