Β. Θεοδωρόπουλος: «Η γυναίκα είναι ο βράχος που ακουμπούν όλοι πάνω της»

b-theodoropoulos-i-gunaika-einai-o-braxos-pou-akoumpoun-oloi-pano-tis-braxos-pou-akoumpoun-oloi-pano-tis

ΔΕΥΤΕΡΑ, 17 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος αναβιώνει μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, τον «Κοινό λόγο», που θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών στις 19 και 20 Ιουνίου.

Ο «Κοινός λόγος», οι μαρτυρίες ανώνυμων γυναικών που είχε συγκεντρώσει η Έλλη Παπαδημητρίου (1906-1993), αποκτούν και πάλι θεατρική φωνή, μέσα από την ανανεωμένη σκηνοθετική οπτική του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Από τον Πόντο, μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, ο λόγος των ανώνυμων γυναικών που βρέθηκαν ανάμεσα στις Συμπληγάδες της Ιστορίας, σκιαγραφεί το πορτρέτο της νεότερης Ελλάδας, χωρίς ωραιοποιήσεις.

Το μουσικό ψηφιδωτό της παράστασης υποστηρίζει τις ερμηνείες των Λυδίας Κονιόρδου, Ελένης Κοκκίδου, Μαρίας Κατσανδρή, Ελένης Ουζουνίδου και Τάνιας Παλαιολόγου. Ο «Κοινός λόγος» είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά το 1997 από το Θέατρο του Νέου Κόσμου και είχε συναντήσει την ενθουσιώδη υποδοχή των κριτικών και του κοινού. Τώρα ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, ανεβάζει την παράσταση στο πλαίσιο του φεστιβάλ Αθηνών, στις 19 και 20 Ιουνίου (Πειραιώς 260), επιχειρώντας μια νέα ανάγνωση αυτών των κειμένων που αποτελούν το απόσταγμα της ελληνικής ψυχής. To επόμενο διάστημα η παράσταση θα περιοδεύσει στα σημαντικότερα φεστιβάλ.

Γιατί επιστρέφετε σε αυτήν την παράσταση που ήταν μία από τις πρώτες του θεάτρου του Νέου Κόσμου;

Ήταν πράγματι μια από τις πρώτες παραστάσεις μας, όταν ακόμα το κτήριο ήταν μια αποθήκη του Φιξ και δεν είχε διαμορφωθεί ως θέατρο. Ανεβάσαμε την παράσταση στην αυλή που υπήρχε με φυσικό σκηνικό τα χαλάσματα του χώρου. Αργότερα φτιάχτηκε το θέατρο –με ιδιαίτερες προδιαγραφές- αφού είναι διατηρητέο κτίσμα του τέλους του 19ου αιώνα και παίχτηκε και εκεί. Επανέρχομαι σε αυτό το έργο, γιατί εκτός του ότι είναι πολύ δυνατό κείμενο, ανήκει στα πράγματα που αγαπάω ιδιαίτερα. Έχω μια προσωπική σχέση με αυτά τα κείμενα, με τον «Κοινό Λόγο» της Έλλης Παπαδημητρίου, από την εποχή που ήμουν φοιτητής σε δραματική σχολή και εργαζόμουν στις εκδόσεις Κέδρος. Τότε μπαινόβγαιναν από τον Ρίτσο και τον Βάρναλη, μέχρι τον Τάσο Λειβαδίτη και την Έλλη Παπαδημητρίου, με την οποία γίναμε φίλοι.

Είχατε φιλική σχέση με την Έλλη Παπαδημητρίου;

Ναι και μου είχε δώσει και τα δικαιώματα για να ανεβάσω τότε τα κείμενα. Μου έλεγε, ποια δικαιώματα, αφού άλλοι μιλούν, εγώ απλώς τα κατέγραψα. Η Έλλη ήταν ένα πολύ αυστηρό άτομο. Αυτό μέσα στην τότε νεανική μου ανεμελιά ήταν πολύτιμο, με έκανε να ξεκαθαρίσω και να καταλάβω καλύτερα κάποια πράγματα για τους ανθρώπους, για τους Έλληνες, μακριά από το φολκλόρ και την «τουριστική» αντιμετώπιση. Όταν την είχα συναντήσει για πρώτη φορά δεν είχα τότε καθόλου σκηνοθετικές βλέψεις αλλά της είχα επισημάνει ότι τα κείμενά της έχουν θεατρικές αρετές επειδή είναι καταγεγραμμένος προφορικός λόγος. Γενικότερα, θεωρείται μοναδική η καταγραφή της Έλλης Παπαδημητρίου γιατί κατάφερε να την εμπιστευτούν και να της μιλήσουν οι άνθρωποι με πολύ βαθύ και ουσιαστικό τρόπο. Στο βιβλίο φυσικά οι αφηγήσεις είναι και ανδρικές και γυναικείες.

Γιατί επιλέξατε τη γυναικεία ματιά;

Επέλεξα τη γυναικεία ματιά γιατί με ενδιέφερε- και τώρα στις πρόβες το ξαναβλέπω- το πώς η γυναίκα, η οποία φαίνεται ότι είναι στα μετόπισθεν, είναι ο βράχος που ακουμπούν όλοι πάνω της και να νιώθουν εμπιστοσύνη. Έχει μια δύναμη δηλαδή μοναδική. Στο πρώτο ανέβασμα του έργου ήταν μια παρέα γυναικών σε μια αυλή. Οι ηρωίδες ξεδίπλωναν τις ιστορίες τους όταν κάθονταν τα απογεύματα και έπιναν τον καφέ τους. Ωστόσο έχουν περάσει 16 χρόνια από τις πρώτες παραστάσεις του «Κοινού λόγου» και τώρα υπάρχει μια μικρή μετακίνηση που την είχα κι εγώ ανάγκη. Μπορεί να παραμένουν τα ίδια προβλήματα, η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν αλλάζει, όμως όλοι μας προχωράμε και σε αυτή τη δουλειά που κάνουμε, δεν θα είχε ενδιαφέρον η απλή επανάληψη εκείνης της παράστασης-παρότι είχε γραφτεί τότε ότι ήταν πολύ δυνατή. Το γεγονός ότι επιλέγω άλλους ηθοποιούς συνεισφέρει στη νέα οπτική γιατί δεν έχει νόημα από καλλιτεχνική άποψη να μιμηθούν οι νέοι ηθοποιοί τους προηγούμενους. Πάντα με ενδιαφέρει η προσωπικότητα του ηθοποιού και το τι κουβαλάει ο ίδιος, γιατί ο ρόλος που ενσαρκώνει έχει να κάνει και με ένα δικό του κομμάτι.

Η νέα σας σκηνοθετική γραμμή;

Παραμένει λιτή. Πάντα με ενδιέφερε το «χειροποίητο» θέατρο και εδώ η λιτότητα ταιριάζει ακόμα περισσότερο.

Ποιες είναι οι σημαντικότερες αλλαγές στη νέα εκδοχή της παράστασης;

Νομίζω ότι τώρα δημιουργείται μια μεγαλύτερη σχέση με το κοινό. Καταρχάς άλλαξε ο χώρος, τώρα τα πρόσωπα κινούνται μπροστά από ένα ζωντανό μνημείο, έναν τοίχο με φωτογραφίες. Ζήτησα από το σκηνογράφο μας, τον Αντώνη Δαγκλίδη ένα ιδιαίτερο μνημείο με φωτογραφίες ανθρώπων που έχουν φύγει για διάφορους λόγους στη διαδρομή του 20ού αιώνα. Κι αυτό γιατί τα κείμενα μιλούν ουσιαστικά για όλες τις μεγάλες στιγμές του 20ού αιώνα. Το σκηνικό είναι ένα μνημείο καρδιάς φτιαγμένο από όσους έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους. Και νομίζω –ότι εκτός από την αλήθεια των κειμένων του «Κοινού λόγου»- το σκηνικό υπενθυμίζει-πως δυστυχώς δεν ξεπερνιούνται τα θέματα της προσφυγιάς και των πολέμων αλλά βρίσκονται γύρω μας, τα ζούμε με άλλον τρόπο.

Και πολλοί νέοι άνθρωποι φεύγουν, σήμερα. Υπάρχει ένα μεγάλο κύμα προσφυγιάς νέων που ίσως να μην είναι όπως κάποτε, όταν έφευγαν ως ανειδίκευτοι εργάτες.

Μετανάστης είναι κάποιος, ακόμη κι αν πάει ως γιατρός στο Εδιμβούργο. Φυσικά είναι πιο βάρβαρες οι συνθήκες εργασίας αν είσαι εργάτης σε ανθρακωρυχείο, είναι πολύ πιο άγριο και για την υγεία το να δουλεύεις στις συνθήκες που δούλευαν οι άνθρωποι μετά τον πόλεμο ή στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν τα μεταναστευτικά κύματα έφταναν στην Αμερική, την Αυστραλία, τη Γερμανία κ.λ.π.

Σας πληγώνει το γεγονός ότι υπάρχει και σήμερα αυτή η φυγή νέων ανθρώπων στο εξωτερικό;

Το θέμα της μετανάστευσης και της προσφυγιάς δυστυχώς είναι προαιώνιο. Οι άνθρωποι είναι λίγο σαν τα μεταναστευτικά πουλιά. Έχουν δηλαδή την ανάγκη να αλλάζουν τόπο διαμονής όπως τα πουλιά ταξιδεύουν για να αναζητήσουν τροφή. Αυτό δεν έχει αλλάξει, μπορεί να έχουν αλλάξει οι όροι και τα μέσα- αλλά οι λόγοι που οδηγούνται οι άνθρωποι στη ξενιτιά παραμένουν οι ίδιοι, εδώ και χιλιάδες χρόνια.

Οι μαρτυρίες που είχε συλλέξει η Έλλη Παπαδημητρίου συναντούν κάποιες δικές σας αναμνήσεις; Συναντάτε και δικές εικόνες;

Είναι πολύ έντονες οι εικόνες γιατί προέρχομαι από προσφυγικές οικογένειες. Η μητέρα μου κατάγεται από τη Σμύρνη και ο πατέρας μου από την Κωνσταντινούπολη. Καθώς περνούν τα χρόνια, παρατηρώ ακόμη σε ανθρώπους δεύτερης γενιάς που μπορεί να μην είχαν καμία απολύτως σχέση με αυτούς τους τόπους-να μην έχουν πάει καν ταξίδι εκεί-ότι προκύπτει μια βαθύτερη ανάγκη να μάθουν, να ακούσουν. Μπορεί να είναι η νοσταλγία ή-ειδικά στις μεγάλες πόλεις-μας τραβούν τα πιο μικρά πράγματα πέρα από το χάος μιας μεγάλης πόλης. Βεβαίως ανήκω σε όσους αγαπούν την Αθήνα, αλλιώς θα είχα φύγει. Έχω λοιπόν προσωπικά βιώματα σε σχέση με αυτά τα κείμενα. Μεγάλωσα στα σύνορα Ιλισίων και Καισαριανής, με τους συγγενείς μου να βρίσκονται και στις δύο περιοχές. Κι έχω ζήσει όταν ήμουν μέσα σε αυτές τις αυλές, όπου συζητούσαν οι γυναίκες τη δεκαετία του ’60. Τα κείμενα με αγγίζουν τόσο από την ανθρώπινη, όσο και από την ιδεολογική πλευρά.

Νομίζετε ότι ο σημερινός θεατής είναι έτοιμος να δεχτεί αυτή την αναδρομή σε μερικές από τις δραματικότερες στιγμές της ελληνικής ιστορίας;

Είναι τόσο ισχυρά αυτά κείμενα που παύουν να είναι προσωπικές ιστορίες-γι’ αυτό και λέγεται "Κοινός λόγος"-ακουμπούν την καρδιά του αναγνώστη ή του θεατή. Η παράσταση έχει δοκιμαστεί μέχρι και στα Άδανα της Τουρκίας κι ήταν συγκλονιστικό το πώς την παρακολουθούσε ο κόσμος, ενώ είχε παιχτεί χωρίς μετάφραση. Πόσο περισσότερο λοιπόν μπορεί να μας αγγίξει αφού επικοινωνούμε και με τον λόγο των γυναικών. Είναι σημαντικό το πώς βιώνουν και επεξεργάζονται τις μνήμες τους μετατρέποντάς τις σε μνημείο για τους ανθρώπους που έχουν χάσει. Εκεί συναντώνται με τον Όμηρο-εννοώ με την Ιστορία του αφηγηματικού λόγου- και με τους παραμυθάδες –αφηγητές. Παράλληλα η παράστασή μας συνδέεται οργανικά με τη μουσική και το χορό. Μάλιστα είμαι σε μια διαδικασία να προσθέσω κι ένα ακόμη κείμενο, μια αφήγηση από τον Πόντο.

Ταυτότητα παράστασης: σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, σκηνικά και κοστούμια: Αντώνης Δαγκλίδης, επιλογή και διδασκαλία τραγουδιών: Κώστας Βόμβολος, επιμέλεια κίνησης: Αγγελική Στελλάτου, φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης. Παίζουν οι ηθοποιοί: Λυδία Κονιόρδου, Ελένη Κοκκίδου, Μαρία Κατσανδρή, Ελένη Ουζουνίδου, Τάνια Παλαιολόγου.

Πληροφορίες: Η παράσταση θα περιοδεύσει σε όλη την Ελλάδα. Για τον Ιούνιο ο «Κοινός λόγος» θα παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Αθηνών (Πειραιώς 260) στις 19 και 20 Ιουνίου. Στις 27/6 στο Θέατρο Βράχων στον Βύρωνα, στις 28/6 στο Μαρκόπουλο στο Θέατρο Σάρας, στις 29/6 στο Πολιτιστικό και Αθλητικό Πάρκο της Νέας Μάκρης. Τον Ιούλιο θα δοθούν μερικές παραστάσεις ακόμη στην Αττική: στο Βεάκειο Θέατρο του Πειραιά 1/7, στις 2/7 στο Μικρό Θέατρο Πέτρας «Πήτερ Μπρουκ» στην Πετρούπολη, στις 3/7 στο Δημοτικό Θέατρο Άλσους Δημήτρης Κιντής στην Ηλιούπολη, στις 4 και 5 /7 στο Ευριπίδειο Θέατρο Ρεματιάς Χαλανδρίου, στις 6/7 στο Αττικό Άλσος κ.τ.λ. Στις 19, 20 Ιουνίου στις 21:00. Πειραιώς 260 (Κτίριο Η). Τιμές εισιτηρίων: 25 ευρώ, 20 ευρώ (μειωμένο), 15 ευρώ (φοιτητικό / άνω των 65), 5 ευρώ (ανέργων, ΑμεΑ). Προπώληση εισιτηρίων: στο 210 32 72 000 (καθημερινά 9:00 με 21:00), στα εκδοτήρια του φεστιβάλ, στα βιβλιοπωλεία Παπασωτηρίου, στα καταστήματα Public και στο www.greekfestival.gr . Εισιτήρια για τις παραστάσεις της περιοδείας στο www.viva.gr .

ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ