Μαρία Μαγκανάρη: «Οι οικογενειακές σχέσεις δεν διέπονται από λογική, ούτε είναι δίκαιες»

o-theios-banias
ΔΕΥΤΕΡΑ, 07 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2019

Η ηθοποιός και σκηνοθέτις παρουσιάζει ξανά τον «Θείο Βάνια» στο Bios.

Μετά την περσινή επιτυχία, ο Θείος Βάνιας σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη εντάσσεται στο ρεπερτόριο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου και παρουσιάζεται στο BIOS. 

Σ’ αυτό το έργο:

Κανένας δεν κοιμάται όσο θα ήθελε.

Κανένας δεν αγαπά όσο χρειάζεται.

Κανένας δεν αρπάζει καμία ευκαιρία.

Κανένας δεν αγαπιέται όσο έχει ανάγκη.

Όλοι θέλουν να νιώσουν περισσότερο.

Όλοι είναι έτοιμοι για καυγά.

Όλοι επαναλαμβάνονται.

Κάποιοι πίνουν παραπάνω απ’ όσο πρέπει.

Κάποιοι έχουν τη δουλειά για φάρμακο.

Κάποιοι ζουν τη ζωή τους σαν δράμα.

Στο τέλος δεν αλλάζει τίποτα.

Η ηθοποιός και σκηνοθέτις συστήνεται στο click@life και μιλά για τα παιδικά της χρόνια, το θέατρο και για όλα όσα ονειρεύεται εντός και εκτός σκηνής.

Γεννήθηκα στην Αθήνα, στο Αιγάλεω συγκεκριμένα, και μεγάλωσα στη Νέα Φιλαδέλφεια. Στα δεκαοχτώ μου έφυγα για τα Γιάννενα για να σπουδάσω Φιλολογία στην εκεί Φιλοσοφική Σχολή. Στο τρίτο έτος της Σχολής πήγα με υποτροφία Erasmus στο Παρίσι- αποκαλυπτική εμπειρία για μια εικοσάχρονη. Τελειώνοντας τη Φιλοσοφική μπήκα στη Δραματική Σχολή Βεάκη όπου και σπούδασα για τρια χρόνια. Αργότερα ξεκίνησα ένα διδακτορικό στο Τμήμα Θεάτρου στη Θεσσαλονίκη, το οποίο όμως δεν ολοκλήρωσα. Για δεκαπέντε χρόνια ζούσα στα Εξάρχεια. Τα τελευταία τρία χρόνια ζω στον Λυκαβηττό.

Από μικρή είχαν παίξει διάφορα επαγγέλματα στο μυαλό μου όπως: δικηγόρος, δημοσιογράφος, γυμνάστρια, ίσως και ηθοποιός. Σίγουρα, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έλεγα ότι θα είμαι καθηγήτρια το πρωί, αθλήτρια το μεσημέρι και χορεύτρια το βράδυ. Αρκετά μεγαλύτερη, αρχισα να παρατηρώ και να θαυμάζω τους διευθυντές ορχήστρας.

Προέρχομαι από μία λαϊκή οικογένεια και δεν είχα ιδιαίτερα θεατρικά ερεθίσματα ως παιδί. Όμως το βιβλίο και οι σπουδές ήταν πάντα κάτι που ενθάρρυναν οι γονείς μου. Μου άρεσε τρομερά το σχολείο και ανυπομονούσα να σπουδάσω στο Πανεπιστήμιο. Δίπλα σ' αυτήν την ισχυρή επιθυμία για “ακαδημαϊκη” μόρφωση, υπήρχε το “παραξένισμα” της Τέχνης που με συναντούσε και με μάγευε: στίχοι του Εμπειρίκου στο αναγνωστικό του Δημοτικού, κάποιες ταινίες στην κρατική τηλεόραση- που δεν καταλάβαινα πολύ, όμως με γοήτευαν, η “Οδύσσεια” του Ομήρου στην Α' Γυμνασίου.

Στη δεκαετία του '80 που μεγάλωνα, μέσα στην κακογουστιά της βιντεοκασέτας και του Ράμπο (τα έχω δει όλα αυτά ως παιδί, εννοείται), η ανακάλυψη της λογοτεχνίας και του σινεμά ήταν σαν ένας καινούργιος πλανήτης. Από εκεί οδηγήθηκα στο θέατρο. Γυρίζοντας από το Παρίσι, μέσα μου ήξερα πως θ'ασχοληθώ με την τέχνη. Συνέβαλε σ' αυτό η γνωριμία μου εκείνη την περίοδο με τον Γιάννη Λεοντάρη και τη Μαρία Κεχαγιόγλου- δύο ανθρώπων που μ' εχουν επηρεάσει πολύ. Τότε, το 1995, είδα στο Studio Ιλίσια την παράσταση “Ρομαντισμός” του Μιχαήλ Μαρμαρινού που μου αποκάλυψε όρια και δυνατότητες του θεάτρου που δεν υποψιαζόμουν. Λίγο μετά εγκατέλειψα το αρχικό μου σχέδιο να φύγω στο Παρίσι για Διδακτορικό, και αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στη Δραματική Σχολή.

Αυτό που πραγματικά διαμορφώνει τα έργα μας δεν έρχεται απ'έξω, αλλά από μέσα μας. Δεν είναι αυτά που μας αρέσουν, αλλά αυτό που είμαστε στ'αλήθεια. Και συνήθως ένα-δυο πράγματα έχουμε να πούμε, που αλλάζουν απλώς μορφή. Μ'αυτό εννοώ πως ό,τι βλέπουμε ή διαβάζουμε, επηρεάζει μόνο σ'έναν βαθμό το ύφος και την αισθητική μας, τους κώδικες και το λεξιλόγιό μας, όμως η ουσία του έργου μας βρίσκεται πιο βαθιά. Μπορεί να λατρεύω κάθε ίχνος από το έργο της Πίνα Μπάους, όμως αυτά που φτιάχνω δεν έχουν σχέση με το δικό της υπέροχο έργο.

Η παιδική μου ηλικία, η οικογένειά μου, τα τραύματα και οι φόβοι μου, οι άνθρωποι που συνάντησα και συναντώ, τα λαϊκά που έβαζε ο πατέρας μου στο αυτοκίνητο, η θάλασσα και τα καλοκαίρια στο νησί, ίσως να επηρέασαν περισσότερο την ουσία των έργων μου, απ'ό,τι ο Ταρκόφσκι που αγαπώ ή οι σπουδαίες παραστάσεις που έχω δει. Σ' επίπεδο αντίληψης και ηθικής της θεατρικής εργασίας βέβαια, η εμπειρία του να είμαι μέλος της ομάδας Κανιγκούντα (2005-2014) υπήρξε σπουδαία και καθοριστική.

Ο “Θείος Βάνιας” βασίζεται σ' ένα πρώιμο έργο του Τσέχωφ, το “Wood Demon”, που γράφτηκε δέκα χρόνια νωρίτερα και το οποίο ο συγγραφέας δούλευε και ξαναδούλευε, μέχρι να φτάσει στη μορφή του έργου που γνωρίζουμε. Διαπραγματεύεται τις σχέσεις των μελών μιας οικογένειας. Ο Βάνιας, η ανηψιά του Σόνια, και η μητέρα του Μαρία, λατρεύουν επί 25 χρόνια τον καθηγητή Σερεμπριακώφ (πατέρα της Σόνιας), ο οποίος τους περιφρονεί ολοφάνερα. Δουλεύουν γι'αυτόν, έχουν οργανώσει τη ζωή τους στη βάση αυτής της “θυσίας”. Λίγο πριν την έναρξη του έργου ο Βάνιας, για δικούς του λόγους αποφασίζει ν'αναιρέσει αυτή τη λατρεία- ταμπού, αμφισβητεί τον Καθηγητή και ερωτεύεται την όμορφη, δεύτερη σύζυγό του. Όλο το έργο στήνεται στη βάση αυτού του θυμού του Βάνια που τώρα έχει απελευθερωθεί: δεν έζησε, δεν έκανε οικογένεια, δεν έγινε μεγάλος συγγραφέας και για όλα αυτά ευθύνεται η αφοσίωσή του στον Καθηγητή. Και τι γίνεται αφού απελευθερώνεται αυτός ο θυμός; Τίποτα. Στο τέλος τα πάντα επανέρχονται στην αρχική τους κατάσταση, σαν να μη μεσολάβησε τίποτα- κι αυτό είναι τόσο τραγικό και αστείο ταυτόχρονα.

Οι ήρωες του “Θείου Βάνια” βρίσκονται σε οριακή ψυχική κατάσταση. Δεν κοιμούνται, παραπονιούνται συνέχεια, πίνουν τσάι, βότκα, κρασί, κονιάκ, παίρνουν φάρμακα, είναι έτοιμοι για καυγά. Επαναλαμβάνουν εμμονικά ο καθένας το αίτημά του. Θέλουν να νιώσουν, να ζήσουν, ν'αγαπηθούν ή ν'αγαπήσουν. Όλοι πιστεύουν πως αυτό που παίρνουν απ'τους άλλους δεν είναι αρκετό κι έτσι οι μεταξύ τους σχέσεις είναι συγκρουσιακές. Αυτό το δυσλειτουργικό δίκτυο σχέσεων προσπαθεί να ζωντανέψει η παράστασή μας, λαμβάνοντας υπ'όψιν πως το έργο δεν αναπτύσσεται νατουραλιστικά, αλλά μουσικά και ποιητικά. Στη σκηνική ανάγνωση του έργου αναζητήσαμε το χώρο όπου ο ρεαλισμός της καθημερινότητας “ξεκουρδίζεται” και αντικαθίσταται από στιγμές πιο ποιητικές που απεικονίζουν τι συμβαίνει στις ψυχές των ηρώων.

Τα μεγάλα έργα, όπως ο “Θείος Βάνιας” δεν έχουν καμία αγωνία, νομίζω, να είναι επίκαιρα. Βρίσκονται πέρα από αυτό το σημείο. Μ' έναν μαγικό τρόπο ο Τσέχωφ μας δείχνει πως οι ανθρώπινες σχέσεις (και ιδιαίτερα οι οικογενειακές) δεν διέπονται από λογική, ούτε είναι δίκαιες. Γιατί απλούστατα έτσι είναι οι άνθρωποι. Αγαπούν, μισούν, έχουν αδυναμίες, είναι δειλοί, ανώριμοι, νάρκισσοι και κάπου κάπου λάμπουν από γενναιοδωρία, ειλικρίνεια και καλοσύνη: εκείνες τις λίγες, πολύτιμες στιγμές που ανοίγουν την καρδιά τους στους άλλους ανθρώπους.

Το θέατρο που μου αρέσει να βλέπω και να κάνω, έχει στιγμές (έστω και μία!) πνευματικότητας, στιγμές όπου κάτι συμβαίνει πραγματικά, κάτι αποκαλύπτεται, κάτι διαμοίβεται μεταξύ των ηθοποιών, φυσικό και μεταφυσικό, και μας μετακινεί όλους. Μ'ενδιαφέρουν οι ηθοποιοί, ως άνθρωποι επι σκηνής πρωτίστως. Επιθυμώ και προσπαθώ ν'ανακαλύπτω ό,τι κινητοποιεί τον καθένα προσωπικά, γιατί οι άνθρωποι είναι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους! Μου αρέσουν τα σημαντικά έργα γιατί είναι ένα πεδίο στο οποίο εσύ οφείλεις να καταδυθείς με μελέτη και προσοχή ώστε ν'ανακαλύψεις τα μυστικά του. Θέλω να έχω την αίσθηση (την ψευδαίσθηση μάλλον) ότι η κάθε παράσταση που κάνω έχει ανακαλύψει κάτι, έστω και ασήμαντο, που δεν έχει επισημάνει ποτέ κανείς πριν. Κάτι δικό μας, που προέκυψε τη δεδομένη στιγμή, με τους συγκεκριμένους ανθρώπους. Μ'ενδιαφέρει ακόμα ο χώρος που μπορεί να δημιουργηθεί για να ακουμπήσουν τα συναισθήματα- τα δικά μου, των ηθοποιών και κυρίως των θεατών. Μ'ενδιαφέρει το θέατρο που ανοίγει προς μια περιοχή αχαρτογράφητη, τολμηρή, ποιητική.

Ονειρεύομαι υγεία, ταξίδια, χαρές με αγαπημένους ανθρώπους, εντός κι εκτός της δουλειάς. Λέμε καμιά φορά ως αστείο με τον άντρα μου, τι ωραία που θα ήταν να πήγαινε ο γιος μας στη Νέα Υόρκη για σπουδές κι μ'αυτή την αφορμή να μπορούμε να ταξιδεύουμε κι εμείς συχνά εκεί. Μόνο που ο γιος μας είναι ακόμα τριών ετών.

Επόμενα σχέδια; Φέτος είναι μια χρονιά με υπέροχα έργα μεγάλων συγγραφέων. Μετά τον “Θείο Βάνια” θα σκηνοθετήσω το “Κουκλόσπιτο” του Ίψεν για το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Ιωαννίνων, μετά από πρόταση της καλλιτεχνικής Διευθύντριας Ελένης Δημοπούλου. Αυτή η επιστροφή στην πόλη των σπουδών μου και της πρώτης μου νιότης, και μάλιστα με ένα τέτοιο έργο, με συγκινεί βαθιά. Τον Απρίλιο θα παρουσιάσουμε, σε δική μου μετάφραση και σκηνοθεσία, τη “Νύχτα της Ιγκουάνα” του Τένεσι Ουίλλιαμς στο Θέατρο Πορεία. Η πρόσκληση του Δημήτρη Τάρλοου να σκηνοθετήσω στο συγκεκριμένο θέατρο, με τιμά πολύ. Είναι λίγα τα θέατρα που έχουν καταφέρει να έχουν τόσο ουσιαστική παρουσία στη θεατρική ζωή της Αθήνας, όσο το Πορεία.

Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη Σκηνοθεσία: Μαρία Μαγκανάρη

Φωτισμοί: Μαρία Γοζαδίνου Μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος Σκηνικά: Διδώ Γκόγκου Κοστούμια: Παύλος Θανόπουλος Βοηθοί σκηνοθέτη: Ανδριάνα Χαλκίδη, Βασιλική Σκευοφύλαξ

Ευχαριστούμε τη Νεφέλη Ανανιάδη

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Ανθή Ευστρατιάδου, Βασίλης Καραμπούλας, Σύρμω Κεκέ, Κώστας Κουτσολέλος, Ασπασία Κράλλη, Μαρία Μαγκανάρη, Δημήτρης Ντάσκας, Γιωργής Τσαμπουράκης

Η παράσταση έχει επιχορηγηθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού.

Info
ΒΙΟS Main: Πειραιώς 84, Αθήνα, Τηλέφωνο Κρατήσεων: 210 34 25 335. ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: 80 λεπτά. ΜΕΡΕΣ / ΩΡΕΣ Τετάρτη 21:00, Πέμπτη 21:00, Παρασκευή 21:00 Σάββατο 18:30 & 21:00 Κυριακή 20:00. ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ: Τετάρτη-Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο απογ. Κανονικό 18€ Μειωμένο 15€ Ανέργων 12€, Σάββατο βρ.-Κυριακή Κανονικό 20€ Μειωμένο 17€. Εισιτήρια για την παράσταση προπωλούνται.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΦΑΡΑΖΗ