Χρύσα Κοτταράκου: «Όταν ήμουν μικρή ήμουν ένας υπερκινητικός σίφουνας»

xrusa-kottarakou Nikos Pandazaras
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2019

Η ηθοποιός πρωταγωνιστεί στον «Εραστή» στο Θέατρο Επί Κολωνώ.

Ένα απ’ τα πιο γοητευτικά θεατρικά έργα του Χάρολντ Πίντερ, Ο Εραστής, ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά από την Εταιρία Θεάτρου ΗΘΩ, σε σκηνοθεσία Λένας Φιλίπποβα στο Θέατρο Επί Κολωνώ από τις 14 Δεκεμβρίου. Εκ των πρωταγωνιστών της παράστασης, η Χρύσα Κοτταράκου συστήνεται στο click@life.

Γεννήθηκα στην Πάτρα χωρίς να έχω καταγωγή από εκεί – οι γονείς μου έζησαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στην Αθήνα. Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός αεροσκαφών στην πολεμική αεροπορία και την εποχή που γεννήθηκα ζούσαν με τη μητέρα μου στην Ανδραβίδα. Το κοντινότερο νοσοκομείο, λοιπόν, βρισκόταν στην Πάτρα. Λίγα χρόνια μετά, μεταφερθήκαμε οικογενειακώς σε μια πόλη κοντά στο Λονδίνο για να ολοκληρώσει τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Στην Αθήνα επιστρέψαμε όταν ήμουν πια 6 χρονών, όπου και έμεινα μέχρι να τελειώσω το λύκειο. Αποφοίτησα από το Πειραματικό Μουσικό Γυμνάσιο και Λύκειο Παλλήνης και, στη συνέχεια, μετακόμισα στη Θεσσαλονίκη όπου και ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών. Στην Αθήνα επέστρεψα ξανά το 2014, όταν άρχισα να ασχολούμαι επαγγελματικά με το θέατρο.

Εδώ και κάποιους μήνες ζω στην πλατεία Βικτωρίας. Είναι πολύ όμορφη από ψηλά – έχω την τύχη να μένω σε ρετιρέ – και ενώ είχα περάσει αμέτρητες φορές από εκεί, όταν βγήκα στο μπαλκόνι μου πρόσεξα για πρώτη φορά ότι υπάρχει ένα μπρούτζινο γλυπτό στη μέση της πλατείας: «Θησεύς σώζων Ιπποδάμειαν». Είναι ένα εντυπωσιακό σύμπλεγμα, που φιλοτεχνήθηκε στο Βερολίνο από τον Γιοχάνες Πφουλ και δωρίθηκε στην Αθήνα στις αρχές του 20ου αιώνα. Η Βικτώρια, παρά τη γενική παρακμή και περιθωριοποίησή της, έχει γωνιές που θυμίζουν την παλιά αρχοντική ζωή της περιοχής. Έχει έντονα το στοιχείο της γειτονιάς, η πλατεία είναι γεμάτη ζωή σχεδόν όλες τις ώρες και υπάρχουν πολλά μικρά συνοικιακά μαγαζιά με οτιδήποτε μπορεί να χρειαστεί κανείς. Δυστυχώς, είναι αρκετά βρώμικη αν και όχι επικίνδυνη, όπως έχω ακούσει συχνά να λένε.

Όταν ήμουν μικρή ήμουν ένας υπερκινητικός σίφουνας. Οι επισκέπτες του σπιτιού μας έπρεπε να υπομένουν τις «παραστάσεις» μου, τα παιχνίδια που έστηνα για αυτούς και ατέλειωτα ανέκδοτα. Είχα μάλλον πάντοτε σχέση με την περφόρμανς – θυμάμαι όταν βγαίναμε έξω δεν περπατούσα ποτέ με απλό τρόπο, είτε που θα τραγουδούσα είτε που θα χόρευα ασταμάτητα. Ίσως όλα τα παιδιά έχουν το μικρόβιο του ηθοποιού – εγώ σίγουρα. Αυτά, βέβαια, συνέβαιναν πριν το σχολείο. Στο δημοτικό συμμορφώθηκα με τους κανόνες συμπεριφοράς, και η αλήθεια είναι ότι ακόμα μετανιώνω για αυτό. Κι έπειτα, μεγάλη έμπνευση στη ζωή μου υπήρξε ο πατέρας μου, ο οποίος λατρεύει τις επιστήμες (ευτυχώς, και τις τέχνες). Η μητέρα μου έχει ακόμη φυλαγμένη μια απ’ τις πρώτες εκθέσεις μου στο σχολείο, η οποία καταλήγει «...Γι’ αυτό και θέλω να γίνω μηχανικός σαν τον μπαμπά μου». Οι γονείς μου ασχολήθηκαν πολύ ουσιαστικά με την εκπαίδευσή μου, φρόντισαν να μάθω μουσική και χορό, ώστε να έχω ανοιχτές τις επιλογές μου. Χάρη σε αυτούς βρίσκομαι εδώ που είμαι σήμερα, με έναν τρόπο και μηχανικός και ηθοποιός.

Όταν ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσω, πολύ γρήγορα άρχισε να με τρώει να ασχοληθώ και με κάτι άλλο πέρα από τη σχολή, μου κακοφαινόταν να μην έχω κάτι καλλιτεχνικό στη ρουτίνα μου. Εντελώς τυχαία, κατέληξα στη φοιτητική θεατρική ομάδα του Πολυτεχνείου και εκεί γνώρισα μερικούς απ’ τους ανθρώπους οι οποίοι έμελλε μέχρι σήμερα να αποτελούν την ομάδα μου, τους C. for Circus. Μαζί τους ζωντάνεψε ξανά εκείνο που με έκανε να κινούμαι ασταμάτητα όταν ήμουν παιδί. Ύστερα από κάποια χρόνια ερασιτεχνικής δράσης, οι περισσότεροι κατέβηκαν στην Αθήνα και ολοκλήρωσαν σπουδές σε δραματικές σχολές. Έτυχε να είμαι η πιο μικρή σε ηλικία, κι έτσι οι περισσότεροι είχαν ήδη φύγει πριν εγώ πάρω το πτυχίο μου. Νομίζω η πιο κομβική στιγμή ήταν το 2014 όταν αποφοίτησα και βρισκόμουν σε μεγάλο δίλημμα σε σχέση με το επάγγελμα που επρόκειτο να ακολουθήσω. Μιλήσαμε με τα παιδιά και μου είπαν ότι σκέφτονταν να ετοιμάσουν την πρώτη επίσημη παραγωγή στην Αθήνα και ήμουν καλοδεχούμενη αν ήθελα. Είχαν περάσει τρία χρόνια που δεν είχαμε κάνει τίποτε θεατρικό μαζί. Δεν μου πήρε πολύ καιρό, και σε συνδυασμό με το ότι η Θεσσαλονίκη με έδιωχνε πια, τους είπα «Έρχομαι». Και αυτό ήταν.

Έχω ιδιαίτερη αδυναμία στην βρετανική κουλτούρα, και, συγκεκριμένα, μου προκαλεί υπέρμετρο θαυμασμό και έμπνευση το έργο των Monty Pythons. Τον Σεπτέμβρη που μας πέρασε παρακολούθησα τον John Cleese στο Ηρώδειο και συνειδητοποίησα πόσο πολύ έχω επηρεαστεί από τη φιλοσοφία του. Επίσης, μου αρέσει πολύ ο κινηματογράφος και κατά καιρούς επιμένω να βλέπω ταινίες ηθοποιών και σκηνοθετών που μου κάνουν εντύπωση. Κάποιοι από αυτούς είναι ο Alfred Hitchcock, ο Paul Thomas Anderson, o David Cronenberg, κ.α., ενώ από ηθοποιούς ο Jim Carrey, ο Gary Oldman, ο Daniel Day Louis, η Meryl Streep, και άλλοι πολλοί.

“Ο Εραστής” είναι η ιστορία ενός ζευγαριού, οι οποίοι έχουν βρει μια πολύ ιδιαίτερη συνταγή ώστε να συνυπάρχουν. Είναι αρκετά ευκατάστατοι και ζουν σε ένα υπέροχο σπίτι στα προάστια της πόλης. Ο άντρας ασχολείται με τα οικονομικά και δουλεύει στην πόλη, ενώ η γυναίκα φροντίζει το σπίτι. Φαινομενικά είναι ένα τυπικό ζευγάρι, με μία μόνη παραφωνία: η γυναίκα έχει εραστή, ο οποίος την επισκέπτεται μερικές φορές την εβδομάδα ύστερα από συνεννόηση του ζευγαριού ώστε να λείπει ο άντρας. Στο έργο παρακολουθούμε δύο συνεχόμενες μέρες της ζωής τους, κατά τη διάρκεια των οποίων αποκαλύπτονται σιγά σιγά πράγματα και για τον εραστή, κυρίως όμως για τη φύση της σχέσης τους.

Το πολύ ενδιαφέρον σε αυτό το έργο είναι ότι το ζευγάρι αυτό απολαμβάνει να συζητάει για τον εραστή – είναι η βασική τους ενασχόληση. Δεν απευθύνονται ποτέ ευθέως ο ένας στον άλλον για τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους, αλλά χρησιμοποιούν τον εραστή ως μέσο για να επικοινωνήσουν. Ο H. Pinter είναι αξιοθαύμαστος συγγραφέας και χαρακτηριστικό στα περισσότερα έργα του είναι ότι τα πράγματα ξεκινούν τακτοποιημένα και όμορφα, ενώ σταδιακά ξετυλίγεται μια επικείμενη καταστροφή που αναγκάζει τους ήρωες να αποκαλύψουν, έστω και για μια στιγμή, κάτι αληθινά δικό τους. Έτσι και οι χαρακτήρες στον «Εραστή» αναγκάζονται να βιώσουν τη ζωή τους όπως την ξέρουν να γκρεμίζεται, μέχρι να μην μπορούν πια να κρυφτούν ο ένας απ’ τον άλλον.

Το θέμα που θίγεται σε αυτό το έργο είναι βαθιά φιλοσοφικό και γι’ αυτό πάντα επίκαιρο. Κατά πόσο γνωρίζουμε τους ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόμαστε τη ζωή μας, όταν με δυσκολία κατανοούμε ποιοι είμαστε εμείς οι ίδιοι; Τα μοναδικά εργαλεία που έχουμε για να αντιλαμβανόμαστε τον έξω κόσμο είναι οι αισθήσεις και οι σκέψεις μας. Όταν αναφέρομαι, για παράδειγμα, στον Κωνσταντίνο, αναφέρομαι στην εικόνα που έχω δημιουργήσει μέσα μου για τον Κωνσταντίνο η οποία στην καλύτερη περίπτωση είναι βασισμένη σε εμπειρίες που έχω από τον άνθρωπο αυτό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτός ο ίδιος. Αυτό σημαίνει ότι στην πραγματικότητα ποτέ δεν έχουμε πρόσβαση σε έναν άλλον άνθρωπο. Το παράδοξο προκύπτει απ’ την πίστη μας ότι γνωρίζουμε τον άλλον, ότι ξέρουμε ποιος είναι. Νομίζω αυτό είναι ένα βασικό ζήτημα στον «Εραστή», ότι συχνά καταλήγουμε να ονειρευόμαστε και να προγραμματίζουμε το μέλλον μας με μια φαντασίωση που βρίσκεται μέσα στο κεφάλι μας και χάνουμε οποιαδήποτε ευκαιρία να συναντηθούμε και να φτιάξουμε κάτι ουσιαστικό με κάποιον άλλον.

Η εποχή στην οποία ζω κινείται με εξωφρενικούς ρυθμούς, βομβαρδιζόμαστε συνεχώς από ατέλειωτες πληροφορίες. Στην Αθήνα πραγματοποιούνται πάνω από χίλιες παραστάσεις τον χρόνο. Μία απ’ τις αιτίες για αυτό είναι το θέμα του βιοπορισμού, γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις δεν μπορείς να επιβιώσεις συμμετέχοντας σε μία παράσταση τον χρόνο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα κάτι που τείνω να πιστεύω ως γενικότερο σύγχρονο ελληνικό χαρακτηριστικό: η εργασία μας είναι κατά κύριο λόγο οριζόντια και επιφανειακή, με κάποιες ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, και αυτό έχει οπωσδήποτε σχέση με την ταχύτητα με την οποία συμβαίνουν τα πράγματα. Θυμάται, άραγε, κανείς σε τι χρησιμεύει το θέατρο; Σε τι χρησιμεύει η μουσική και οι τέχνες στο σύνολό τους; Πιστεύω ότι το θέατρο είναι επιστήμη και όχι διασκέδαση, ότι είναι ένα εργαλείο για να εξερευνούμε κομμάτια της ζωής και του εαυτού μας, στα οποία δεν έχουμε πρόσβαση με άλλον τρόπο.

Μικρά πράγματα συνήθως με κάνουν να αισθάνομαι περήφανη για τον εαυτό μου, για παράδειγμα όταν τραγούδησα πρώτη φορά επί σκηνής, όταν κοιμήθηκα πρώτη φορά έξω στο βουνό μόνη μου, όταν συνέδεσα την κουζίνα στο σπίτι μου. Μεγάλη ικανοποίηση αισθάνθηκα, βέβαια, και όταν μετέφρασα το πρώτο μου θεατρικό έργο που δεν είναι άλλο από τον «Εραστή»! Αν και ίσως το μεγαλύτερο απ’ τα όνειρά μου το οποίο έχει πραγματοποιηθεί είναι ότι πήρα την απόφαση να γίνω ηθοποιός και μάλιστα γνώρισα ανθρώπους στο θέατρο που χαίρονται να συνεργάζονται μαζί μου.

Επόμενα σχέδια; Η επόμενη παραγωγή στην οποία θα συμμετέχω θα πραγματοποιηθεί τον Μάιο στο Εθνικό Θέατρο με τους C. for Circus. Θα ανεβάσουμε ένα καταπληκτικό κείμενο, το οποίο είχα τη χαρά να μεταφράσω, το “Love & Information” της Caryl Churchill. Σε αυτήν την παράσταση επέλεξα για πρώτη φορά να μην είμαι ηθοποιός, αλλά βοηθός σκηνοθέτη υπό τον αγαπημένο μου Παναγιώτη Γαβρέλα στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Και φυσικά, η συνεργασία με την Λένα Φιλίπποβα έχει διευρύνει αφάνταστα τους ορίζοντές μου σε σχέση με το θέατρο και σκοπεύω να την ακολουθώ σε ό, τι κι αν κάνει.

Συγγραφέας: Χάρολντ Πίντερ

Σκηνοθεσία: Λένα Φιλίπποβα
Μετάφραση: Χρύσα Κοτταράκου
Σκηνικά – κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα
Βοηθός σκηνοθέτη: Ιωάννα Ζέρβα
Φωτογραφίες: Τσέτσι Τσάνκοβ

Επιμέλεια αφίσας: Θεόδωρος Λ. Στεφανόπουλος Trailer: Στέφανος Γκέκας Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη Παραγωγή: Εταιρεία Θεάτρου ΗΘΩ

Ερμηνεύουν: Χρύσα Κοτταράκου, Κωνσταντίνος Παράσης

Info
Θέατρο Επί Κολωνώ: Ναυπλίου 12 & Λένορμαν 94, Κολωνός, Αθήνα, 2105138067. Μέρες και ώρα παραστάσεων: Σάββατο στις 21.30 και Κυριακή στις 19.00. Τιμές εισιτηρίων: Γενική Είσοδος:13 €, Φοιτητικό/Ανέργων: 10 €. Διάρκεια: 70 λεπτά. Κρατήσεις θέσεων: 2105138067, 6948298063

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΦΑΡΑΖΗ