Γιάννης Ρήγας: «Όλα δείχνουν να έχουν γίνει άνω-κάτω στις μέρες μας»
Μια ιστορία ενηλικίωσης με τίτλο «Το όνειρο του Χάιμε» του πρωτοεμφανιζόμενου νεαρού συγγραφέα, Πάνου Μπρατάκου, παρουσιάζει το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, στην Πειραματική Σκηνής της Μονής Λαζαριστών. Ο σκηνοθέτης της παράστασης Γιάννης Ρήγας, μιλά αποκλειστικά στο click@Life για την επιλογή του έργου, τους νέους και το θέατρο στη Θεσσαλονίκη.
Μια ιστορία ενηλικίωσης με τίτλο «Το όνειρο του Χάιμε» του πρωτοεμφανιζόμενου νεαρού συγγραφέα, Πάνου Μπρατάκου, παρουσιάζει το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, στην Πειραματική Σκηνής της Μονής Λαζαριστών. Ο σκηνοθέτης της παράστασης Γιάννης Ρήγας, μιλά αποκλειστικά στο click@Life για την επιλογή του έργου, τους νέους και το θέατρο στη Θεσσαλονίκη.
Ποιο ήταν εκείνο το στοιχείο που σας κέντρισε το ενδιαφέρον στο «Όνειρο του Χάιμε», ώστε να θελήσετε να το σκηνοθετήσετε;
Η σχέση του με τη νεότητα, τα προβλήματά της- τα ανομολόγητα προβλήματά της- η καθαρότητα του κειμένου, η ανάγκη μου να στρέψω το δικό μου βλέμμα προς το παρελθόν και να συμφιλιωθώ μαζί του-με τη δική μου ενηλικίωση, τους δικούς μου γονείς- οι κουβέντες που έκανα με τον Πάνο Μπρατάκο πριν αποφασίσω να το σκηνοθετήσω... Κάθε φορά όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με το επόμενο κείμενο, είναι τόσοι πολλοί οι λόγοι για να συμφιλιωθείς ή να τσακωθείς μαζί του πριν αποφασίσεις να το αναλάβεις. Σε κάθε περίπτωση, τύχη αγαθή με έφερε σε επαφή με το «Όνειρο του Χάιμε». Αγάπησα πολύ το κείμενο αυτό.
Κάποια από τα πρόσωπα του έργου είναι φανταστικά και κάποια είναι πρόσωπα της πραγματικότητας. Πώς αποδίδεται αυτή η... σύγχυση σκηνικά;
Απαντώ με ερώτηση: Πόσα από τα πρόσωπα που συνδιαλέγεστε καθημερινά, συνομιλείτε μαζί τους, κάνετε παρέα κλπ. κλπ. είναι στη πραγματικότητα έτσι όπως εσείς τα έχετε στο μυαλό σας; Η κοπέλα της διπλανής πόρτας, που κάθε πρωί κατεβαίνετε μαζί με το ασανσέρ στο ισόγειο, φορά πράγματι ροζ μπουφάν και είναι σε σχέση ή εσείς θελήσατε να είναι έτσι; Στον πρωινό καφέ, στο δρόμο για τη δουλειά με ποιόν συνομιλείτε αφού είστε μόνοι σας; Έτσι και στη σκηνή – στο συγκεκριμένο έργο – η απόσταση που χωρίζει τα φανταστικά από τα πραγματικά είναι η ελάχιστη. Θα μπορούσε να είναι πραγματικά ή φανταστικά την ίδια στιγμή. Το ίδιο και οι πράξεις τους.
Σύμφωνα με το δελτίο τύπου πρόκειται για ένα «σκληρό παραμύθι ενηλικίωσης». Ποια είναι τα στοιχεία παραμυθιού που υπάρχουν στην παράσταση;
Με προκαλείτε να φανερώσω στοιχεία της παράστασης, που θα προτιμούσα να τα γευθεί κάθε θεατής ξεχωριστά. Παρ' όλα αυτά θα σας απαντήσω πλαγίως: πώς γίνεται να εμφανιστεί ένα δάσος στη σκηνή, έτσι στα καλά καθούμενα ή να παρασταθεί μια ονειρική σκηνή γέννησης; Ή ένας ανώδυνος – φαινομενικά – διάλογος να έχει κι άλλη εκδοχή από την αναμενόμενη; Οι απαντήσεις στη σκηνή λοιπόν.
Το έργο αναφέρεται κυρίως στους νέους. Χρησιμοποιείτε ορισμένες λέξεις της νεανικής αργκό, υπάρχουν κάποιες τολμηρές σκηνές;
Και λέξεις αργκό πιθανόν χρησιμοποιούμε και τολμηρές σκηνές υπάρχουν. Η παράσταση εξ άλλου είναι ακατάλληλη για ανηλίκους. Η φαντασία και οι διαδρομές της συχνά πυκνά ακολουθούν «ακατάλληλα» μονοπάτια γιατί ακριβώς είναι δικιά μας και την κάνουμε ότι θέλουμε! Κατά αυτή την έννοια η παράσταση έχει και σκληρές σκηνές, όχι μόνο τολμηρές.
Αν ήσασταν σήμερα στα 18 ποιο επαγγελματικό δρόμο θα επιλέγατε να ακολουθήσετε;
Επιπόλαια θα απαντούσα ότι θα είχα ακολουθήσει τον ίδιο ακριβώς δρόμο, όμως οι σημερινές συνθήκες ενηλικίωσης απέχουν απο αυτές που εγώ μεγάλωσα. Εμάς μας απασχόλησε η επανάσταση, η κοινωνική σύγκρουση, η έντονη «ψευδαίσθηση» να την πω, ότι μας αναλογούσε να αλλάξουμε τον κόσμο. Δεν ξέρω αν τη σημερινή νεολαία την απασχολούν τα ίδια πράγματα. Μπορεί, και αν μπορεί την απασχολούν με άλλους τρόπους και μεθόδους. Λοιπόν, δεν ξέρω αν θα ακολουθούσα τον ίδιο δρόμο σήμερα. Είναι όμως πολύ πιθανό.
Το κοινό της Θεσσαλονίκης στηρίζει το καλό θέατρο; Και πόσο εφικτό είναι να κάνετε θέατρο σε αυτή τη πόλη;
Όλα δείχνουν να έχουν γίνει άνω-κάτω στις μέρες μας. Είτε μιλούμε για την πόλη μας είτε για οποιαδήποτε άλλη. Από την επέλαση των μέσων ενημέρωσης (της τηλεόρασης δηλαδή) και μετά χάσαμε το μέτρο. Χάθηκε ο θαυμασμός και η απορία, η συγκίνηση για το έργο τέχνης. Φοβάμαι πως ένα μεγάλο μέρος του κοινού πάει στο θέατρο για να ψηφίσει ποιος είναι ο επόμενος παίκτης για αποχώρηση από το παιχνίδι. Δεν προσέρχεται για να συνομιλήσει και να θαυμάσει, να συγκινηθεί εντέλει, αλλά αποκλειστικά για να κρίνει. Μα όταν αυτό το συναίσθημα προηγείται του θαυμασμού και της απορίας για ποιο κοινό μιλάμε; Βάλαμε κι εμείς οι καλλιτέχνες το χεράκι μας βέβαια για αυτήν την κατάντια. Παρ’ όλα αυτά θέλω να ελπίζω ότι και γνήσιο κοινό υπάρχει και είναι εφικτό να κάνεις θέατρο στη Θεσσαλονίκη. Η εμμονή μου να παραμένω εδώ το αποδεικνύει.
ΝΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑ







