Κ. Ρήγος: «Με τρομάζουν η αφέλεια, η αδιαφορία και η έλλειψη μνήμης»

k-rigos-me-tromazoun-i-afeleia-i-adiaforia-kai-i-elleipsi-mnimis-elleipsi-mnimis

ΤΕΤΑΡΤΗ, 02 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013

Ο Κωνσταντίνος Ρήγος πραγματοποιεί επιτέλους το όνειρό του και ανεβάζει το μιούζικαλ «Cabaret» (Καμπαρέ) στο Μέγαρο Μουσικής (από τις 4 Οκτωβρίου). Ο ανήσυχος χορογράφος και σκηνοθέτης αποκαλύπτει στο click@Life πώς έπεισε την Τάνια Τσανακλίδου να επιστρέψει στη σκηνή, ενώ παράλληλα σχολιάζει την άνοδο του φασισμού στην Ελλάδα.

Το θρυλικό μιούζικαλ «Cabaret» (Καμπαρέ) των Φρεντ Εμπ (στίχοι)/Τζον Κάντερ (μουσική), έγραψε Ιστορία όχι μόνο στη σκηνή αλλά και στη μεγάλη οθόνη, χάρη στην βραβευμένη με Οκτώ Όσκαρ ταινία του Μπομπ Φος το 1972, με τη Λάιζα Μινέλι. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος θα μας δώσει τη δική του εκδοχή πάνω στο μιούζικαλ, συνενώνοντας καλλιτέχνες με διαφορετικές διαδρομές από το χώρο του θεάτρου, της μουσικής και του χορού, σε ένα υπερθέαμα. Από τις 4 Οκτωβρίου, η αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, μεταμορφώνεται σε επιβλητικό καμπαρέ…

Το «Καμπαρέ» έχει γράψει ιστορία στο σινεμά και έχει ανέβει σε ποικίλες εκδοχές στη σκηνή του θέατρου. Υπήρξε κάποια παρουσίασή του που κατά κάποιο τρόπο σας «στοίχειωσε»;

Όχι, γιατί τις θεατρικές βερσιόν δεν τις έχω δει- εκτός από μια που παρακολούθησα συμπτωματικά πέρυσι στο Λονδίνο. Όμως δεν θα έλεγα ότι με ενθουσίασε για να με επηρεάσει. Οτιδήποτε άλλο έχω δει είναι από έρευνες που έχω κάνει στο διαδίκτυο. Και ουσιαστικά δεν μπορείς μέσα από ένα βιντεάκι να καταλάβεις το ακριβές περιεχόμενο μιας παράστασης. Αυτό που μπορεί κανείς να πει ότι μπορεί να με έχει επηρεάσει περισσότερο είναι η ταινία, παρότι φυσικά το μιούζικαλ είναι τελείως διαφορετικό. Η αίσθηση που έχει κανείς από την κινηματογραφική ταινία είναι το περιθώριο, η νύχτα στο Βερολίνο εκείνης της εποχής.

Πώς σχολιάζετε το Βερολίνο του «Καμπαρέ»;

Μιλάμε για μια περίοδο στη δεκαετία του ’30 με ιδιαίτερο ενδιαφέρον , όταν το Βερολίνο ήταν κάπως σαν τη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’70. Ήταν δηλαδή μια τρομερά προκλητική και αισθησιακή πόλη που έβραζε και τα πάντα μπορούσαν να συμβούν. Το έργο, επειδή είναι τοποθετημένο σε εκείνη την εποχή φέρει αυτό το άρωμα. Είναι ένα μεγαλειώδες μιούζικαλ, με εξαιρετική υπόθεση, δυναμικά και χαρακτηριστικά πρόσωπα που εξυπηρετούν συγκεκριμένο ρόλο, συνθέτοντας ένα παζλ. Ταυτόχρονα είναι ένα «διπλό μιούζικαλ». Είναι ένα μιούζικαλ θεατρικό, με την έννοια ότι έχει τραγούδια για θεατρικές σκηνές και ένα μιούζικαλ καμπαρέ, φτιαγμένο ουσιαστικά για να παρουσιάζεται σαν σόου. Αυτή η διπλή υπόσταση του καμπαρέ είναι ίσως και το γοητευτικότερο σημείο του. Κι ενδεχομένως αυτός είναι ο λόγος που εδώ και πάρα πολλά χρόνια το είχα στο μυαλό μου και ήθελα πραγματικά να το κάνω.

Ποια στοιχεία του έργου θέλετε να υπογραμμίσετε με τη δική σας σκηνοθετική πρόταση;

Την αλήθεια του και την ουσία των προσώπων. Θέλω να «φωτίσω» τη σκοτεινιά του «Καμπαρέ». Είναι σκοτεινό, όχι με την έννοια του καταθλιπτικού αλλά με την έννοια του περιθωρίου. Γιατί, από τη μια πλευρά το καμπαρέ είναι περιθώριο και από την άλλη, η ζωή ωθεί τους ανθρώπους στο περιθώριο. Τα πρόσωπα του έργου βρίσκονται όλα σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής τους. Αυτό το στοιχείο κάνει το έργο ουσιαστικό αλλά ταυτόχρονα και μαγικό, αφού δεν γίνεται ποτέ μίζερο. Δεν είναι μια καταθλιπτική καταγραφή της ζωής αλλά δίνει διέξοδο και ταυτόχρονα δημιουργεί μια ωραία αίσθηση.

Συμμετέχουν πολύ γνωστά ονόματα στο πρωταγωνιστικό καστ. Με ποια κριτήρια τους επιλέξατε;

Στο κάστινγκ κάθε παράστασης, ειδικά όταν βασίζεται σε ηθοποιούς, θέλω να αισθανθώ ότι θα πάρω από τον κάθε ερμηνευτή κάτι τελείως διαφορετικό που θα δώσει ξεχωριστό τόνο στους ρόλους της παράστασης. Το ίδιο κάνω και με τους χορευτές-απλώς αυτοί δεν είναι τόσο γνωστοί, όπως οι ηθοποιοί. Η αρχική μου ιδέα για αυτή την παράσταση συμπεριλάμβανε και τη Μαρία Ναυπλιώτου. Τα τελευταία τρία χρόνια σκεφτόμουν έντονα το «Καμπαρέ» και είχαμε κάνει κάποιες προσπάθειες για να πραγματοποιηθεί, οπότε η Μαρία ήταν ο πρώτος συντελεστής της παράστασης. Όλοι οι υπόλοιποι επιλέχτηκαν μετά από πολλή σκέψη ως προς το ποια θέλω να είναι η ταυτότητα της παράστασης. Με αφορά η καλλιτεχνική ταυτότητα μιας παράστασης και όχι μια απλώς εμπορική παράσταση ονομάτων. Παρότι είναι σημαντικό να «περάσει» και στον κόσμο γιατί νομίζω ότι είναι μια ιδιαίτερη δουλειά. Αλλά παρόλα αυτά δεν ήταν ποτέ αυτό το κριτήριό μου.

Αλήθεια, πώς πείσατε την Τάνια Τσανακλίδου να επιστρέψει;

Την πείσαμε μετά από πολλή συζήτηση. Ήξερα ότι άρεσε και στην Τάνια το έργο. Μου είπε ότι στο παρελθόν είχε σκεφτεί κι εκείνη αν θα μπορούσε να το ανεβάσει ή να πει κάποια τραγούδια του. Όταν μιλήσαμε λοιπόν, μου είπε πως το ήθελε πάρα πολύ και από εκεί ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση για τι θέλουμε να πούμε με αυτή την παράσταση. Γιατί φυσικά ένας άνθρωπος ο οποίος έχει αποχωρήσει από τα πράγματα είναι δύσκολο να επιστρέψει. Και είναι συγκινητικό το πόσο ουσιαστικά έχει επιστρέψει, με την έννοια ότι ο ρόλος της έχει γίνει μέρος της ζωής της. Η ίδια μου είπε ότι ταυτίστηκε με την φροϊλάιν Σνάιντερ και πως αυτός ο ρόλος της έδωσε κάτι που θεώρησε ότι έχει σημασία και ήθελε να βγει στη σκηνή για να το πει. Δεν ξέρω πόσο εύκολα θα κάνει ξανά κάτι άλλο.

Ποια πιστεύετε ότι είναι τα δυνατά σημεία του υπόλοιπου πρωταγωνιστικού καστ;

Ο Δημήτρης Λιγνάδης για μένα ήταν ο ιδανικός κομπέρ. Είναι θαυμάσιο ηθοποιός και ο ίδιος λειτουργεί και ως «κομπέρ» στις παραστάσεις του με την έννοια ότι έχει αυτόν τον σαρκασμό στο παίξιμό του. Νομίζω ότι θα αποτελέσει τη μεγάλη έκπληξη, καθώς τραγουδάει εξαιρετικά και δίνει τον τόνο που πρέπει στην παράσταση. Ο Γιώργος Νανούρης, ένας ταλαντούχος ηθοποιός, θα ενσαρκώσει τον συγγραφέα, έναν χαρακτήρα που αποτελεί τον άξονα του έργου. Ήθελα κάποιον τελείως άφθαρτο και καθαρό, να κάνει αυτόν τον αμερικάνο που έρχεται και βλέπει όλο αυτό το περιβάλλον. Η Νάντια Μπουλέ τραγουδάει πολύ ωραία. Την είχα δει στο μιούζικαλ «Fame» και στο «Dancing with the stars» -αν και σε αυτή την παράσταση δεν χορεύει. Μου άρεσε πάρα πολύ και θεώρησα ότι θα έδινε λάμψη στον μικρό ρόλο της φροϊλάιν Κοστ. Ο Μιχάλης Μητρούσης είναι ένας πολύ καλός ηθοποιός με πολύ μεγάλη εμπειρία. Μαζί με την Τάνια Τσανακλίδου αποτελούν έναν ιδανικό συνδυασμό, καθώς και οι δυο τους είχαν ξεκινήσει από την ίδια δραματική σχολή και τους ενώνει μια φιλία σαράντα ετών, οπότε η χημεία μεταξύ τους είναι ιδιαίτερη. Με τον Παναγιώτη Μπουγιούρη, που κάνει τον Γερμανό Λούντβιχ, είχαμε ήδη συνεργαστεί πέρυσι και μου άρεσε πολύ ξαναδουλέψω μαζί του. Κάνει έναν ρόλο που είναι αρκετά σκληρός και «αντιπαθής» μέσα στο έργο.

Εκτός από τη λάμψη του Βερολίνου στο οποίο τοποθετείται το έργο, υπάρχει και η άνοδος του ναζισμού. Διακρίνετε αναγωγές με το σήμερα;

Θα μπορούσε να υπάρχουν, με την έννοια ότι ο καθένας μπορεί να «διαβάζει» ό,τι θέλει. Όμως στην πραγματικότητα δεν νομίζω ότι ισχύει κάτι τέτοιο. Εντάξει, ίσως μπορεί να υπάρχουν κάποιες εύκολες αναγωγές, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που συνέβαινε εκείνη την στιγμή ήταν κάτι άλλο. Ξεκίνησε ως κάτι διαφορετικό και εξελίχθηκε… Ο κόσμος εκείνη την περίοδο δεν αναγνώριζε αυτό που θα συνέβαινε. Σήμερα δεν υφίσταται η αθωότητα εκείνης της εποχής. Δεν υπάρχει το «δεν ξέρω τι συμβαίνει» ή «πιστεύω σε κάτι άλλο». Είμαστε πολύ περισσότερο συνειδητοποιημένοι με οτιδήποτε βλέπουμε, σε σχέση με εκείνη την περίοδο, όταν πολλά πράγματα έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση. Σίγουρα ωστόσο, υπάρχουν στοιχεία που μπορεί να τα θεωρήσει κανείς επίκαιρα.

Πώς ερμηνεύετε την άνοδο του νέο-φασισμού στην Ελλάδα;

Ο νεοφασισμός πάτησε εν μέρει στα ξενοφοβικά αισθήματα των Ελλήνων, (η Πολιτεία δεν είναι άμοιρη ευθυνών για τη γέννησή τους) και εν μέρει στις σαρωτικές νεοφιλελεύθερες λύσεις κατά της κρίσης και στη συνεκδοχική κατάρρευση των –υπερβολικών ή και αβάσιμων ίσως, αφού ξέραμε που ζούσαμε– προσδοκιών μας από το Κράτος. «Μαλακώσαμε», να το πω έτσι, τη στάση μας οι Έλληνες απέναντι σε ανήκουστες κακοήθειες κατά των ξένων και κατά τού πολιτικού κατεστημένου (όπου κατεστημένο βλ. όλο το φάσμα της πολιτικής μας ζωής), με αποτέλεσμα να χάσουμε το μέτρο τού τι επιτρέπουμε και σε ποιον «εκπρόσωπο».

Τι σας τρομάζει περισσότερο;

Με τρομάζει το γεγονός ότι όλα αυτά συμβαίνουν παρά το ότι τώρα όλοι γνωρίζουμε, τώρα βρισκόμαστε στη μετά-τη-ναζιστική-εμπειρία. Με τρομάζουν η αφέλεια, η αδιαφορία και η έλλειψη μνήμης

Το μιούζικαλ έχει βρει τη θέση που του αξίζει στον θεατρικό χάρτη;

Δεν το νομίζω. Δεν σημαίνει τίποτα αν ανεβαίνουν 2-3 μιούζικαλ το χρόνο. Το μιούζικαλ στην Ελλάδα παραμένει ξένο παρότι είναι λαμπερό γιατί δεν έχουμε συνηθίσει τη «γραφή» του, εφόσον η δύναμη της επιθεώρησης ήταν πολύ μεγάλη. Η επιθεώρηση έχει κερδίσει περισσότερο στη συνείδηση του Έλληνα παρά το μιούζικαλ. Όμως επειδή ανεβαίνουν εδώ και κάποια χρόνια μιούζικαλ-πριν είκοσι χρόνια περίπου είχε συμβεί πάλι αυτό, να ανεβαίνουν αρκετές παραστάσεις μιούζικαλ- είμαστε σε μια μια περίοδο που το μιούζικαλ μπορεί να αγαπηθεί. Είναι ένα είδος το οποίο πραγματικά αξίζει και έχει ενδιαφέρον. Κατά τη γνώμη μου το «Καμπαρέ» δεν είναι ένα μιούζικαλ με την τυπική έννοια του όρου. Είναι ένα πολύ μεγάλο έργο με μουσική και τραγούδια. Γιατί πράγματι, τα μιούζικαλ συνήθως έχουν μια στοιχειώδη πλοκή για να εξυπηρετήσει τα τραγούδια. Αντίθετα το «Καμπαρέ» έχει μια πολύ ουσιαστική υπόθεση, ενώ τα τραγούδια του είναι διαμάντια μουσικής και στίχων. Σίγουρα ο κόσμος θυμάται το «Μοney, money». Όμως τα τραγούδια του έργου, ειδικά στο δεύτερο μέρος, είναι συγκλονιστικά.

Η ταυτότητα της παράστασης: Στίχοι: Fred Ebb. Μουσική: John Kander. Σκηνοθεσία , χορογραφία , σκηνογραφία: Κωνσταντίνος Ρήγος. Μετάφραση: Έρι Κύργια. Απόδοση στίχων: Νίκος Μωραΐτης. Μουσική διεύθυνση - ενορχήστρωση: Δημοσθένης Γρίβας. Φωνητική Διδασκαλία: Λία Βίσση. Κοστούμια: Γιώργος Σεγρεδάκης. Συνεργάτης-Σκηνογράφος: Μαίρη Τσαγκάρη. Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης. Βοηθοί σκηνοθέτη: Άγγελος Παναγόπουλος, Έλενα Σκουλά. Βοηθός χορογράφου: Νίκος Μαριάνος. Πρωταγωνιστούν οι: Δημήτρης Λιγνάδης, Μαρία Ναυπλιώτου, Τάνια Τσανακλίδου, Μιχάλης Μητρούσης, Παναγιώτης Μπουγιούρης, Γιώργος Νανούρης, Νάντια Μπουλέ. Συμμετέχουν: Χρήστος Τανταλάκης και Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης. Ομάδα χορευτών: Πάνος Αθανασόπουλος, Ελίζα Γεροντάκη, Αλεξάνδρα Γρηγορίου, Άννα Μάγκου, Ραφαήλ Σωτήρης Μποβολανέας, Ιώβη Φραγκάτου, Φανή Φωκά, Αναστάσιος Ξιαρχογιαννόπουλος, Χρήστος Ξυραφάκης, Wiveca Hartmann. Μουσικοί: Δημοσθένης Γρίβας (διεύθυνση ορχήστρας, μπάσο). Κώστας Γιαξόγλου (πιάνο). Άγγελος Τζαμαρίας (τρομπόνι). Στέλιος Χατζηκαλέας (τρομπέτα). Χρήστος Κωνσταντινίδης (ντραμς). Γιώργος Κάστανος (τενόρο σαξόφωνο, κλαρινέτο). Γιώργος Κοντομιχάλης (άλτο σαξόφωνο, φλάουτο).

Πληροφορίες: από 4 Οκτωβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων, αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη. Ημέρες παραστάσεων από Τετάρτη έως Κυριακή. Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή, ώρα έναρξης: 20:00. Σάββατο και Κυριακή: 17:00 και 21:00. Τιμές εισιτηρίων: 52 ευρώ (διακεκριμένη ζώνη), 37 ευρώ, 26 ευρώ, 14 ευρώ, 9 ευρώ (φοιτητικό, ΑΜΕΑ). Η προπώληση έχει ήδη ξεκινήσει. Προπώληση εισιτηρίων: εκδοτήρια Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, τηλ. : 2107282333, www.megaron.gr , Public, www.tickets.gr , εκδοτήρια Ticketservices (Πανεπιστημίου 39, Στοά Πεσμαζόγλου) και τηλ. : 210 7234567.

Μάνια Στάικου