Κριτική: Είδαμε την παράσταση «Το λεωφορείο ο Πόθος» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά

streetcarnew00060
ΔΕΥΤΕΡΑ, 17 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2025

Από τη Σμαρώ Κώτσια, Θεατρολόγο - Κριτικό Θεάτρου.

Ο Τένεσι Ουίλιαμς γράφει το έργο «Λεωφορείο ο Πόθος» το 1947, το οποίο βραβεύεται με Πούλιτζερ την επομένη χρονιά. Στο έργο ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας σμιλεύει με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία μια γυναικεία περσόνα (Μπλανς ΝτυΜπουά) ψυχικά κλονισμένη και αναπτύσσει τη δράση μέσα σε ένα ανοίκειο και σκληρό περιβάλλον προς αυτήν. Δομεί το έργο σε ένα διαρκές δίπολο μεταξύ: θανάτου και πόθου, έλξης και απώθησης, απόλαυσης και πόνου, φαντασίας και πραγματικότητας, ρεαλισμού και μαγείας, ευαισθησίας και κυνισμού, σκληρότητας και ευαλωτότητας, αναζήτηση ταυτότητας (Στάνλεϊ) και χαμένης ταυτότητας (Μπλανς), χυδαίου υλισμού κατά πνευματικών και καλλιτεχνικών αξιών χρησιμοποιώντας ως όχημα τον ποιητικό ρεαλισμό, λυρικές ανάσες και πολλαπλούς συμβολισμούς.

Η γοητευτική Μπλανς (Λευκή) αριστοκράτισσα, καλλιεργημένη, φιλόλογος, με καλή ανατροφή και ραφινάτους τρόπους μετακινείται από την πόλη Laurel του Μισισίπι, τον βαθύ αριστοκρατικό Νότο προς τα νότια, στη βιομηχανική πόλη της Νέας Ορλεάνης, διαγράφοντας μια καθοδική πορεία με μεταφορική και ουσιαστική σημασία, ψυχικής κατάρρευσης και αλλαγής τόπου. Τώρα πια η Μπλανς είναι ένας 'πεπτωκώς άγγελος', με αμαυρωμένο φωτοστέφανο, βαθιά πληγωμένη, έχοντας βιώσει διαδοχικούς θανάτους, την οικονομική καταστροφή με την απώλεια της έπαυλης στο Μπελ Ρεβ (Όμορφο Όνειρο) σε πλειστηριασμό, χωρίς δουλειά λόγω της προτίμησής της σε ανήλικα αγόρια και σπαταλώντας τη ζωής της σε εφήμερες σχέσεις, αναζητώντας τον έρωτα, την αγάπη και την ασφάλεια σε έναν σκληρό κόσμο. Το 'όμορφο όνειρο' μετατρέπεται σε εφιάλτη που ξυπνά τα σκοτεινά στοιχειά του ψυχικού της 'δάσους' (ΝτυΜπουά). Η Μπλανς στο ηλιοβασίλεμα πλέον της νιότης της, αλκολική, πρώην φιλόλογος, χρεοκοπημένη αριστοκράτισσα, πάντα όμως κομψή και φινετσάτη, ψυχικά εύθραυστη και συναισθηματικά ευάλωτη παίρνει δύο λεωφορεία, με τα σιβυλλικά ονόματα, Πόθος και Νεκροταφείο για να φτάσει σε μια εργατική φτωχογειτονιά της Νέας Ορλεάνης με το παράδοξο όνομα Ηλύσια Πεδία, στο σπίτι της αδελφής της αποζητώντας ένα απάγκιο στην τρικυμισμένη της ζωή. Μόνο που αυτά τα Ηλύσια Πεδία δεν είναι ο δικός της 'Παράδεισος' αλλά ένα προσωπικό κολαστήριο που θα την οδηγήσει στην πλήρη ψυχική κατάρρευση, στην τρέλα. Στο καταφύγιο, κατά έναν οξύμωρο τρόπο, της προσωπικής της λύτρωσης.

Ο Δημήτρης Καραντζάς καταθέτει μια σαγηνευτική όσο και ανατρεπτική παράσταση δημιουργώντας μια ρωγμή στη μυθολογία που ακολουθεί το έργο εδώ και χρόνια. Ο Καραντζάς διαμορφώνει ένα σκηνικό σύμπαν στο οποίο κυριαρχεί πλήρως ο ωμός ρεαλισμός, ο κόσμος της εργατικής τάξης του Στάνλεϊ και της Στέλλας (αδελφή της Μπλανς), στον οποίο προσπαθεί να βρει μια θέση η εύθραυστη παρουσία της Μπλανς μαζί με τον απόηχο μιας καταρρέουσας αριστοκρατικής τάξης. Δύο κόσμοι που μοιραία θα συγκρουστούν, δημιουργώντας πόλους έλξης και απώθησης. Μια σύγκρουση που υποκινείται από μια ενστικτώδη αντιπαλότητα και έναν υφέρποντα νοσηρό ερωτισμό. Το ευφυές σκηνικό της Μαρίας Πανουργιά, με το αυστηρά μετωπικό στήσιμο, αποτυπώνει με ακρίβεια αυτό που ο Καραντζάς θέλει να ανασύρει μέσα από το έργο του Ουίλιαμς. Να γίνει ορατή, προκαλώντας μια γροθιά  στο στομάχι του θεατή, αυτή η σύγκρουση μέσα σε ένα στενόμακρο, ασφυκτικό χώρο, δύο δωματίων, χωρίς καθόλου βάθος, που τα χωρίζει μια πλαστική κουρτίνα.

Εδώ 'συμπιέζει' τη δράση του έργου  εγκλωβίζοντας τους ήρωες του έργου σε ένα περίκλειστο και αναπόδραστο περιβάλλον, όπου καταργείται ο προσωπικός χώρος και καταρρέει η έννοια της αξιοπρέπειας, της ιδιωτικότητας και του σεβασμού. Η  τολμηρή επιλογή του να  ερμηνεύσει τον ρόλο του Στάνλεϊ Κοβάλσκι (Άρης Μπαλής) ένας λιπόσαρκος ηθοποιός με μικροκαμωμένο φυζίκ, μακριά από το πρώτυπο του μάτσο, κατακτητή άνδρα, φωτίζει τον αγώνα αυτού του εργάτη, πολωνικής καταγωγής, να βρει τον χώρο του σε μια κοινωνία, που διαρκώς τον ωθεί στο περιθώριο, να αδράξει το αμερικάνικο όνειρο και να αποκτήσει  μια κοινωνική ταυτότητα. Και ακόμα, η παρουσία αυτού του άνδρα με το 'μικρό δέμας', ενδεχομένως, να ανακαλεί μνήμες, από το σκοτεινό παρελθόν, στην Μπλανς, παραπέμποντας στον χαμένο gay νεανικό σύζυγό της, τον έρωτα που σημάδεψε την ψυχή και τη ζωή της. Τέλος, ο Καραντζάς κλείνει την παράσταση με έναν  συμβολικό  τρόπο,  κάνοντας ένα απότομο 'cut' στον ωμό ρεαλισμό. Η Μπλανς, ψυχικά διαλυμένη, σαν έτοιμη από καιρό, 'ρίχνει' τον τοίχο του σκηνικού, πραγματοποιώντας, ολομόναχη,  μια ποιητική έξοδο σε έναν ολάνθιστο κήπο, που συμβολίζει, μέσα στην περιδίνηση του μυαλού της, τα δικά της, επίγεια Ηλύσια Πεδία, τον προσωπικό της ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ. Έναν τόπο όπου, επιτέλους, θα γαληνέψει η ψυχή της και κατά έναν ειρωνικό τρόπο, αυτός ο τόπος είναι μια ψυχιατρική κλινική. Ενώ ακούγεται off η φωνή του γιατρού και η περίφημη ατάκα της Μπλανς: "Πάντα είχα εμπιστοσύνη στην καλοσύνη των ξένων", που στη μετάφραση του Αντώνη Γαλέου ερμηνεύεται " των αγνώστων".

Η Ιωάννα Τσάμη ντύνει με  ευτελή καθημερινά ρούχα την εργατική τάξη και την Μπλανς με λευκά φορέματα, που αποπνέουν μια φθαρμένη λάμψη. Εξαιρετική η μουσική σύνθεση του Γιώργου Ραμαντάνη δημιουργεί υπόκωφα ηχητικά τοπία και πλέκεται αρμονικά με τους ήχους της Βαρσοβιάνας, αναμιχλεύντας το νεανικό τραύμα  της Μπλανς. Καθοριστικοί οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη στη διαμόρφωση ψυχικών τοπίων (γαλάζιος φωτισμός) και δράσης σκληρού ρεαλισμού (ψυχρός φωτισμός).

Η Αλεξία Κατσίκη, στην πιο ώριμη στιγμή της υποκριτικής της πορείας, ερμηνεύει την Μπλανς ΝτυΜπουά με κάθε χτύπο της καρδιάς της και με κάθε κύτταρο του σώματός της. Η Μπλανς της, μια γυναίκα  εύθραυστη και υπερευαίσθητη, που κρύβει το πέρασμα του χρόνου από το πρόσωπό της στο ημίφως, με πάλλουσα εσωτερικότητα, σπαρακτική εκφραστικότητα, αριστοκρατική υπεροψία, πειστικά ζωτικά ψεύδη και ραγισμένη φωνή καταγράφει, συγκλονιστικά, τον πολυεπίπεδο ψυχισμό της ηρωίδας. Ο Άρης Μπαλής, με τον κόντρα σωματότυπο, πλάθει με απόλυτο ρεαλισμό έναν γήινο Στάνλεϊ με έντονη σεξουαλικότητα, έναν βίαιο άνδρα,, άξεστο εργάτη, αγροίκο μετανάστη, δεύτερης γενιάς, με χυδαίους τρόπους και πατριαρχικές συμπεριφορές, ο οποίος παλεύει με νύχια και με δόντια για μια καλύτερη ζωή. Ο Άρης Μπαλής με τη Δήμητρα Βλαγκοπούλου έχουν μια καταπληκτική χημεία επί σκηνής και δημιουργούν το τέλειο ερωτικό ζευγάρι που το ενώνει ένας ζωώδης πόθος, μια παθιασμένη έλξη και ένας πυρακτωμένος ερωτισμός. Η Στέλλα της Δήμητρας Βλαγκοπούλου είναι μια γυναίκα λιτή, τολμηρή, παθιασμένη η οποία επιλέγει να ζήσει μια μίζερη ζωή με τον έρωτά της, λησμονώντας το αριστοκρατικό παρελθόν της, τρυφερή, υπομονετική, ειλικρινής και υποστηρικτή προς την αδελφή της, όσο της το επιτρέπει η επιθετική συμπεριφορά του συζύγου της. Ο Βασίλης Μαγουλιώτης, ως  Μιτς, λητουργεί ως αντίποδας του Στάνλεϊ, δημιουργώντας με υποκριτική ακρίβεια έναν άνδρα ευαίσθητο, συμπαθητικό,  αλλά μετριοπαθή, συμβιβασμένο, ανασφαλή και άτολμο, ανίκανο να υπερασπιστεί την Μπλανς. Ο Γιάννης Κόραβας ως Στηβ και η Ιωάννα Ραμπαούνη ως Ευνίκη αποδίδουν με πειθώ το γειτονικό ζευγάρι.

Δείτε περισσότερα