Κριτική: Είδαμε την παράσταση «Άγριοι»

Από την Σμαρώ Κώτσια, Θεατρολόγο - Κριτικό Θεάτρου.
Στο Θέατρο Τζένη Καρέζη.
Ο κατεξοχήν ειδήμων του ρεαλιστικού θεάτρου Γιώργος Παλούμπης παράλληλα με τη σκηνοθεσία στο έργο "Άγριοι" επιχειρεί ένα καθαρά προσωπικό εγχείρημα στο πεδίο της συγγραφής. Δημιουργεί ένα έργο με κοινωνικό προβληματισμό, αιχμηρό, με απρόβλεπτες ανατροπές στα όρια του θρίλερ.
Σε ένα διαμέρισμα στην Κυψέλη, ο καταξιωμένος πανεπιστημιακός καθηγητής, Νίκος Λεοντής, παρουσιάζει σε δύο μεταπτυχιακούς φοιτητές το επιστημονικό του σύγγραμμα σχετικά με την οικονομική και την κοινωνικοπολιτική οργάνωση μιας οποιασδήποτε χώρας, ικανό να ανατρέψει το καπιταλιστικό σύστημα. Οι φοιτητές, εντυπωσιασμένοι, το χαρακτηρίζουν ως ένα σύγχρονο μανιφέστο. Ο ενθουσιασμός των φοιτητών καθώς και η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ προκαλούν περίεργες και προκλητικές συζητήσεις με σεξουαλικά υπονοούμενα. Η ξαφνική εισβολή δύο κουκουλοφόρων στο διαμέρισμα έχει ως αποτέλεσμα η όλη κατάσταση να εκτροχιαστεί με απρόβλεπτες συνέπειες.
Ο Παλούμπης θέτει στο έργο πολλά και σοβαρά θέματα, τα οποία απλώς θίγονται χωρίς κάποιο να μπορεί να ξεχωρίσει και να εμβαθύνει επί της ουσίας. Θέματα τα οποία μπλέκονται και περιπλέκονται με ασαφή τα μεταξύ τους όρια: ηθικά διλήμματα, κοινωνικοί προβληματισμοί, η παιδεραστία, η σεξουαλική παρενόχληση, τα fake news, οι αβάσιμες κατηγορίες, που θίγουν υπολήψεις, η αυτοδικία, η ανεξέλεγκτη χρήση βίας σε κάθε της έκφανση από οιανδήποτε μορφή εξουσίας. Επίσης η δραματουργία παρουσιάζει κάποιες αδυναμίες και είναι δύο ταχυτήτων. Το μεν πρώτο μέρος κυλά κάπως άρυθμα με συζητήσεις επιστημονικού περιεχομένου και με κάποια υπονοούμενα του φοιτητή στη φίλη του, σχετικά με τις σεξουαλικές προτιμήσεις του καθηγητή, όταν μένουν μόνοι. Το δε δεύτερο μέρος, με την παράξενη και όχι τόσο αληθοφανή εισβολή δύο κουκουλοφόρων, παρουσιάζει δυναμική τροπή στην εξέλιξη, συνεχείς ανατροπές, σασπένς, ένταση, γρήγορους ρυθμούς και την αποκάλυψη της ταυτότητας των κουκουλοφόρων, προκαλώντας το ενδιαφέρον του θεατή.
Παρόλα ταύτα, ο Γιώργος Παλούμπης είναι ένας εξπέρ της ρεαλιστικής φόρμας και δημιουργεί μια παράσταση με φορτισμένη ατμόσφαιρα, εντάσεις, εκρηκτικές εξελίξεις, μυστήριο και έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις. Καθοδηγεί τους ικανότατους ηθοποιούς με ευκρίνεια σε ένα φυσικό, ουσιαστικό και πιστικό παίξιμο, αποσπώντας μερικές πολύ δυνατές ερμηνείες. Το σκηνικό της Νατάσας Παπαστεργίου είναι ένα ρεαλιστικό αποτύπωμα αστικού σαλονιού ενός πνευματικού ανθρώπου μαζί με το γραφείο του. Επίσης στον χώρο υπάρχουν μερικά ξύλινα αγαλματίδια και μάσκες, ενδεικτικά ενθύμια ανατολικών χωρών. Οι κατάλληλοι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα καθώς και η μουσική συμβολή του Αλέξανδρου Καζάκου ενισχύουν την ατμόσφαιρα της παράστασης.

Ένας εκπληκτικός Μανώλης Μαυροματάκης, με τη γερή υποκριτική του στόφα, πλάθει έναν γοητευτικά ευφυή καθηγητή με τις σκοτεινές του πλευρές, τον οποίο, αν και άνθρωπος του πνεύματος, δεν αφήνει αδιάφορο το χρήμα. Ο Μιχαήλ Ταμπακάκης, στο ρόλο του μεταπτυχιακού φοιτητή, ξεδιπλώνει την εξαιρετική υποκριτική του γκάμα ασκώντας την γοητεία ενός επιτυχημένου και όμορφου νέου άνδρα, ενώ, μετά από λίγο, μεταμορφώνεται σε ένα άθλιο ανθρωπάκι που ξευτιλίζεται εξαιτίας του φόβου και της βίας που ασκούν επάνω του οι μπάτσοι. Το δίδυμο των μπάτσων, ο έξυπνος και πιο δυναμικός, Έκτορας Λιάτσος, και ο κακός και γκαφατζής, Φώτης Λαζάρου, ερμηνεύουν τους ρόλους τους με ένταση καί εκφραστικότητα. Η Χριστίνα Μαριάνου, ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια, είναι το πρόσωπο που πυροδοτεί την εξέλιξη του έργου και στο δεύτερο μέρος εμφανίζεται δυναμική, ευαίσθητη και αρκετά προβληματισμένη. Η Δάφνη Λιονάκη υποδύεται με άνεση και πειθώ τη γειτόνισσα, η οποία βρίσκεται σε έναν διαρκή διαπληκτισμό με τον καθηγητή εξαιτίας του parking, χωρίς να χάνει την ανθρωπιά της μπροστά σε μια μοιραία και μη αναστρέψιμη κατάληξη.