Κριτική: Είδαμε την παράσταση «Κατσούρμπος» στην Πειραιώς 260

katsourmpos
ΤΕΤΑΡΤΗ, 25 ΙΟΥΝΙΟΥ 2025

Από την Σμαρώ Κώτσια, Θεατρολόγο - Κριτικό Θεάτρου.

Ο Γεώργιος Χορτάτσης θεωρείται σύγχρονος του Σαίξπηρ και του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου και ως προς τη ζωή του γνωρίζουμε ελάχιστα.  Τρία είναι τα σωζόμενα έργα του: η τραγωδία "Ερωφίλη", η κωμωδία 'Κατσούρμπος" και το ποιμενικό δράμα "Πανώρια". Ο "Κατσούρμπος " είναι η πρώτη χρονολογικά κωμωδία του Κρητικού Θεάτρου την περίοδο  της Αναγέννησης και η καλύτερη από τις άλλες δύο σωζόμενες:  τον "Στάθη" αγνώστου (αρκετοί τον αποδίδουν στον Χορτάτση) και τον "Φορτουνάτο" του Μάρκου Αντωνίου Φώσκολου.

 

Ο "Κατσούρμπος" είναι γραμμένος στά μέσα της δεκαετίας του 1580, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, σε γλώσσα καθημερινή, στο κρητικό γλωσσικό ιδίωμα  διανθισμένο  με ιταλικές και λατινικές λέξεις. Το έργο ακολουθεί τη φόρμα της commedia erudita, της λόγιας κωμωδίας επηρεασμένης από τη λογοτεχνία της Ιταλικής  Αναγέννησης,  στόχος της οποίας είναι η μίμηση των έργων του Τερέντιου και του Πλαύτου. Η πλοκή της κωμωδίας είναι υποτυπώδης, εξελίσσεται μέσα σε μια μέρα,  κύριο θέμα της είναι ο έρωτας, την χαρακτηρίζει  παιγνιώδη διάθεση χωρίς ηθικοπλαστικό δίδαγμα και καταλήγει σε ευτυχές τέλος. Έχει δε πολλά κοινά στοιχεία με την commedia dell'arte, όπως τυποποιημένα πρόσωπα (οι ερωτευμένοι  γέροι,  οι σχολαστικοι δάσκαλοι, οι καυχησιάρηδες  στρατιώτες, οι  πονηροί δούλοι.....), το μοτίβο των χαμένων παιδιών. Το είδος αυτό της κωμωδίας απευθύνεται στην αστική τάξη που έχει κάποια καλλιέργεια και διαθέτει οικονομική ευρωστία -και μάλιστα πολλοί ηρωές της προέρχονται από αυτήν -την περίοδο της ακμής του Κρητικού Θεάτρου μέχρι την άλωση του Ηρακλείου (Χάνδακα) από τους Οθωμανούς, το 1669.

Στον "Κατσούρμπο", το ερωτευμένο ζευγάρι, ο Νικολός και η Κασσάνδρα, συναντά εμπόδιο στον γάμο του, εξαιτίας της θετής μητέρας της Κασσάνδρας, της Πουλσινέλας, η οποία θέλει να την κάνει ερωμένη του πλούσιου γέρου Αρμένη που την ποθεί ερωτικά και της έχει τάξει πολλά χρήματα. Στο τέλος αποδεικνύεται ότι η χαμένη κόρη του γέρου Αρμένη είναι η Κασσάνδρα και το έργο έχει αίσιο τέλος.

Ο Γιάννος Περλέγκας επιλέγει να σκηνοθετήσει αυτήν την εμβληματική κωμωδία του Κρητικού Θεάτρου της Αναγέννησης, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, επειδή , προφανώς, την πιστεύει και τον εμπνέει η πολυπλοκότητα της γλώσσας, η ποικιλία των χαρακτήρων, ο γρήγορος  ρυθμός  και η παιγνιωδης διάθεσή  της.  Επιλέγει ένα μικρό σχήμα ηθοποιών, οι οποίοι υποδύονται πολλαπλούς ρόλους και φύλα  με τη συνεχή εναλλαγή κοστουμιών. Δυστυχώς, το σκηνοθετικό του όραμα δεν μπόρεσε να αναδειχθεί επάνω στη σκηνή παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ηθοποιών.

Η επιλογή του να συνεργαστεί με το σχήμα "Κι όμως κινείται" της Χριστίνας Σουγιουλτζή και η χρήση των εμβόλιμων  ιντερμέδιων σπό τον  Δημήτρη "Χαίνη" Αποστολάκη διέρρηξαν τη συνοχή της δραματουργίας και το ρυθμό του έργου, μη μπορώντας να ενταχθούν στο πλαίσιο της παράστασης. Η συνεργασία του με το σχήμα "Κι όμως κινείται", μια ομάδα ακροβατών και χορευτών, το σωματικό λεξιλόγιο του οποίου δεν μπόρεσε να αναδείξει το κωμικό στοιχείο, την παιγνιώδη διάθεση της commedia dell'arte, ούτε να δημιουργήσει γέφυρες με το σήμερα και το κυριότερο αποσπούσε την προσοχή του θεατή στην προσπάθειά του να παρακολουθήσει τις συνεχείς αλλαγές των ηθοποιών σε διαφορετικους ρόλους και να κατανοήσει την όχι τόσο εύληπτη γλώσσα του έργου. Οι δε μακροσκελείς παρλάτες με κρητικό eccent και άσχετο περιεχόμενο ως προς το έργο από τον Αποστολάκη, δεν είχαν τίποτα το κωμικό να προσδώσουν, δεν ενίσχυαν μια πιθανόν λαϊκότροπη φόρμα, έβλαπταν τη συνοχή του έργου και επιμήκυνσν τη διάρκεια της παράστασης.

Το σκηνικό του Άγγελου Μέντη πολύ απλό και λειτουργικό, με ένα παράθυρο στην άκρη της πλάτης του σκηνικού και με διαφορετικού σχήματος σανίδες, ο συνδισμός  των οποίων δημιουργεί  στενά σοκάκια και περάσματα. Επίσης αυτές οι σανίδες χρησιμεύουν στα ακροβατικά των  σαλτιμπάγκων. Εντούτοις τα κοστούμια  του ιδίου  έχουν μια τελείως ευτελή αισθητική και δεν αποπνέουν  μια 'πειραγμένη' αίσθηση Αναγέννησης, μάλλον δίνουν την εντύπωση μιας έντονης καρικατούρας. Ενώ οι μαντινάδες  του Δημήτρη "Χαίνη" Αποστολάκη και τα πειραγμένα μαδριγάλια του Μοντεβέρντι από τον Κλέωνα Αντωνίου παντρεύουν με ευτυχή τρόπο το σήμερα με το τότε.

Στην παράσταση λάμπει η Ανθή Ευστρατιάδου με την υποκριτική της ευφυΐα και τη δυναμική υποστήριξη τριών διαφορετικών ρόλων: στον Κατσούρμπο, τον κοιλιόδουλο δούλο του Νικολού , στην ενάρετη Κασσάνδρα και στον  σχολαστικό δάσκαλο με άψογη ιταλική προφορά. Ο Μιχάλης Τιτόπουλος ερμηνεύει με ζήλο τον ερωτευμένο Νικολό. Η Κατερίνα Λυπηριδου , ο Χρήστος Σαπουντζής και η Χριστίνα Σουγιουλτζή  υποστηρίζουν με θέρμη τους πολλαπλούς ρόλους τους. Ο Γιάννος Περλέγκας ως πονηρή και φιλοχρήματη Πουλσινέλα 'ντύνει'  με το ιδιαίτερο ηχόχρωμα της φωνής του και το ταλέντο του έναν κόντρα ρολο. Στο κλείσιμο της παράστασης, αφήνοντας μια έντονη ενόχληση, ηχεί τελείως αδικαιολόγητα το διαπεραστικό και παρατεταμένο χαχανητό της Χριστίνας Σουγιουλτζή.

Διαβάστε περισσότερα.