Κριτική: Είδαμε την παράσταση «Σαρμάντζα»

Από την Σμαρώ Κώτσια, Θεατρολόγο - Κριτικό Θεάτρου.
Στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου εντάσσεται ο Κύκλος: Η σκηνή του βιβλίου, όπου γίνεται μεταγραφή λογοτεχνικών κειμένων σε θεατρική μορφή. Σε αυτό το πλαίσιο, η Έλενα Μαυρίδου σκηνοθετεί το έργο "Σαρμάντζα", το οποίο έχει την αφετηρία του σε διηγήματα από τις δύο συλλογές του νέου συγγραφέα Κωνσταντίνου Ντομινίκ: "Ώπα - ώπα μπλάτιμοι" (2022) και "Κακό ανήλιο" (2024).
Ο Κωνσταντίνος Ντομινίκ γεννήθηκε στο Βερολίνο, το 1988 και μεγάλωσε στην Κάτω Μηλιά, ένα χωριό της Πιερίας. Οι μύθοι, οι θρύλοι, οι δοξασίες, οι μνήμες και η λαϊκή παράδοση 'τροφοδοτούν' την πένα του. Την απλή καθημερινή γλώσσα των διηγημάτων του διανθίζει το γλωσσικό ιδίωμα της Πιερίας. Η γραφή του είναι εντυπωσιακή και αγγίζει τη σφαίρα του αλλόκοτου. Τον συγγραφέα ιντριγκάρει ιδιαίτερα να εμποτίζει την πραγματικότητα με στοιχεία υπερφυσικού τρόμου, λαογραφικού απόηχου καθώς και εικόνες μαγικού ρεαλισμού δίνοντας στο άγνωστο μια gothic ατμόσφαιρα.

Η "Σαρμάντζα", που στην τοπική ντοπιολαλιά σημαίνει βρεφική κούνια αλλά και νεκροταφείο, είναι ένας παραληρηματικός μονόλογος. Ο Γιαννάκος, -όπως τον αποκαλούσε η μητέρα του, κατ'αυτόν υποτιμητικά), σε κατάσταση εμφατικής αδημονίας κινείται συνεχώς μέσα σε ένα νεκροταφείο μονολογώντας παραληρηματικά. Αναφέρεται στην αιμομικτική σχέση της μάνας του με τον αδελφό του, στο ατύχημα που προκάλεσε στον αδελφό του με αποτέλεσμα τον θάνατό του, στον πνιγμό της μητέρας του μέσα στον υπόνομο με αυτόν δράστη και ανασκάπτει το μνήμα της υπό τη συνεχή απειλή ότι θα πάθει χειρότερα στο τελικό τους αντάμωμα.

Η Έλενα Μαυρίδου με τη σκηνοθετική της προσέγγιση δεν στάθηκε στο προφανές. Πριν την έναρξη της παράστασης ήδη επί είκοσι λεπτά ο Γιαννάκος με ενα βαθύ μπλε πανωφόρι με ίδιο χρώμα μαντήλι στο κεφάλι, με ένα θυμιατό κρεμασμένο στον ώμο του, με μια σαρμάντζα στο ένα χέρι και στο άλλο κρατώντας ένα φτυάρι διατρέχει περιμετρικά τη σκηνή εμμονικά, ψελλίζοντας ακατάπαυστα λόγια ακατανόητα. Η σκηνοθέτις δημιουργεί ένα μυστηριώδη, απόκοσμο και παγανιστικό σύμπαν, στο οποίο ο Γιαννάκος παίρνει άλλη διάσταση, γίνεται ένα αλλόκοτο πλάσμα, με εμμονκές ιδέες μέσα σε μια ταραγμένη διαδρομή μνήμης και τελετουργικού πένθους. Η Έλενα Μαυρίδου αφήνει να εννοηθεί ότι ο ίδιος ο Γιαννάκος, ίσως, να έτρεφε μια κρυφή και ανεκπλήρωτη ερωτική έλξη για τη μητέρα του και μέσα από αυτό το δαιμονικό πάθος να παρερμήνευε πρόσωπα και καταστάσεις ωθώντας τον σε μια σειρά εγκλημάτων.

Το απόκοσμο και αλλόκοτο σκηνικό του Πάρι Μέξη, τα τάματα που ανασύρει ο ήρωας μέσα από τον τάφο της μητέρας του, η μοτοσικλέτα που αιωρείται απειλητικά και η στίβα των πελώριων ξύλων που μετατρέπονται σε σταυρούς που στολίζουν τάφους, όλα αποπνέουν μια αίσθηση μαγικού ρεαλισμού. Η μουσική του Γιώργου Μαυρίδη με αρχετυπικά ακούσματα υπογραμμίζει τον ψυχισμό του ήρωα και ο φωτισμός του Περικλή Μαθιέλλη δημιουργεί ένα ατμοσφαιρικό σύμπαν.
Ο Γιάννης Τσορτέκης με το πηγαίο ταλέντο του πλάθει έναν Γιαννάκο, ο οποίος ακροβατεί ανάμεσα σε θραύσματα μνήμης, φαντασίας και ενός αλούτερου κόσμου παλεύοντας με τον εαυτό του, τα πάθη του και τις εμμονές του, οδεύοντας προς μια σκοτεινή εξιλέωση.