Μαρία Πρωτόπαππα: «Δεν χρειάζεται να είσαι σούπερ επιτυχημένος»

maria-protopappa-den-xreiazetai-na-eisai-souper-epituximenos

ΔΕΥΤΕΡΑ, 10 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2011

Η Μαρία Πρωτόπαππα, η «Μαιρούλα» στον μονόλογο της Λένας Κιτσοπούλου και η «Ευγενία» στη σειρά «Το νησί», μιλά αποκλειστικά στο Click@Life για την παγίδα της επιτυχίας.

Η αθυρόστομη «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α» της Λένας Κιτσοπούλου ξεδιπλώνει για άλλη μια θεατρική σεζόν, μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου, την κρίση των 35, βιώνοντας μια κατάθλιψη, όχι «ψυχαναλυτικού τύπου αλλά δικής της επινόησης». Η πολυσυζητημένη παράσταση του Εθνικού Θεάτρου που βρήκε στέγη για λίγες ακόμη εμφανίσεις στο θέατρο Χώρα, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη δυνατή ερμηνεία της Μαρίας Πρωτόπαππα . Πώς μπορεί κανείς να επιβιώσει από μια υπαρξιακή κρίση; Η γνωστή ηθοποιός καταθέτει τη δική της εμπειρία στο Click@Life.

Η «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α» είναι ένα εκρηκτικό έργο. Είναι εξίσου έντονες οι αντιδράσεις του κοινού και κατά πόσο αυτές σας επηρεάζουν;

Νομίζω ότι μέρα με τη μέρα αλλάζει. Έχει να κάνει με την σύνθεση του κόσμου και πώς οδηγώ κι εγώ την παράσταση. Όταν υπάρχουν άνθρωποι που είναι απενεχοποιημένοι στο να αντιδράσουν και δε τα παίρνουν όλα πολύ σοβαρά και τυπικά, μου δίνουν περισσότερα από ό,τι παίρνω.

Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με το έργο και την συγγραφέα του;

Με την Λένα γνωριζόμαστε πάρα πολλά χρόνια και τελειώσαμε και οι δύο την ίδια σχολή, το Θέατρο Τέχνης. Μετά βρεθήκαμε μαζί σε ορισμένες παραστάσεις αλλά μας έφερε και η ζωή κοντά. Κατά διαστήματα κάναμε παρέα, μετά χανόμασταν, έτυχε να γίνουμε συγκάτοικοι για ένα διάστημα και κάποια στιγμή περάσαμε την ίδια κρίση εκεί γύρω στα 35. Αυτή είναι η κρίση της δεύτερης ενηλικίωσης που λένε οι ψυχολόγοι – και την περάσαμε ταυτόχρονα, επειδή είχαμε παράλληλες πορείες. Είχαμε την ίδια αντίδραση σε σχέση με τα επαγγελματικά μας, δεν είχαμε οικογένεια και αποφασίσαμε να φύγουμε στο εξωτερικό, σε διαφορετική πόλη η κάθε μια. Η Λένα πήγε στο Βερολίνο κι εγώ στην Πράγα. Ωστόσο κρατούσαμε επαφή και δίναμε δύναμη η μια στην άλλη. Ένα κομμάτι αυτής της μοιρασιάς είχε ως αποτέλεσμα και την «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α». Όταν κληθήκαμε να την κάνουμε ξέραμε για τι πράγμα μιλάμε. Μιλήσαμε μέσες- άκρες για αυτά που είχαμε βιώσει και οι δυο μαζί. Υπό αυτή την έννοια είχαμε μια ευκολία, ένα αβαντάζ.

Αναφέρατε προηγουμένως ότι έχετε βιώσει και εσείς το υπαρξιακό κενό που νιώθει η ηρωίδα του έργου. Πώς το αντιμετωπίσατε;

Επέλεξα να μετακινηθώ και άφησα πίσω μου ανθρώπους, δουλειά, οικογένεια. Έκανα δηλαδή ένα διάλειμμα το οποίο με απελευθέρωσε με την έννοια ότι δεν χρειαζόταν να έχω το μπούσουλα που είχα φτιάξει. Αν κάτι δεν πάει καλά ας αλλάξεις ρότα. Νομίζω ότι αυτό έκανα και άρχισα να τα βλέπω όλα με μεγαλύτερη επιείκεια και να χαίρομαι τα απλά, καθημερινά πράγματα. Δηλαδή με μια έννοια, ναι μεν συμβιβάστηκα με την ιδέα της μετριότητας, αλλά από την άλλη φωτίστηκαν κάποιες άλλες πλευρές, επειδή, όταν στερείσαι τους δικούς σου, τη γλώσσα σου, το περιβάλλον σου, μετά, όταν τα βρίσκεις ξανά, τα εκτιμάς περισσότερο.

Την ηρωίδα την φοβίζει η μετριότητα, το «ψιλοκαλά». Εσάς τι σας φοβίζει;

Δεν ξέρω ακριβώς τι με φοβίζει. Κάποτε με φόβιζε η αβεβαιότητα, αλλά τώρα όχι πια, όχι τόσο τουλάχιστον. Ούτε η μετριότητα με φοβίζει πλέον. Την ηρωίδα μπορεί να την φοβίζει μεν η μετριότητα, αλλά στην ουσία κουβαλάει τις ενοχές που έχουμε όλοι όσοι έχουμε εκπαιδευτεί μέσα σε αυτόν τον λεγόμενο δυτικό πολιτισμό. Συνεχώς κυνηγάμε κάποιο στόχο, δηλαδή κυνηγάμε την επιτυχία, όπως και αν την εννοεί ο καθένας, ενώ η φιλοσοφία που κατά βάθος προβάλλει το έργο-όχι το πρόσωπο- είναι ότι αξίζει να υπάρχεις και χωρίς να κάνεις τίποτα το ιδιαίτερο. Αρκεί να απολαμβάνεις τη ζωή και με τα αρνητικά της. Δεν χρειάζεται να είσαι πάντα σούπερ χαρούμενος, ούτε πάντα σούπερ πετυχημένος, ούτε πάντα σουπερ πλούσιος, ούτε πάντα να κάνεις σοβαρά επιτεύγματα. Έχεις δικαίωμα από τον Θεό ή την φύση – δεν ξέρω τι είναι αυτό, να ζεις και να αναπνέεις όπως όλα τα ζώα που γεννιούνται πάνω στη γη! Βεβαίως δεν ξέρω κατά πόσο το καταλαβαίνουν όλοι οι θεατές κατά τη διάρκεια της παράστασης.

Νομίζω ότι ορισμένοι δεν το καταλαβαίνουν, αν τουλάχιστον κρίνω από τις συζητήσεις που άκουσα μετά το έργο.

Ίσως φταίει το γεγονός ότι αφαιρέσαμε κάποια κομμάτια που μιλούσαν πολύ πιο καθαρά για αυτό, επειδή μας φάνηκαν κάπως περισσότερο διδακτικά από όσο θέλαμε. Προτιμήσαμε ο θεατής να ερμηνεύει το έργο όπως νομίζει, με αποτέλεσμα να μπερδεύεται κανείς καμιά φορά και να το παίρνει ως απαισιόδοξο και γκρινιάρικο. Στην ουσία είναι γκρινιάρικο όσον αφορά στον τρόπο που έχουμε επιλέξει να ζούμε. Έχουμε πάρει όλοι μια συνταγή και την ακολουθούμε κατά γράμμα και η ηρωίδα, επειδή ακριβώς λειτουργεί έτσι και ζει με αυτές τις συνταγές, βιώνει αυτή την μετριότητα που δεν την ικανοποιεί. Θα έπρεπε όλοι μας όταν τρώμε το ίδιο πράγμα, να το αλλάζουμε. Είναι δικαίωμα μας και μπορούμε να το κάνουμε.

Σας έχουν πει θεατές μετά το τέλος της παράστασης ότι έχουν νιώσει κάποια στιγμή ακριβώς όπως η Μαιρούλα;

Ναι, αυτό συνέβαινε, ειδικά τις πρώτες χρονιές. Είναι περίεργο γιατί και άντρες το έχουν περάσει, τελικά δεν είναι τόσο γυναικείο φαινόμενο αυτή η κρίση. Δεν ξέρω αν έφτασαν στο στάδιο της αυτοκτονίας, γιατί η αυτοκτονία είναι απλά μια φάρσα μέσα στο έργο, αλλά πολύς κόσμος το έχει περάσει. Μου το έλεγαν συχνά και νέα παιδιά. Αυτό είναι λίγο περίεργο, λίγο ανησυχητικό. Όμως ενδεχομένως αυτό το υπαρξιακό κενό μπορεί κάτι καλό να βγάλει, να παράγει μια μετακίνηση.

Πιστεύετε ενδεχομένως ότι ο πόνος που νιώθει η ηρωίδα είναι και το τίμημα της ανεξαρτησίας;

Αυτή έτσι θεωρεί, ότι η δικιά μας γενιά μεγάλωσε λιγάκι με αυτό, ειδικά οι γυναίκες. Δεν ήταν και λάθος κατά τη γνώμη μου. Χρειαζόταν μια ανεξαρτησία και ένα σπάσιμο του ταμπού ότι η γυναίκα πρέπει να εξαρτάται από τον άνδρα και να ψάχνεις έναν άνθρωπο ο οποίος θα σε καλύψει είτε οικονομικά, είτε συναισθηματικά. Διαπαιδαγωγήθηκα με την ιδέα ότι πρέπει να είμαι ακέραιος άνθρωπος και να στέκομαι στα πόδια μου. Απλώς, λόγω αυτής της επανάστασης που ήρθε στην Ελλάδα λίγο καθυστερημένα, ξεχάσαμε να μάθουμε την συνεργασία, γιατί η αληθινή ζωή χρειάζεται την συνεργασία και μεταξύ των φύλων και των ανθρώπων.

Παίζετε το ρόλο της Ευγενίας στην τηλεοπτική σειρά «Το Νησί» στο Mega και έχετε παίξει και στο σίριαλ «Δέκα» στον Alpha. Τι σας προσέφερε η εμπειρία της τηλεόρασης;

Τα πρώτα χρόνια της καριέρας μου αντιστεκόμουν πολύ και άργησα να κάνω γύρισμα. Ήθελα να κρατηθώ πιο κοντά στο θέατρο και να μην μπερδευτώ με την τηλεόραση γιατί είναι ένας άλλος κόσμος. Τελικά λόγω της ταχύτητας που έχει αυτή εμπειρία, έγινα λίγο πιο αυθόρμητη. Επιπλέον, επειδή πρέπει να έχεις αποτέλεσμα γρήγορα, βρίσκεσαι σε κατάσταση εγρήγορσης. Οτιδήποτε έχει να κάνει με το σινεμά, τη τηλεόραση και την λήψη είναι μια άλλη τεχνική που σου προσφέρει πολλά. Δεν έχεις χρόνο να σκεφτείς, να κάνεις αυτοκριτική αλλά είναι πιο παιχνιδιάρικο μερικές φορές. Δεν ξέρεις το αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή το βλέπεις, μετά το διορθώνεις και έχει και αυτό την μαγεία του.

Όταν κληθήκατε να συμμετάσχετε στην τηλεοπτική σειρά «Το Νησί», είχατε διαβάσει το βιβλίο της Χίσλοπ ;

Όχι, δεν το είχα διαβάσει πριν. Ο ρόλος μου δεν υπάρχει στο βιβλίο, υπάρχει μόνο μια νύξη για αυτόν, ωστόσο οι συντελεστές της σειράς μου μίλησαν για την αληθινή ιστορία αυτής της γυναίκας. Υπήρχε πραγματικά μια γυναίκα η οποία άφησε τα παιδιά της, όπως και πολλοί άλλοι, και τα παιδιά της μετά από χρόνια ακολούθησαν και δεν της ξαναμίλησαν γιατί την βρήκαν να έχει σχέση με κάποιον μέσα από το νησί. Αυτή την αληθινή ιστορία κάπως την παράλλαξαν η Μιρέλλα Παπαοικονόμου μαζί με τον σκηνοθέτη, τον Θοδωρή Παπαδουλάκη και βγήκε αυτό που κάναμε. Οπότε δεν έχει να κάνει απόλυτα με το βιβλίο. Από το βιβλίο όμως - το οποίο και έχω διαβάσει πλέον- παίρνεις την ατμόσφαιρα.

Πρωταγωνιστείτε επίσης στο έργο «Πλατόνοφ» του Τσέχωφ που θα ανεβεί στο Εθνικό σε σκηνοθεσία του Γιώργου Λάνθιμου. Μπορείτε να μας συστήσετε την ηρωίδα που υποδύεστε και να μας μιλήσετε και για τη συνεργασία σας με τον Γιώργο Λάνθιμο;

Η ηρωίδα λέγεται Σοφία και είναι μια παλιά γνώριμη του κεντρικού ήρωα, του Πλατόνοφ. Όταν ήταν φοιτητές είχαν μια σχέση και έκαναν όνειρα μεγαλεπήβολα. Ξανασυναντιούνται μετά από χρόνια όταν είναι και οι δυο παντρεμένοι και το πάθος τους αναζωπυρώνεται, κυρίως από την πλευρά της Σοφίας. Η συνεργασία μου με τον Γιώργο Λάνθιμο είναι πολύ αρμονική. Στην ουσία τώρα εισερχόμαστε στην τελική ευθεία οπότε ακόμα δεν έχω καθαρή εικόνα του πώς θα είμαστε, όμως αυτό είναι ωραίο γιατί εμπεριέχει κι ένα παιχνίδι μέσα. Αφήνεσαι στα χέρια του σκηνοθέτη για να δεις πού θα το πάει, τι τελικό κλίμα θα παράξει.

Πληροφορίες: Θέατρο Χώρα, σκηνή «Μικρή Χώρα», Αμοργού 20 Κυψέλη, 2108673945. Τιμές εισιτηρίων: 18 ευρώ, 14 ευρώ. Η παράσταση παρουσιάζεται μέχρι τέλη Ιανουαρίου.

ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ