Κριτική: Είδαμε την παράσταση «Ξένος» του Μιχαήλ Μαρμαρινού στην Επίδαυρο

ksenos
ΔΕΥΤΕΡΑ, 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2025

Από την Σμαρώ Κώτσια, Θεατρολόγο - Κριτικό Θεάτρου.

Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους σκηνοθέτες,  καθόρισε το μεταμοντέρνο θέατρο, δημιούργησε αξέχαστες παραστάσεις  εμπλουτίζοντας τη θεατρική «γλώσσα» με μια καινούργια  δραματουργική, σκηνοθετική, αισθητική πρόταση και με μια διεισδυτική πολιτική ματιά.

Δέκα χρόνια μετά τη συναρπαστική "Νέκυια" (2015) σε συνεργασία με το Ιαπωνικό θέατρο Νο και τέσσερα χρόνια μετά τη ρηξικέλευθη παράσταση των "Ιχνευτών" (2021), το αποσπασματικά σωζόμενο και σπανίως παρουσιαζόμενο σατυρικό δράμα του Σοφοκλή, φέτος, ο Μιχαήλ  Μαρμαρινός σκηνοθετεί τον "Ξένο", όπως αυτή η ξένη μορφή αναδύεται μέσα από τις ραψωδίες ζ, η, θ της Οδύσσειας του Ομήρου, σε αρμονικό συνδυασμό με αποσπάσματα από την Ιλιάδα του Ομήρου και την Αινειάδα του Βιργιλίου καθώς και με θραύσματα από το έργο "Οι μεθ' Όμηρον  λόγοι" του Κόιντου Σμυρναίου. Μια σύλληψη: ωδή στον Ξένιο Δία, στο μεγαλείο  της φιλοξενίας, στην αποδοχή του ξένου και στην έννοια της ξενότητας. Ένα μεγαλόπνοο εγχείρημα που στηρίζει η συμπαραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος ( Κ.Θ.Β.Ε.) με τον Θεατρικό  Οργανισμό Κύπρου (Θ.Ο.Κ.). Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός αφουγκράζεται τον παλμό του σήμερα και προσεγγίζει το θέμα του 'ξένου', θέμα επίκαιρο με έντονο κοινωνικοπολιτικό αντίκτυπο χωρίς ίχνος διδακτισμού.  Άλλωστε ο 'ξένος' κατέχει ξεχωριστή θέση τόσο σε τραγούδια και αφηγήσεις της  λαϊκής μας παράδοσης όσο και στη θρησκευτική υμνογραφία. Ας μη λησμονούμε  την υπέροχη ποιητική σύνθεση του  Γεωργίου Ακροπολίτη (1220μ.χ. -1282μ.χ.), σχετική με την Αποκαθήλωση και την Ταφή του Ιησού, η οποία  ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή μετά το πέρας της περιφοράς του Επιταφίου. Ο 'ψαλμός' αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ο μυστικός μαθητής του Κυρίου, ζητά από τον Πόντιο Πιλάτο το σώμα του Ιησού για να το ενταφιάσει:   "Δος μοι τούτον τον ξένον , τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω, δος μοι τούτον τον ξένον, ον ομόφυλοι μισούντες θανατούσιν ως ξένον.........Δος μοι τούτον τον ξένον, ίνα κρύψω εν τάφω, ας ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίνη, Δος μοι τούτον τον ξένον..........".

Επί 17 ημ,έρες θαλασσοδέρνεται ο Οδυσσέας ώσπου ένα πελώριο κύμα τον ξεβράζει σε μια βραχώδη ακτή, κοντά σε ένα ποτάμι στο νησί των Φαιάκων. Εκεί βρίσκεται η Ναυσικά, η κόρη του βασιλιά Αλκίνοου, μαζί με τις φίλες της για να πλύνουν ρούχα πολύτιμα. Η Ναυσικά, καθοδουγούμενη από τη θέα Αθηνά, ανακαλύπτει ημίγυμνο και μισοπεθαμένο τον Οδυσσέα, τον φροντίζει και τον  συμβουλεύει να πάει στην πόλη και να προσπέσει ικέτης στα πόδια της μητέρας της, Αρήτης, για να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης. Ο Οδυσσέας ακολουθεί τις οδηγίες της και ο Αλκίνοος, στο όνομα του Ξένιου Δία, του προσφέρει στέγη, φαγητό, ρούχα, παραθέτει μεγάλο συμπόσιο προς τιμήν του, καλεί τους επιφανείς πολίτες του τόπου, οργανώνει αγωνίσματα στα οποία παίρνει μέρος και ο ξένος, αποδεικνύοντας ρώμη και αντοχή. Τέλος ο Αλκίνοος προσκαλεί τον τυφλό Φαίακα αοιδό Δημόδοκο για να πλαισιώσει με το τραγούδι και την κιθάρα του την εκδήλωση προς τιμήν του ξένου. Επί τρεις ραψωδίες, ζ, η, θ, ο Αλκίνοος φιλοξενεί τον ξένο και ετοιμάζει τον απόπλουν του και μέσα όνο προς το τέλος της θ ραψωδίας, όταν αντιλαμβάνεται ότι ο ξένος θρηνεί, στενάζει και δακρύζει ακούγοντας τα δεινά των Αχαιών καλύπτοντας το πρόσωπό του, ζητά να σταματήσει ο Δημόδοκος το τραγούδι και απευθύνεται προς τον ξένον ρωτώντας το όνομά του, τον τόπο του και την καταγωγή του. Μόνο στην ι ραψωδία ο ξένος αποκαλύπτει την ταυτότητά του και αρχίζει να ιστορεί τα πάθη του και τις περιπέτειές του μετά την πτώση της Τροίας, παλεύοντας για την επάνοδο στην ποθητή πατρίδα. Ετσι αρχίζει ουσιαστικά  ο εγκιβωτισμός της Οδύσσειας, στην οποία ο ίδιος ο Οδυσσέας λειτουργεί ως παραδοσιακός αοιδός, μετατρέπεται τρόπον τινά σε έναν εσωτερικό διηγητή του έπους.

Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός με εφαλτήριο την ποιητική, ρέουσα και υψηλής τέχνης και τεχνικής μετάφραση του Δ.Ν.Μαρωνίτη πραγματοποιεί μια καταβύθιση στον αφηγηματικό λόγο, το κύριο σώμα του έπους, όπου ο αοιδός ψάλλει εμπνεόμενος από τον Απόλλωνα και   δίνει τη θέση του στον ραψωδό για να αφηγηθεί την ιστορία. Ο σκηνοθέτης εμπνέεται μια παράσταση με σεβασμό στον αφηγηματικό λόγο, με μακρόσυρτες σιωπές, ρωγμές, έντονο τελετουργικό χαρακτήρα και με στοιχεία από παλαιότερες σκηνοθεσίες του πλήρως ενταγμένα και αφομοιωμένα στην παρούσα παράσταση, χωρίς όμως να τις ξεπερνά. Ο Μαρμαρινός πραγματοποιεί μια πολύ έξυπνη και απόλυτα λειτουργική δραματουργική παρέμβαση, κόντρα στο ομηρικό έπος, όταν ο ξένος ζητά να πάρει ο ίδιος τον λόγο από τον αοιδό και να εξιστορίσει ο ίδιος την ιστορία του Δούρειου Ίππου και της  πτώσης της Τροίας. Με αυτόν τον τρόπο ο σκηνοθέτης αποδεικνύει τη μεγαλειώδη δύναμη της αφήγησης διαμέσου της εξιστόρησης του αοιδού, η οποία ενεργοποιεί τη μνήμη του ξένου, 'σκαλίζει' τη δική του πληγή, θυμίζει οικεία δεινά και τον παρακινεί από αντικείμενο της αφήγησης να μετατραπεί σε υποκείμενο της, σπάζοντας την απομόνωση της ξενότητας και  δηλώνοντας εμμέσως πλην σαφώς την ταυτότητά του, μέσα από έναν απολογισμό αποτρόπαιων έργων: το αιματοκύλισμα μιας βασιλεύουσας, την εξόντωση ενός λαού, τα οποία, ενδεχομένως μετά από τόσα πάθη που άργασαν το κορμί και τη ψυχή του προσδοκώντας τον πολυπόθητο νόστο,  του δημιουργούν τύψεις και προκαλούν φόβο στους μακάριους, μέχρι στιγμής, συνδαιτυμόνες. Καθώς ο τροχός της τύχης και της ζωής κρύβει απρόσμενες  και απρόβλεπτες στροφές  και επικίνδυνους εκτροχιασμούς, γιατί άδηλον το μέλλον.

Ο Γιώργος Σαπουντζής δημιουργεί ένα σκηνικό με σημάνσεις όπως: οι καλαμιές, η ελιά και οι τρεις γούρνες με το νερό για να  δημιουργήσουν την αίσθηση του ανοιχτού χώρου, της εξοχής. Ατυχής η επιλογή απλά πανιά, σε γήινους χρωματισμούς, να κρέμονται από ένα σχοινί δίκην πολύτιμων ρούχων που έπλυναν η Ναυσικά και οι φίλες της. Ταυτόχρονα οι καλαμιές οριοθετούν την πόλη από τους αγρούς. Μια γωνία φωτιστικών σωλήνων με έναν κάθετο φωτιστικό σωλήνα , όλα σε νέον, δημιουργούν την αίσθηση του βασιλικού ανακτόρου ή της πλατείας όπου λαβάνουν χώρα τα αθλήματα και οι χοροί. Ένα ασχημάτιστο κομμάτι λευκής οργάντζας αιωρείτο πάνω από την ορχήστρα του Αργολικού θεάτρου έρμαιο στο απαλό αεράκι, υποδηλώνοντας το σχισμένο πανί από το καράβι του θαλασσοδαρμένου Οδυσσέα ή και ακόμα τους άγριους λευκούς αφρούς μιας μανιασμένμης θάλασσας που 'καταπίνει' τους συντρόφους του Οδυσσέα και απειλεί με εξόντωση και τον ίδιο. Το μεγάλο μακρύ λευκό τραπέζι του συμποσίου (εμβληματικό στοιχείο του σκηνοθέτη), λίγο πριν το τέλος της παράστασης, επιμηκύνεται συμβολικά σε ένδειξη συμφιλίωσης, συνύπαρξης, αποδοχής και ευωχίας. Τα κοστούμια της Ελευθερίας Αράπογλου είναι δύο ταχυτήτων. Τα απλοϊκά κοστούμια, από ευτελές ύφασμα, της Ναυσικάς και των φιλενάδων της σε λευκό χρώμα, για να δηλώσουν την σγνότητά τους, αλλά  κοντά με αποτέλεσμα κοπέλες αέρινες και μικροκαμωμένες οι ηθοποιοί (Κλέλια Ανδριολάτου, Γαλάτεια Αγγελή, Ερατώ Μαρία Μανδαλενάκη, Χριστίνα Μπαλαστάθη, Στέλλα Παπανικολάου) να χάνουν σε σκηνικό μέγεθος και παρουσία. Επίσης τα μαύρα αθλητικά παπούτσια τους δημιουργούν μια τελείως ακαλαίσθητη εικόνα. Ενώ τα κοστούμια του Αντίνοου, της Αρήτης, του Οδυσσέα και του Χορού κινούνται σε μια παιγνιώδη εναλλαγή του λευκού με το μαύρο προσδίδοντας κύρος και βέβαια εδώ δένουν αρμονικά τα μαύρα αθλητικά παπούτσια τους. Επίσης έπρεπε να υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία επάνω στα ενδύματα των δύο ηθοποιών (Ηλέκτρα Γωνιάδου και Κλειώ Δανάη Οθωναίου) όταν παίρνουν τη μορφή της Θεάς Αθηνάς για να μπορεί να αντιλαμβάνεται το κοινό την παρέμβαση της Θεάς στην προσπάθειά  της να βοηθήσει τον Οδυσσέα. Η χορογραφία της Gloria Dorliguzzo αμήχανη και φλύαρη όσον αφορά την κίνηση της Ναυσικάς και των φιλενάδων της και βέβαια τα τεράστια κιτς πορτοκαλί μπαλόνια δεν θα μπορούσαν ποτέ να παραπέμπουν στην 'πετόσφαιρα' (όπως αναφέρει η μετάφραση) που έπαιζαν τα κορίτσια στο ακροθαλάσσι, περιμένοντας να στεγνώσουν τα ρούχα. Αντιθέτως η χορογράφος δίνει πνοή χοροθεάτρου στην κίνηση του Χορού, τον οποίο αντιμετωπίζει σαν ένα συμπαγές σώμα.  Ο φωτιστικός σχεδιασμός της Ελευθερίας Ντεκώ λιτός και απόλυτα αποτελεσματικός. Η μουσική σύνθεση του Κύπριου Άντη Σκορδή είναι κάπως παράξενη και εξεζητημένη. Και υποβάλλει σε οξείς λαρυγγισμούς τη Λένια Ζαφειροπούλου, ένα υπερταλαντούχο πλάσμα, λυρική τραγουδίστρια, ποιήτρια και μεταφράστρια, η οποία ερμηνεύει τον τυφλό  αοιδό  Δημόδοκο φορώντας μια αινιγματική μάσκα της Μάρθας Φωκά. Στο βάθος, πίσω από τις καλαμιές, πάνω σε ένα βάθρο οι τρεις τσελίστες: Εύη Καζαντζή, Άλμπα Λυμτσιούλη, Αλίκη Μάρδα ερμηνεύουν τη μουσική επί σκηνής .

Ο Χρήστος Παπαδημητρίου ενσαρκώνει έναν συγκροτημένο και στιβαρό βασιλιά Αντίνοο, με ευαισθησίες και βαθιά ενσυναίσθηση. Διακριτική, κυρίως σιωπηλή η φιγούρα της βασίλισσας Αρήτης, ερμηνευμένη λιτά από την Έλενα Τοπαλίδου, κλώθει διαρκώς ένα πορφυρό νήμα, πιθανόν σηματοδοτώντας ότι κρατά στα χέρια της την τύχη του κάθε ξένου, εγκλωβισμένη σε μια επαναλαμβανόμενη κίνηση, για ακατανόητους λόγους. Η Κλέλια Ανδριολάτου στο ρόλο της Ναυσικάς κάνει φιλότιμη προσπάθεια να ακολουθήσει τις οδηγίες του σκηνοθέτη, εντούτοις παρουσιάζεται αδύναμη, με 'άγουρα' εκφραστικά μέσα. Εντυπωσιάζει η εκρηκτική ερμηνεία του Χάρη Φραγκούλη, ο οποίος με υποκριτική δεξιοτεχνία και ερμηνευτικό βάθος αναδεικνύει τις συναισθηματικές και ψυχικές αποχρώσεις του Ξένου - Αφηγητή - Οδυσσέα, οδηγώντας στην κορύφωση την παράσταση.

Όλοι οι άλλοι ηθοποιοί, σε πολλούς διαφορετικούς ρόλους, καταθέτουν τον καλύτερο εαυτό τους: Ηλέκτρα Γωνιάδου, Κλειώ Δανάη Οθωναίου, Γιάννης Χαρίσης, Φωτεινή Τιμοθέου, Νίκος Καπέλιος, Γιάννης  Βάρσος, Νικόλας Γραμματικόπουλος, Νεκτάριος Θεοδώρου, Κωστής Καπελλίδης, Νίκος Κουκάς, Τίτος Μακρυγιάννης, Γιάννης Τομάζος.

Εξαιρετικό το πρόγραμμα της παράστασης, υψηλής αισθητικής με το ιαπωνικό ιδεόγραμμα του 'ξενου' στο εξώφυλλο, με  πλούσιο και εμπεριστατωμένο περιεχόμενο.