Έπειτα από 6 χρόνια παραστάσεων σε όλη την Ελλάδα, ο Αίας του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη και οι υπόλοιποι 8 χαρακτήρες, που πάλλονταν όλα αυτά τα χρόνια μέσα στο κορμί και την ψυχή του Μιχάλη Σαράντη, έγραψαν έναν συγκλονιστικό επίλογο, ισάξιο της συνολικής πορείας του.
Όταν πριν χρόνια ο Μιχάλης Σαράντης περιέγραφε στον παιδικό του φίλο και ζωγράφο Απόστολο Χαντζαρά το πόσο τον είχε αγγίξει το κείμενο του Αίαντα στη μετάφραση του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου, καθόλου δεν είχε στο μυαλό του ότι αυτό θα τους έφερνε μαζί στη σκηνή, σε μια συνομιλία υποκριτικής και ζωγραφικής που θα πήγαινε το κοινό πίσω στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. όταν ο Σοφοκλής παρέδωσε το έργο στην ιστορία. Όπως και καθόλου δεν περίμενε ότι έκρυβε μέσα του, στο σώμα του, στη φωνή του, σε κάθε σπιθαμή του τους 9 χαρακτήρες του έργου που θα ερμήνευε μονάχος υπό το σκηνοθετικό όραμα του Γιώργου Νανούρη, περνώντας από τον έναν στον άλλον σαν να κυλούσε αβίαστα από ψυχή σε ψυχή. Τα χρόνια πέρασαν, η επιτυχία του έργου και των συντελεστών του το ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα και ήρθε η ώρα, 6 χρόνια μετά τον Οκτώβριο του ’19 και την πρώτη παράσταση στο θέατρο Βεάκη, η πορεία του να ολοκληρωθεί και ο Αίας να πέσει για τελευταία φορά πάνω στο ξίφος του στο θέατρο του Λυκαβηττού –με μια ακόμη παράσταση που ακολούθησε στο Θέατρο Γης για το κοινό της Θεσσαλονίκης.
Η τραγωδία του Σοφοκλή παρακολουθεί τον ήρωα μετά τον Τρωικό Πόλεμο, όταν η ατιμία που νιώθει από την απονομή των όπλων του Αχιλλέα στον Οδυσσέα και η θεϊκή παρεμβολή της Αθηνάς τον θολώνουν, οδηγώντας τον σε ψυχική σύγχυση, οργή και μια τραγική πορεία προς την αυτοκαταστροφή.
«Ο Αίας ήταν ο μεγαλύτερος πολεμιστής των Αχαιών μετά τον Αχιλλέα» ξεκίνησε να εξιστορεί ο Μιχάλης Σαράντης προτού μπουν μέσα του όλες οι φωνές των ηρώων και ο ίδιος αρχίσει να αλλάζει δέρμα, φωνή και υπόσταση μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας. Από την πρώτη του κιόλας φράση, ωστόσο, φανερώθηκε το τεχνικό πρόβλημα με το μικρόφωνο, που παρά τα αλλεπάλληλα soundcheck που είχαν προηγηθεί, μας κατέστησε ίσως
το πιο άτυχο κοινό του Αίαντα και υπέβαλλε τον ίδιο σε μια τρομακτική διαδικασία να πρέπει να συνεχίσει να ρέει σαν νερό από τον ένα ρόλο στον άλλο, χάνοντας και ξαναβρίσκοντας τον ήχο. Ευτυχώς για εμάς, πέρα από το πρακτικό τεχνικό πρόβλημα που δυσχέραινε αυτό που έφτανε στα αυτιά μας ανά στιγμές, δεν έφτασε καμία αγωνία και δυσκολία του πρωταγωνιστή. Η ψυχή του ήταν εκεί, στο μέγεθος και την ένταση που έχει συνηθίσει να τη βγάζει, πότε τσαλαπατημένη στη σκηνή, πότε εξυψωμένη στην ατμόσφαιρα, αναλόγως τον χαρακτήρα που ερμήνευε.
Elina GiounanliΣε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, παρακολουθήσαμε τον Μιχάλη Σαράντη να μην περιορίζεται στην ερμηνεία, αλλά να
γίνεται το ίδιο το έργο μέσα στο αφαιρετικό και μινιμαλιστικό πλαίσιο του Νανούρη, φορώντας ένα μαύρο t-shirt και ένα μαύρο τζιν που συμβόλιζαν όλη τη σκοτεινιά του ήρωα και της ιστορίας, σαν ένας μαύρος καμβάς. Και με μια φαινομενική ευκολία να μετατρέπεται από ανήμπορος και ζοφερός Αίας σε έναν διπρόσωπο και ψιθυριστό Οδυσσέα, σε μια δυναμική και πανούργα Αθηνά, σε μια γεμάτη απόγνωση και πνιγμένο πόνο Τέκμησσα, στον νεανικό και παλμικό Τεύκρο, στον αυστηρό και αλαζονικό Μενέλαο, στον βαρύ και επιβλητικό Αγαμέμνονα, για να κορυφωθεί ξανά στον Αίαντα, όπου η τραγική ορμή και ο θυμός ξεσπούσαν σαν καταιγίδα μέσα του. Κάθε μετάβαση γινόταν με μια ρευστότητα που κρατούσε το κοινό καθηλωμένο, ως μάρτυρα μιας τέχνης που δεν περιορίζεται από τα όρια της σκηνής, αλλά αγγίζει την ίδια την ουσία των ηρώων και των θεατών. Με τα φώτα να χορεύουν πάνω στη σκηνή, άλλοτε φωτίζοντας έντονα τις μορφές των ηρώων και άλλοτε βυθίζοντας το χώρο σε σκοτεινιά, ο
Γιώργος Νανούρης κατάφερνε να ενισχύει κάθε συναίσθημα, κάθε μεταμόρφωση χαρακτήρα, σαν το φως να γινόταν και αυτό μέρος της ύπαρξης των ηρώων.
Ταυτόχρονα με αυτή την εναλλαγή χαρακτήρων, ο Απόστολος Χαντζαράς ακολουθούσε την υπεράνθρωπη προσπάθεια του Μιχάλη Σαράντη, δημιουργώντας και ο ίδιος από το μηδέν με αβίαστη δεξιοτεχνία τον κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά μέσα σε μερικά λεπτά. Ο καλλιτέχνης
ενορχήστρωνε την σκηνική αρμονία με μαύρη μπογιά, ζωγραφίζοντας μπροστά στα μάτια μας κάθε ψυχολογική διάσταση και κάθε συναίσθημα, σαν η ίδια η τραγωδία να αποκτούσε υλικό σώμα στη σκηνή, μέσα από την ερμηνεία, αλλά και μέσα από τις γραμμές της ζωγραφικής. Κι όταν πια ο Αίας έφτασε στο τραγικό του τέλος, η ένταση, η οργή και ο πόνος που είχαν εκφραστεί στη σκηνή αφέθηκαν να «καθήσουν» στον θεατή.
Η παράσταση Αίας στον Λυκαβηττό ήταν κάτι παραπάνω από θέατρο -ήταν μια απόλυτη βύθιση στον ανθρώπινο ψυχισμό. Εννέα ρόλοι, εννέα ψυχές και ένας άνθρωπος να τους δίνει φωνή και σώμα σε ένα επίπεδο υποκριτικής που έμοιαζε να ξεφεύγει από το ανθρώπινο, κρατώντας όμως σφιχτά τα όρια των ρόλων. Παρά το τεχνικό θέμα, η παρουσία του γέμιζε τη σκηνή και κάθε λέξη, κάθε κίνηση, κάθε ανάσα γινόταν γέφυρα απευθείας στις καρδιές των θεατών, οι οποίοι έμοιαζαν σαν να κρατούν την ανάσα τους, μέχρι να βγει και η τελευταία ανάσα του Αίαντα.
Τα φώτα άναψαν -οριστικά πια-, το χειροκρότημα κόπασε και μια έκθεση ζωγραφικής απλώθηκε στο θέατρο του Λυκαβηττού με το χρώμα να μην έχει στεγνώσει καλά-καλά, ενώ η
σκηνή έμενε να ζει μέσα μας: οι φωνές, οι μορφές, οι συγκρούσεις και τα πάθη μας διαπέρασαν, αφήνοντας ένα ζωντανό αποτύπωμα που εκφραζόταν από τους ψιθύρους του κόσμου που αποχωρούσε. Οι ήρωες του Σοφοκλή, μέσα από την ερμηνεία του Μιχάλη Σαράντη, τη ζωγραφική του Απόστολου Χαντζαρά και τη σκηνοθετική ματιά του Γιώργου Νανούρη,
μας είχαν πια στοιχειώσει. ΤΖΟΥΛΙΑ ΤΑΣΩΝΗ
[email protected]