Μαρία Ναυπλιώτου:«κακή διαχείριση, αδιαφάνεια και ματαιοδοξία γέννησαν την κρίση στην Ελλάδα»
Φωτογραφία: Σταύρος Πετρόπουλος
Η Μαρία Ναυπλιώτου, ο Ηλίας Μελέτης και ο Βασίλης Ανδρέου, κάνουν...επανάσταση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και μιλούν στο click@Life για το «Θάνατο του Δαντόν» που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός.
Πώς εκτρέπονται οι πιο ελπιδοφόρες εξεγέρσεις και τα ανθρωπιστικά ιδεώδη; Ο Γκέοργκ Μπύχνερ με το εμβληματικό έργο του «Ο θάνατος του Δαντόν» μας έδωσε μια απάντηση με διαχρονική ισχύ. Ο Στάθης Λιβαθινός, μετά τον «Βασιλιά Ληρ», επιλέγει ένα ακόμη κλασικό έργο που θέτει επίκαιρα ερωτήματα σε σχέση με τους μηχανισμούς της βίας και της εξουσίας. «Ο θάνατος του Δαντόν» μεταφέρει τους θεατές σε μια ταραγμένη περίοδο, όταν στο όνομα της δημοκρατίας διαπράττονται εγκλήματα και η γκιλοτίνα ρίχνει απειλητικά τη σκιά της στους νεόκοπους ήρωες. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους συναντάμε την Μαρία Ναυπλιώτου, τον Ηλία Μελέτη (Δαντόν) και τον Βασίλη Ανδρέου (Ροβεσπιέρος), με τους οποίους έχει συνεργαστεί αρκετές φορές στο παρελθόν ο Λιβαθινός.
Σύμφωνα με τη Μαρία Ναυπλιώτου: «Είναι ένα πολιτικό έργο μέσα από τη ματιά όμως ενός μεγάλου καλλιτέχνη που πέφτει σαν βόμβα στην ελληνική πραγματικότητα. Μιλάει για διαφάνεια, για ισότητα για το πώς θα έπρεπε οι πολιτικοί να ασκούν την πολιτική. Ο Καμίγ, ένα από τα πρόσωπα του έργου, υποστηρίζει ότι ο λαός είναι αυτός που είναι και στόχος των πρωτεργατών της επανάστασης δεν πρέπει να είναι τον φέρουν στα δικά τους μέτρα αλλά να βελτιώσουν τις συνθήκες της ζωής του. Ο Μπύχνερ αναφέρεται στις πολιτικές ίντριγκες και δείχνει πώς οι άνθρωποι ξεφεύγουν από τις αρχικές πεποιθήσεις τους, όταν καταλαμβάνουν την εξουσία και μοναδικός στόχος τους γίνεται η δική τους κυριαρχία. Άλλωστε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα προήλθε από την κακή διαχείριση, την αδιαφάνεια και τη ματαιοδοξία των ανθρώπων».
Η γνωστή ηθοποιός ερμηνεύει τους τρεις βασικούς γυναικείους ρόλους, αλλάζοντας συνεχώς πρόσωπα κατά τη διάρκεια της παράστασης: Είναι η Ζουλί, η σύντροφος του Δαντόν, η οποία επιθυμεί να ζωντανέψει ξανά μέσα του η φλόγα του επαναστάτη. Είναι η Λουσίλ, η γυναίκα του Καμίγ Μουλέν, στενού φίλου του Δαντόν, η οποία συντρίβεται από τη θύελλα των πολιτικών αναταραχών. Είναι ακόμη η αισθησιακή Μαριόν, μια νεαρή πόρνη. Τρεις γυναίκες, τρεις διαφορετικές ματιές, πάνω στη Γαλλική Επανάσταση;
«Πρόκειται για τρεις τελείως διαφορετικές γυναίκες που συνδέονται με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο με τους άντρες του έργου. Ο Μπύχνερ, επειδή ήταν εξαιρετικά ευφυής και ταλαντούχος, είχε αποκρυπτογραφήσει τη γυναικεία φύση. Η βασική ιδέα είναι ότι όλες γυναικείες μορφές μέσα στο έργο ξεπηδούν μέσα από την επανάσταση, όπως συμβαίνει και με τον περίφημο πίνακα του Ντελακρουά , με τη γυναίκα-σύμβολο η οποία με ένα νεύμα της καλεί τον κόσμο προς τις αξίες της γαλλικής επανάστασης», υποστηρίζει η Μαρία Ναυπλιώτου και συμπληρώνει: «Ο θάνατος του Δαντόν είναι ένα αντρικό ως επί το πλείστον έργο. Οι γυναικείοι ρόλοι είναι μικρής διάρκειας και παρεμβάλλονται ακανόνιστα, οπότε αποτελούν μεγάλη πρόκληση για τον ηθοποιό. Δημιουργείς τρεις ξεχωριστούς χαρακτήρες και οφείλεις να κάνεις αισθητή τη διαφορά τους στο κοινό ενώ ταυτόχρονα αναμετριέσαι μαζί τους σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Στη σκηνή πρέπει να πατήσεις σε μια συγκεκριμένη νότα για το κάθε πρόσωπο. Αν τη χάσεις, είναι δύσκολο να την ανακτήσεις».
Η Μαρία Ναυπλιώτου στέκεται περισσότερο στη μορφή της Μαριόν: «ο μονόλογός της ανήκει στα ωραιότερα κείμενα που έχουν γραφτεί ποτέ για το πώς οι γυναίκες πλησιάζουν την πραγματικότητα μέσα από τις αισθήσεις και το συναίσθημα. Είναι ένα πλάσμα έξυπνο, σκεπτόμενο αθώο, αισθησιακό και , συναισθηματικό. Τα λόγια της ανοίγουν μια ρωγμή σε όσα συμβαίνουν. Είναι σαν να δημιουργείται ξαφνικά ένας χώρος που δεν έχει να κάνει ίσως με ιδεολογίες ή αγώνες, αλλά στην ουσία του ίσως πηγαίνει βαθύτερα...», υπογραμμίζει η ίδια.
Η σύγκρουση Ροβεσπιέρου-Δαντόν
Στο επίκεντρο του έργου βρίσκεται η σύγκρουση του Ροβεσπιέρου με τον Δαντόν. Ο δεύτερος αποσύρεται από τις εξελίξεις, κουρασμένος από τη μάταιη αιματοχυσία και η στάση του επισύρει την οργή του πρώην φίλου και συναγωνιστή του που σχεδιάζει την εξόντωσή του. Σχολιάζοντας το ρόλο του ο Ηλίας Μελέτης επισημαίνει: «Ο Δαντόν αποσύρεται από την επανάσταση, ωστόσο νομίζω ότι με τη στάση του δείχνει μια κρυφή ενεργητικότητα. Είναι ένας άνθρωπος που γνωρίζει ότι οδεύει μαθηματικά προς τη γκιλοτίνα και επιθυμεί να δείξει ότι κάτι έχει γίνει λάθος. Ενώ η ζωή των ανθρώπων θα έπρεπε να καλυτερέψει με την επανάσταση, η εξαθλίωση παραμένει στο προσκήνιο». Ο Δαντόν έχει τη δυνατότητα να δραπετεύσει και να σωθεί αλλά αφήνεται στο έλεος των εξελίξεων και των εχθρών του. Πίσω από την περίεργη απάθειά του υποκρύπτεται η φιλοσοφική πεποίθηση ότι το άτομο είναι ανίσχυρο μπροστά στις ιστορικές εξελίξεις.
«Νομίζω ότι απλά ο άνθρωπος είναι ανίσχυρος μπροστά στην εξουσία. Όταν του δοθεί μια θέση ισχύος, κάποιος μηχανισμός λειτουργεί που τον κάνει να αλλάζει αυτόματα τις ιδέες και πεποιθήσεις του. Πρόκειται για ένα γνώριμο φαινόμενο ακόμη και σήμερα. Με αγγίζει ιδιαίτερα ο ρόλος του Δαντόν γιατί βλέπω έναν άνθρωπο να θυσιάζει τον ίδιο του τον εαυτό. Και κανείς δεν λέει εύκολα, σταματάω, αποσύρομαι και θα πληρώσω με την ίδια μου τη ζωή τα λάθη που κάναμε στο παρελθόν», τονίζει ο Ηλίας Μελέτης. Όσο για την επίκαιρη διάσταση του έργου παρατηρεί πως «Ο λαός τη μια στιγμή είναι μαζί με τον Δαντόν και την επόμενη είναι μαζί με τον Ροβεσπιέρο. Πρόκειται για μια πτυχή που νομίζω ότι αγγίζει το σήμερα. Και ο κόσμος, με όσα συμβαίνουν, πότε στρέφεται προς τη μία κατεύθυνση, πότε προς την άλλη. Η ιστορία αυτό έχει δείξει, ειδικά τα τελευταία χρόνια με τις αλλαγές που γίνονται στα πρόσωπα εξουσίας». Ο ευμετάβολος χαρακτήρας της λαϊκής οργής συμπαρασύρει τους παλιούς ήρωες.
Χτίζοντας το ρόλο του Ροβεσπιέρου
Ο Βασίλης Ανδρέου, πριν λίγα χρόνια είχε ερμηνεύσει τον Μνίσκιν, στον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Στάθη Λιβαθινού. Ήταν ένα πρόσωπο που ενσάρκωνε «το απόλυτα καλό», σύμφωνα με τον ίδιο. Τώρα με τον Ροβεσπιέρο βρίσκεται στον αντίποδα; «Οι πιο πολλοί μιλούν για το αρνητικό κομμάτι του Ροβεσπιέρου, αναγνωρίζοντας του φυσικά το πώς ξεκίνησε, γεμάτος αγάπη για το λαό, ιδανικά και ιδεώδη. Ήταν ανθρωπιστής, όμως στην πορεία μας προέκυψε ως ο εισηγητής της τρομοκρατίας. Οφείλω, ωστόσο να μελετήσω τον χαρακτήρα του και να θυμίσω ότι δεν ήταν πάντα έτσι. Δεν μιλάμε για έναν ήρωα με πήλινα πόδια. Διάβασα και είδα αρκετά πράγματα για τη γαλλική επανάσταση αλλά έφυγα πολύ νωρίς από το ιστορικό πεδίο και έψαξα διαφορετικά την προσωπικότητά του και το διάλογο που έχει με τον Δαντόν. Εκεί νομίζω φαίνεται πιο καλά ο ήρωας παρά στα ιστορικά ντοκουμέντα.
Έχουν κάνει πολλοί το ψυχογράφημά του Ροβεσπιέρου. Θεωρήθηκε ότι ήταν πολύ παράξενος, είχε μείνει ορφανός, ήταν αρκετά κλειστός και βίωνε έντονα την έλλειψη του πατέρα του...Εγώ δεν άγγιξα τόσο αυτό το κομμάτι. Ασχολήθηκα με τον πρωτεργάτη της επανάστασης που έτρεφε αγάπη για το λαό αλλά όταν είδε ότι η επανάσταση κινδύνευε να γκρεμιστεί και οι σύντροφοί του να χάσουν τα κεκτημένα, δεν δίστασε να στείλει τους εχθρούς του στη γκιλοτίνα», διευκρινίζει ο ίδιος.
Μπορεί στον πυρήνα του έργου να βρίσκεται η σύγκρουση Ροβεσπιέρου-Δαντόν, ωστόσο τα κίνητρα του πρώτου δεν είναι ξεκάθαρα ακόμη και για τον Βασίλη Ανδρέου: «Κι εγώ ψάχνω το κίνητρο. Και θα έλεγα ότι το αφήνω κάπως ανοιχτό και σε εμένα και στο κοινό. Δεν μπορώ να έχω δίπλα μου κάποιον που να με σκιάζει ή να τον φοβάμαι, αναφέρει στο έργο ο Ροβεσπιέρος. Τον τρώει η ζήλια, η επιθετικότητα και ο φόβος. Θεωρεί απειλητική για τις ιδέες του τη στάση του Δαντόν.
Όποιος αφήνει μια επανάσταση ημιτελή, αυτόματα είναι εχθρός μου, προειδοποιεί ο Ροβεσπιέρος. Θέλω φόβο και τρόμο για να μπορέσω να επιτύχω την αρετή και τη δημοκρατία. Ο Δαντόν, από την άλλη πλευρά, πήγαινε με γυναίκες, χαρτόπαιζε και θεωρητικά ζούσε μια ζωή που φαινόταν ότι σχεδόν προσέγγιζε τις συνήθειες της αριστοκρατίας».
Ο Βασίλης Ανδρέου συμμερίζεται τις απόψεις των συμπρωταγωνιστών του ότι το έργο μας δίνει πολλά ερεθίσματα σε σχέση με τη σύγχρονη πραγματικότητα: «Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι πολιτικοί πουλούν και προδίδουν την πατρίδα τους. Εγώ δεν το πιστεύω αυτό. Θα συνειδητοποιήσουν κάτι πιο βαθύ οι θεατές με το έργο: ότι ενώ ένας πολιτικός αγαπά την πατρίδα του και το λαό, όταν θα βρεθεί στη θέση να διαχειριστεί τις τύχες τους και την εξουσία, επειδή απέχει πολύ η θεωρία από την πράξη,μπορεί να αποτύχει. Θα αναρωτηθούν λοιπόν, γιατί ο σύγχρονος πολιτικός λειτουργεί, όπως λειτουργεί, φοβούμενος μήπως χαθεί κάποια καρέκλα, η κομματική συνοχή ή ένας προϋπολογισμός προς κάποιον δικό του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο λαός στο έργο μας εξακολουθεί να πεινάει, τη στιγμή που έχουν ψηφιστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα-η μεγαλύτερη κατάκτηση της γαλλικής επανάστασης.»
Πληροφορίες: «Ο θάνατος του Δαντόν» στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση παρουσιάζεται για λίγες ακόμη παραστάσεις, από τις 26-30 Ιανουαρίου, 2-6 Φεβρουαρίου, 9-12 Φεβρουαρίου, 16-18 Φεβρουαρίου.
ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ







