Μισέλ Φάις: «Πλέον τις ευκαιρίες τις δημιουργείς ολομόναχος»

misel-fais-fotografia

Ο συγγραφέας Μισέλ Φάις.

ΤΡΙΤΗ, 04 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014

Ο Μισέλ Φάις επιλέγει για το νέο θεατρικό του έργο, έναν τίτλο με πολλαπλές σημασίες : το «La petite mort» (ο μικρός θάνατος) παρουσιάζεται στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, κάθε Δευτέρα και Τρίτη, σε σκηνοθεσία της Λίλλυς Μελεμέ.

Ο συγγραφέας αντλεί την πρώτη ύλη του θεατρικού του από το μυθιστόρημά του «Κτερίσματα», δίνοντας βήμα στη σκηνή σε τρία γυναικεία πρόσωπα και μια ανδρική φωνή. Ο Μισέλ Φάις είναι ένας από τους συγγραφείς που αποδέχτηκαν την πρόσκληση-πρόκληση του Θεάτρου Τέχνης να καταθέσουν το δικό τους θεατρικό έργο στο πλαίσιο του προγράμματος  «Οκτώ Σύγχρονα Ελληνικά Έργα».

Δεν δίνονται και τόσο συχνά ευκαιρίες σε σύγχρονους Έλληνες δημιουργούς να δουν το έργο τους στο θέατρο, οπότε αυτή η πρωτοβουλία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Μισέλ Φάις, μετά τη χθεσινή πρεμιέρα του «La petite mort»  μας μιλάει για τη θεατρική διασκευή του  έργου του.

Πώς προέκυψε η ιδέα της θεατρικής μεταγραφής του μυθιστορήματός σας «Κτερίσματα»;

O  σπινθήρας ήταν η ανάθεση από το Θέατρο Τέχνης το φθινόπωρο.  Μια τιμητική πρόσκληση. Η γραφή, δηλαδή, ενός έργου που θα εντασσόταν στο πλαίσιο των οκτώ σύγχρονων νεοελληνικών κειμένων (μια πρόταση που σε οργανωμένη κοινωνία θα έπρεπε να προέλθει πρωτίστως από κρατικές σκηνές).

Το ευρύτερο κάδρο όμως συνδέεται με την εμμονή μου να μεταγράφω και να μεταπλάθω τα αφηγηματικά μου βιβλία (εκτός από τα αμιγώς θεατρικά που γράφω κατά καιρούς). Συγκεκριμένα ακολουθείται η εξής διαδρομή:  βιβλίο/έκθεση φωτογραφίας/θέατρο ή κινηματογράφος. Εξού και τα «Κτερίσματα» τυπώθηκαν τον Οκτώβριο του 2012.

Τον Μάιο του 2013 παρουσιάστηκε η εικαστική εκδοχή τους στον Χώρο Τέχνης «24», με ζωγραφική ανάγνωση της Καλλιόπης Ασαργιωτάκη και του  Τάσου Μαντζαβίνου και φωτογραφίες δικές μου. Μετά την εικαστική στιγμή, έφτασε μάλλον και η σκηνική.

Σε αυτή τη διαδικασία, τι κρατήσατε και τι αφήσατε από το μυθιστόρημά σας, προκειμένου να πετύχετε την απαιτούμενη δραματική ένταση;


Το μυθιστόρημα είναι δαιδαλώδες και αφηγηματικά πολύτροπο. Η ραχοκοκκαλιά της θεατρικής μεταφοράς του προσπάθησε να διατηρήσει το άρωμα του κειμένου (ένα πλέγμα μονολόγων, παραμιλητών, στιχομυθιών, τραγουδιών, ονείρων και αφορισμών) αρθρωμένων γύρω από τη μορφή της μητέρας και τις μεταμφιέσεις της στο πέρασμα του χρόνου.

Ο τίτλος του θεατρικού σας έργου «La petite mort» πώς συνδέεται με τον ερωτισμό αλλά και  την αγωνία των ηρώων του έργου;

Το «La petite mort», εκτός από το προφανές μικρός θάνατος σημαίνει και οργασμός ή κατάσταση αναισθησίας, μελαγχολίας ή απελευθέρωσης. Έχουμε λοιπόν ένα πλέγμα από ψυχικά και σωματικά φορτία που διαχέονται επί σκηνής με άξονα μια ερωτική μασκαράτα πένθους.

Ποιος είναι ο θεματικός πυρήνας του έργου σας;

Το σεξουαλικό πένθος στο πέρασμα του χρόνου.

Τι ρόλο διαδραματίζει η μνήμη σε αυτό το θεατρικό σας έργο;

Δεσπόζοντα. Είναι το νευρικό του σύστημα. Η σάρκα της μνήμης, ο διονυσιασμός της, η παραίτησή της, η πτώση της.  Ανάμεσα στη μνήμη του απόντος συγγραφέα/άντρα και  στη λήθη των παρόντων ηρωίδων /φαντασμάτων αναπνέουν τα πάντα.

Ποιοι είναι οι τρεις γυναικείοι χαρακτήρες που συναντώνται επί σκηνής; Και γιατί ο άνδρας είναι παρών μόνο με τη φωνή του;

Η σκηνική μεταγραφή χτίστηκε πάνω σε τρια γυναίκεια πρόσωπα, που μπορούν να ακουστούν όμως και ως ένα ενιαίο, αραγές πρόσωπο «σπασμένο» σε τρεις ηλικίες και σε τρεις διαθέσεις  ερωτικής μνήμης.

Τρεις γυναίκες, λοιπόν και μια αντρική φωνή.  Τρεις γυναίκες ξεδιπλώνουν τη ονειρική και αποσιωπημένη ζωή ενός άντρα που αναπνέει μέσα από αλλόκοτα ηχητικά σπαράγματα, που τις εμπλέκει στη θρυμματισμένη ζωή του, που υποστηρίζει σθεναρά την απουσία του. Γιατί αυτό που λείπει―εν προκειμένω ο άντρας―μπορεί και να μην λείπει, μπορεί απλά να είναι λησμονημένος, τρομαγμένος ή και δόλιος.

Πώς προέκυψε η συνεργασία σας  με την Λίλλυ Μελεμέ;

Με την Λίλλυ είναι η τέταρτη φορά που συνεργαζόμαστε τα τελευταία πέντε χρόνια. Κι αυτό από μόνο του φωτίζει την κοινή μας επιθυμία. Γενικά πάντως είμαι διακριτικός.  Έτσι δεν μπερδεύομαι στα πόδια των σκηνοθετών και των ηθοποιών. Μόνο αν γίνουν πιεστικοί και φορτικοί περί αυτού.

Για έναν έμπειρο πεζογράφο πώς είναι η είσοδός του στο χώρο του θεάτρου;

Όπως και στην σελίδα, έτσι και στο σανίδι, αναζητώ την ένταση του πρώτου βιβλίου που διάβασα, της πρώτης παράστασης που είδα και με τάραξε.

ELIAS COSINDAS
Ποιες οι αγαπημένες  θεατρικές σας αναμνήσεις και αναφορές;

Θυμάμαι σαν όνειρο που κατεβαίναμε με τη μητέρα μου τα σκαλιά στο Υπόγειο. Περιεργαζόμουν τα καλογυαλισμένα παπούτσια των αντρών και τα πουδραρισμένα πρόσωπα των γυναικών. Στον αέρα αφουγκραζόμουν μια άγνωστη σιωπή―την σιωπή της σκηνής;―αν και οι θεατές φλυαρούσαν χαμηλόφωνα.  Το πρώτο έργο που είδα ήταν το «Πάρτυ Γενεθλίων» του Πίντερ. Ήμουν 13 χρονών.

Σχεδόν 35 χρόνια μετά κατεβαίνω και πάλι τα σκαλιά στο Υπόγειο αγκαζέ με την αδιανόητη μητέρα  του «La petite mort», μια γυναίκα που διακλαδώνεται στη ζωή και στον ύπνο ενός ήρωα που απουσιάζει.

Ενός συγγραφέα που αφήνει να τον πενθήσουν, να τον γλεντήσουν, να τον χλευάσουν τρια κωμικά ερωτικά φαντάσματα, τρεις διονυσιασμένες μοιρολογίστρες.  Μπορεί όμως γύρω από το κρεβάτι-τάφο, που δεσπόζει στη σκηνή, ν’ απλώς ακούμε τα γραψίματα και τα σβησίματα ενός κειμένου που αναπνέει και πνίγεται εδώ και χρόνια κάτω από το ίδιο δέρμα.

Δίνονται αρκετές ευκαιρίες σε νέους δημιουργούς να παρουσιάσουν τη δουλειά τους στο θέατρο;

Πλέον τις ευκαιρίες τις δημιουργείς ολομόναχος. Έτσι κι αλλιώς όλα είναι εθελοντικά και εν κενώ.  Μόνο κάποιες συντροφιές ή ισχυρά πρόσωπα μπορούν να δημιουργήσουν το αναγκαίο για την τέχνη αίσθημα της συνέχειας.

Ταυτότητα παράστασης: σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ. Σκηνικά-Κοστούμια: Κατερίνα Σωτηρίου. Σύνθεση ήχων: Λεωνίδας Μαριδάκης. Επιμέλεια κίνησης: Μαρίζα Τσίγκα. Φωτισμοί και video: Κωστής Καπελώνης. Φωτογραφίες: Ηλίας Κοσίντας.

Παίζουν:  Μυρτώ Γκόνη, Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Μάρω Παπαδοπούλου, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (φωνή).

Πληροφορίες: «La petite mort»: στο θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν-Υπόγειο, κάθε Δευτέρα και Τρίτη, ώρα έναρξης: 21.00. Διάρκεια: 60 λεπτά  χωρίς διάλειμμα.  Το έργο θα παίζεται έως τις 25 Μαρτίου.

Μάνια Στάικου