Κριτική θεάτρου: «Βρικόλακες»

brikolakes-2013-theatro-odou-kefallinias-fotografia
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 14 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014

H Iωάννα Κλεφτόγιαννη γράφει κριτική για τους «Βρικόλακες» του Ίψεν που παρουσιάζονται στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού.

Ο Στάθης  Λιβαθινός, ενώ ακόμα επεξεργαζόταν την «Ιλιάδα» του, ένα σκηνικό άθλο, για την «εξελιγμένη» δεύτερη  εκδοχή της, προετοίμαζε συγχρόνως  και τους ιψενικούς «Βρικόλακες».

Ουδεμία σχέση έχουν τα είδη των έργων,  εντελώς διαφορετικά  είναι τα λογοτεχνικά γένη των υλικών με τα οποία κονταροχτυπιόταν ταυτόχρονα. Και οι παραστάσεις τους όμως  μοιάζει να ανήκουν σε άλλο σκηνοθέτη.

Οι «Βρικόλακες» στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, μια από τις καλύτερες αναβιώσεις  του έργου που έχουμε  δει  σε αθηναϊκή σκηνή,  είναι μια σκοτεινή, υγρή, αποπνικτική παράσταση, που αποτυπώνει την υπαρξιακή ασφυξία, την θηλιά της αστικής ηθικής, την τροχοπέδη της  κοινωνικής  αποδοχής, εντέλει  το ανθρώπινο αδιέξοδο,   για την οποία ο Λιβαθινός καταφεύγει ξανά  με ορμή στο οπλοστάσιο της ρωσικής θεατρικής του παιδείας του, που εν πολλοίς ποτέ δεν εγκατέλειψε.

Στηρίζεται στις λεπτομέρειες του λόγου, ρίχνει φως στις «γωνίες», στις λεπτομέρειες των εκφράσεων, των   σωμάτων,  εστιάζοντας στο άρρητο. Δημιουργεί ατμόσφαιρες. Σιωπές. Σχεδόν ένα ηλεκτρικό ρεύμα αγγίζει το κοινό από την τετράγωνη δονούμενη μικρή σκηνή.

Η σκηνογραφία (της Ελένης Μανωλοπούλου) είναι το κέλυφος  που  παράγει την ιδανική «υγρασία» για να παιχτεί το δράμα της ανθρώπινης εγκλωβισμένης από τις αμαρτίες των γονέων ανθρώπινης ύπαρξης, σε συνδυασμό με τους αριστοτεχνικούς φωτισμούς.

Η Μπέτυ Αρβανίτη  πλάθει μια πολύ πειστική κυρία Αλβινγκ, μετά το απαιτούμενο αρχικό  «ζέσταμα».  Ο Γιώργος Κέντρος σωματοποιεί τη γλοιώδη διάσταση  της ανθρώπινης ύπαρξης, σέρνοντας το άχρηστο πόδι του. Είναι εξαιρετικός.

Ο Νίκος Χατζόπουλος, κήρυκας της καταστολής των ανθρωπίνων αναγκών και δη του αιτήματος για ευτυχία («Έτσι ξεκινούν οι επαναστάσεις γιατί οι άνθρωποι επιδιώκουν την ευτυχία στη ζωή», όπως διαπιστώνει , επαναλαμβάνοντας την καθεστηκυιία  πολιτική άποψη της εποχής) είναι ο μοναδικός που παραμένει εξωτερικός,  στο σχήμα του χαρακτήρα του.

Η Μαρία Κίτσου πάλλεται. Είναι  αληθινό ποίημα, ένας χείμαρρος κοριτσίστικης αθωότητας και προσδοκίας στις σκηνές της ερωτοτροπίας και  βίαια αποκαλυπτική  όταν  ξεγυμνώνει την κυνική και αγοραία  πλευρά της. Συνταρακτικός όμως είναι ο Όσβαλντ του  Κώστα Βασαρδάνη.

Ολόκληρη η υπαρξή του μοιάζει να δονείται από την σωματική  κληρονομημένη αρρώστια  που τον κατατρώει. Η κραυγή απελπισίας του στο τέλος θυμίζει  την κραυγή των ζωών πριν την σφαγή. Συγκλονίζει.

Ιωάννα Κλεφτόγιαννη