Kριτική θεάτρου: «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου»

kritiki-theatrou-ta-pathi-tou-nearou-bertherou

Ο Δημήτρης Λιγνάδης με την Κατερίνα Μισιχρόνη σε σκηνή από τον «Βέρθερο» που παρουσιάστηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, του Ιδρύματος Ωνάση.

ΔΕΥΤΕΡΑ, 07 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2011

Μια κριτική ματιά για την παράσταση «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου» του σκηνοθέτη και εικαστικού Γιάννη Σκουρλέτη, που παρουσιάζεται με επιτυχία στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.

«Εκανα κάτι καινούργιο. Μια ιστορία με τον τίτλο "Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου", όπου παρουσιάζω ένα νέο άντρα με βαθιά και αυθεντική ευαισθησία και πραγματική διεισδυτικότητα, ο οποίος χάνεται σε ενθουσιώδη όνειρα, υπονομεύει τον εαυτό του μέσα από θεωρητικές αναζητήσεις μέχρι που στο τέλος, τσακισμένος από την παρεμβολή κάποιων άτυχων παθών και προπάντων από ένα αδιέξοδο έρωτα, αυτοκτονεί φυτεύοντας μια σφαίρα στο κεφάλι του».

Αυτός ο άντρας με τον οποίο ασχολείται ο Γκαίτε στο νεανικό επιστολογραφικό μυθιστόρημα του (1774) -έργο που υπήρξε σύμβολο του κινήματος Sturm und Drag (Θύελλα και Ορμή), προάγγελος του ρομαντισμού και όχημα που του έφερε άμεση αναγνώριση- δεν είναι άλλος από τον ίδιο το Γερμανό συγγραφέα. Μόνο που εκείνος, όπως ποιητική αδεία έχει επισημάνει, «έμεινε ζωντανός για να γράψει την ιστορία του άλλου».

Και όχι μόνο. Γιατί στο πρόσωπο του Βέρθερου «μετακομίζει» τις δικές του ρήξεις με το περιβάλλον, καυτηριάζοντας τις περιοριστικές συμβάσεις μιας στείρας κοινωνίας που ωθεί τους νέους ανθρώπους να διεκδικήσουν την ελευθερία τους, έστω και μέσα από το θάνατο.

Ωστόσο η θεατρική ομάδα «Bijoux de Kant» δεν εστιάζει την προσοχή της στην παραστασιακή κατάθεση του κειμένου. Χρησιμοποιώντας μια αποσπασματική παράθεση επεισοδίων και δίνοντας έμφαση στην παράλληλη προβολή βιντεοσκοπημένων και ζωντανών εικόνων, επιχειρεί αφενός «να αναδείξει τις σχέσεις αλληλοεπίδρασης ανάμεσα στον Γκαίτε, τον Βέρθερο και τη Λότε» και αφετέρου να μεταφέρει τους προβληματισμούς του ήρωα-δημιουργού στην εποχή μας.

Η Κατερίνα Μισιχρόνη ως Λότε.

Ενδιαφέρουσα ιδέα, υλοποιημένη με εξαιρετική αισθητική αλλά με προβληματικό ιστό και ερμηνευτική ανεπάρκεια. Οι Bijoux de Kant, που κέρδισαν πέρυσι το ενδιαφέρον κοινού και κριτικής με το «In Extremis», παραδίδονται και πάλι στην θανατολάγνα εμμονή τους χωρίς ωστόσο, αυτή τη φορά, να συνδιαλέγονται ουσιαστικά με τον κόσμο του Γκαίτε.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Με μια εξαιρετική σκηνική εγκατάσταση, εμπνευσμένη από την «Πύλη της Κολάσεως» του Ροντέν, ο εικαστικός και σκηνοθέτης Γιάννης Σκουρλέτης, δίνει την προσωπική του εκδοχή σ' αυτό το εμβληματικό έργο του ρομαντισμού.

Η υπέροχη ολόλευκη γύψινη πύλη που δεσπόζει στη σκηνή, διακοσμημένη με ανάγλυφες παραστάσεις, πλαισιώνεται εκατέρωθεν από «παράθυρα-οθόνες» μέσα από τα οποία προβάλλει η μορφή ενός σύγχρονου (;) «Βέρθερου» (Δημήτρης Πασσάς), ο οποίος διατυμπανίζει τη δική του απόγνωση.

Ο Δημήτρης Λιγνάδης ως Βέρθερος.

Ομως ο ημίγυμνος νεαρός που επιδίδεται σε σαδομαζοχιστικά παιχνίδια αποτελεί, αν μη τι άλλο, μια ακραία -κλινική σχεδόν- περίπτωση ατόμου και ουδεμία συγγένεια έχει με το ματαιωμένο ήρωα. Ούτε όμως και με έναν απογοητευμένο νέο των ημερών μας που δεν αυτοκτονεί από έρωτα αλλά «μελαγχολεί ανέξοδα… και μιλά για το θάνατο ακριβώς επειδή δεν τον αγγίζει», όπως επισημαίνει σε συνέντευξή του ο σκηνοθέτης της παράστασης.

Αντίθετα το πρόσωπο που βλέπουμε, βρίσκεται σε κατάσταση υστερικού παροξυσμού. Με άσπρο σλιπάκι, περιλαίμιο σκύλου και ένα πιστόλι στον κρόταφο, ερωτοτροπεί με αντικείμενα-φετίχ της αγαπημένης του, αυνανίζεται, σφαδάζει από πόνο, και κρατώντας ένα μικρόφωνο στο χέρι τραγουδάει στα γερμανικά μελοποιημένα σπαράγματα του κειμένου κάτω από τους «βάρβαρους» ηλεκτρονικούς ήχους του Κώστα Δαλακούρα.

Μπροστά από την πύλη, στην πλημμυρισμένη από τσαλακωμένες σελίδες σκηνή και μέσα από την αχλή μιας προειδοποιητικής ομίχλης, αναδύεται ο κόσμος του 18ου αιώνα. Ο Δημήτρης Λιγνάδης ως ώριμος Βέρθερος-Γκαίτε ηχεί ψεύτικος διαβάζοντας με ναρκισσισμό και στόμφο τις ερωτικές επιστολές, ενώ η Κατερίνα Μισιχρόνη (Λότε) περιφέρει νωχελικά το εντυπωσιακό της φουστάνι, συμπληρώνοντας την ανάγνωση με τη σχεδόν παιδική φωνούλα της.

Το αποτέλεσμα είναι συγκεχυμένο. Αραγε η εξεζητημένη εκφορά του λόγου σχολιάζει ή ακόμα και παρωδεί έναν κόσμο που έχει για πάντα χαθεί; Και πόσοι από τους θεατές αντιλαμβάνονται ότι «οι ηθοποιοί "φέρουν" το λόγο των ηρώων αλλά δεν ενσαρκώνουν τους ήρωες»;

Η διάθεση νεωτερικότητας όταν δεν έχει ξεκάθαρους στόχους κινδυνεύει να γλιστρήσει στην αυθαιρεσία, γίνεται η μεγαλύτερη παγίδα ακόμα και για τους ελπιδοφόρους νέους σκηνοθέτες.

ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ