Κριτική θεάτρου: «Γιοι και κόρες-μια παράσταση για την αναζήτηση της ευτυχίας»

gioi-kai-kores-fotografia-proti-2014
ΔΕΥΤΕΡΑ, 24 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014

Η Ιωάννα Κλεφτόγιαννη γράφει κριτική για την παράσταση «Γιοι και κόρες-μια παράσταση για την αναζήτηση της ευτυχίας» του Γιάννη Καλαβριανού που παρουσιάζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.

Γιοι και κόρες από την ομάδα Sforaris.

Η παράσταση «Γιοι και Κόρες» του Γιάννη Καλαβριανού, performance που υπάγεται στην κατηγορία του σκηνικού ντοκιμαντέρ (ξεκίνησε από το Φεστιβάλ ΑΘηνών, αλλά σήμερα έχει «αγκυροβολήσει» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου), διαρκώς μεταβάλλεται.

Από τις 88 συνεντεύξεις που έχει πάρει από υπερήλικες όλων των κοινωνικών τάξεων η ομάδα (Sforaris), σκηνοθέτης και ηθοποιοί, οργώνοντας την ελληνική επικράτεια-οι 12 που παρουσιάζονται με το δροσερό, παιγνιώδη κι αναπάντεχο τρόπο του  devised theatre- δεν είναι πάντοτε οι ίδιες. Κάποιες αποχαιρετούν κάθε τόσο τη σκηνή για να πάρουν τη θέση τους  νέες.

Ο θεατής, με άλλα λόγια, ποτέ δεν κλείνει πραγματικά τους «λογαριασμούς» του με το παραστατικό γεγονός που τέμνει με ευστοχία  το  συναίσθημα της μικροϊστορίας  με  το ωστικό κύμα  της μεγάλης Ιστορίας, ανεβάζοντας συχνά  υψηλές θερμοκρασίες  και στην πλευρά των θεατών.

Θεωρώ, επομένως,  ότι έχει ενδιαφέρον σε αυτή την συνάντηση από σκηνής με την «καρδιά» της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας (από τις αρχές του 20ου αιώνα   μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες  του 2004 και το παρόν) να ξαναέβλεπε κάποιος  την παράσταση με τις νέες μαρτυρίες.

Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια  της σκηνικής πρότασης  με την εμπνευσμένη μίξη περιεχομένου - φόρμας, στην οποία τα πάντα μπορούν να συμβούν ακριβώς επειδή υιοθετείται μια ανοικτή  μορφή που μπορεί να τα χωρέσει όλα «κάτι που οπτικοποιείται  εξαιρετικά και από το σκηνικό στο οποίο από το μηδέν «γεννώνται» τα πάντα, σπίτια, παραλίες, συντρίμμια), είναι ότι αποφεύγει  την εντυπωσιοθηρία.

Ο σκηνοθέτης τις πιο αβανταδόρικες αφηγήσεις, έχει δηλώσει επανειλημμένως, τις απέφυγε σκοπίμως. Δεν ήθελε «φωνασκίες».Τι  απέμεινε; Αυθεντικές , σπαρταριστές  ιστορίες ανθρώπων. Φονιάδων και  νοικοκυραίων, τσολιάδων και  ποδοσφαιριστών, ανταρτών και  ερωτευμένων, απατημένων, σεισμόπληκτων και επαναπατριζόμενων  Αιγυπτιωτών.

Ο πλούτος κι οι αντιθέσεις της ελληνικής ανθρωπογεωγραφίας, με φόντο έναν και πλέον  αιώνα Ιστορίας. Τεράστια «κοιτίδα», εξόχως πρόσφορη για τη σκηνή.

Γιοι και κόρες από την ομάδα Sforaris.

Ακούμε για φονιάδες που φυγαδεύτηκαν με ένα βαρέλι για την Αμερική. Κι εκεί,   στρώνοντας ράγες και ανοίγοντας καντίνα, προκόψανε και γίνανε  εκατομμυριούχοι. Οι άτυχοι κληρονόμοι πήραν τα λεφτά της κληρονομιάς τις μέρες που κηρύχθηκε ο πόλεμος. Τα 4 εκατομμύρια δραχμές τους εξατμιστήκαν. Η αγοραστική τους δύναμη έγινε ισοδύναμη με ένα πακέτο τσιγάρα, μια μαντήλα κι ένα κουτάκι καραμέλες!  

Ακούμε  για τα ειδύλλια που μπλέκονταν  κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών της Θεσσαλονίκης στα καταφύγια, για τις πρώτες σειρήνες πολέμου που ήχησαν στον Πειραιά, για το χειμώνα της Πείνας  το ‘41 («Οι μεγαλύτερες περιουσίες στη χώρα γίνανε στην πείνα»), για τις πατέντες  επιβίωσης, την Απελευθέρωση, τον Εμφύλιο (εγκλήματα κι από τις δυο μεριές, με συγκλονιστικές αφηγήσεις:« Ο πόνος είναι τόσο βαθύς που δεν με κάνει εκδικητική»), για παντρολογήματα στους  σεισμούς της Κεφαλονιάς το ‘53 (από τα 33 χιλιάδες σπίτια τα 22000 πέσανε, εξ ου «Έκτοτε μισούσα την Άνοιξη γιατί θα ερχόταν καλοκαίρι»).

Το πρώτο μέρος, έξοχο, ισορροπημένο, στακάτο, μια διαρκής εναλλαγή πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης, διαδέχεται το δεύτερο, που αποφασίζει να κάνει –αμέσως ή εμμέσως- focus στον έρωτα: από ένα ειδύλλιο σε ματς  του Απόλλωνα Αιγάλεω,  το ‘55 και τους έρωτες  Θεσσαλονικιών φοιτητών  στο Βερολίνο, ενώ ετοιμαζόταν η διχοτόμηση μέχρι  τα ερωτικά  πάθη μιας νεαρής επαναπατρισθείσας Αιγυπτιώτισσας και  την ιστορία διγαμίας, παραμονές Πρωτοχρονιάς του ‘72.

Στο μέρος αυτό  το μέτρο και η ισορροπία  της αφήγησης διασαλεύονται και το σκηνικό γεγονός πλατειάζει. Σε σημεία μάλιστα γίνεται αναίτια φανφαρόνικο και  μελό. Τι φταίει; Οι έξωθεν  των αληθινών μαρτυριών «τονωτικές» ενέσεις (κείμενα του Καλαβριανού) που επεξηγούν λυρικά τα πάθη και τη φύση του έρωτα.

Ακόμη κι όταν δεν γνωρίζεις την καταγωγή τους τα νιώθεις ως ξένο σώμα στην υπόλοιπη μεστή αφήγηση. Η παράσταση έχει ικμάδα που τρέφει η γυμνή, χωρίς φιοριτούρες, ουσία των  αφηγήσεων. Δεν είχε, επομένως, ανάγκη  τη «φιλολογική» ή συναισθηματική ανάλυσή τους.

Η παράσταση κλείνει με προβολές, στις οποίες βλέπουμε τα αληθινά πρόσωπα των ηλικιωμένων που ξεστόμισαν τις φράσεις που μας μετέφεραν σχεδόν ατόφιες οι ηθοποιοί (Άννα Ελεφάντη, Αλεξία Μπεζίκη, Γιώργος Παπαπαύλου, Μαρία Κοσκινά Γιώργος Γλάστρας, Στέφη Πουλοπούλου), με όλη την ενέργειά τους, χορεύοντας, τραγουδώντας και  αναπαριστώντας.

Μια πραγματικά συγκινητική, ουσιαστική καλλιτεχνική κατάθεση για την αναζήτηση της ευτυχίας (άλλωστε υπότιτλός της είναι το «Μια παράσταση για την αναζήτηση της ευτυχίας) που ξεγυμνώνει αποκαλυπτικά  το ανέφικτό της.

Ιωάννα Κλεφτόγιαννη