Β. Παπαβασιλείου: «...έχουμε άποψη πριν καταλάβουμε για τι πράγμα μιλάμε»
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου (στο κέντρο) με τους συντελεστές της παράστασης «Καβγάδες στην Κιότζα» που παρουσιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, έως τις 13 Απριλίου.
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου σχολιάζει την κοινότητα του διαδικτύου, με αφορμή την παράσταση «Καβγάδες στην Κιότζα» που παρουσιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, έως τις 13 Απριλίου.
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου επιστρέφει στον Γκολντόνι, ανεβάζοντας ένα έργο συνόλου ταιριαστό με την θαλασσινή αύρα που περικυκλώνει το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Με καταξιωμένος ηθοποιούς και μια ομάδα στενών συνεργατών που τον ακολουθούν τα τελευταία χρόνια, τιμά την επέτειο των πενήντα χρόνων από την αναβίωση του έργου που είχε επιχειρήσει ο ιταλός θεατράνθρωπος Τζόρτζιο Στρέλερ.
Είναι το πέμπτο έργο του Γκολντόνι που ανεβάζετε στην καριέρα σας. Τι σας κεντρίζει στη δραματουργία του ώστε να επιστρέφετε σε αυτή;
O Γκολντόνι είναι μια εύφορη γη, την οποία χρειάζεται κανείς στη διαδρομή του στο χώρο του θεάτρου, για να παίρνει κουράγιο, ώστε να αντέξει να συνεχίσει.Το θέατρο δεν είναι αυτονόητο.
Ζει στο πλαίσιο μιας κοινωνίας, ενός πολιτισμού και υφίσταται τις συνέπειες των γεγονότων, όπως αυτές τις οποίες βιώνουμε τα τελευταία τέσσερα- πέντε χρόνια,δηλαδή το τέλος, κατά τη γνώμη μου, του πρώτου βιβλίου του νεοελληνικού κράτους. Επομένως χρειάζονται κουράγια.
Η ανανέωση της αγάπης του θεάτρου είναι πολύ σημαντικό κομμάτι στη ζωή ενός ανθρώπου μέσα στο θέατρο- γιατί τώρα, καλώς ή κακώ,ς καταγράφεται μια ζωή μέσα από αυτά τα 40 χρόνια μου στο θέατρο, από τότε δηλαδή που πρωτοπάτησα το πόδι μου στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης.

Τον Τζόρτζιο Στρέλερ τον γνώρισα στο τέλος της ζωής του όπως αποδείχτηκε, όταν ήμουν διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και είχαμε σχεδιάσει τότε μια πρωτοβουλία με σκοπό την ένταξη του οργανισμού στην ένωση των θεάτρων της Ευρώπης.
Είχαμε συναντηθεί για πρώτη φορά στο Βουκουρέστι το 1995 και μετά είχαμε κι άλλες επαφές, ανταλλαγές απόψεων και τηλεφωνικές συνομιλίες. Η κατάθεση του Τζόρτζιο Στρέλερ, σε ό, τι αφορά στην αναβίωση του Γκολντόνι είναι ιστορική. Αν προστεθεί και η δουλειά του Βισκόντι, στην ουσία αυτοί οι δύο επανέφεραν τον Γκολντόνι στο προσκήνιο στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Οι δουλειές του Στρέλερ με κορυφαία «Τον υπηρέτη δύο αφεντάδων»- αποτελούν σημείο αναφοράς πλέον του σκηνικού πολιτισμού. «Οι καβγάδες στην Κιότζα» ήταν ένα ανέβασμα του Στρέλερ το ’64 και η δική μας παραγωγή έγινε με αφορμή ότι κλείνουμε 50 χρόνια από εκείνη την ιστορική παράσταση.
Πώς συνδέεται η ατμόσφαιρα και η θεματολογία του έργου, με την ιδιαίτερη αύρα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά;
Το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, όπως και τα αντίστοιχα θέατρα της Πάτρας και της Ίου, είναι τα τρία πρώτα θεατρικά οικοδομήματα που κατασκευάστηκαν στο πλαίσιο του νεοελληνικού κράτους κατά τον 19ο αιώνα γιατί οι άνθρωποι είχαν ανάγκη να θεμελιώσουν έναν πυρήνα αστικής ζωής.
Δεν είναι τυχαίο ότι κτίστηκαν σε λιμάνια, γιατί τα λιμάνια ήταν τα κέντρα του εμπορίου και δεν είχε ακόμα επικρατήσει -όσο επικράτησε και στην Ελλάδα, λίγο προβληματικά- ο σιδηρόδρομος.
Με αυτή την έννοια λοιπόν, το θέατρο του Πειραιά είναι ένα λιμάνι το οποίο υποδέχεται το έργο ενός λιμανίσιου ποιητή όπως είναι ο Γκολντόνι. Η ιστορία του διαδραματίζεται σε ένα ψαροχώρι, δίπλα τη Βενετία, την Κιότζα.
Διαθέτει όλα τα φυσικά στοιχεία που είναι παρόντα στη ζωή μέσα στο νερό, δίπλα στη θάλασσα. Ποια είναι αυτά τα στοιχεία; Είναι ο αέρας, η ενασχόληση με το ψάρεμα, ο κίνδυνος της θάλασσας, οι γυναίκες οι οποίες πρέπει να ζούν μόνες τους, μακριά από τους άντρες τους, οι οποίοι διακινδυνεύουν τη ζωή τους παραμένοντα 8-10 μήνες στο νερό.
Αυτές οι οι γυναίκες πρέπει να φτιάξουν μια κοινότητα για να αντέξουν τη ζωή και να πάνω παρακάτω. Ο Γκολντόνι επιστρατεύει στοιχεία τα οποία συναντάμε και στον Σαίξπηρ, δηλαδή οι γυναίκες του είναι κατά κάποιο τρόπο λίγο δαιμονικές, λίγο διαβολικές…Είναι κι αυτό ένα μεγάλο θέμα της παγκόσμιας ευρωπαϊκής δραματουργίας και χρωματίζει τους καβγάδες στην Κιότζα, με λεπτό και διακριτικό τρόπο. Προσπαθήσαμε όσο μπορούμε να το αναδείξουμε, κυρίως στην τρίτη πράξη.

«Οι καβγάδες στην Κιότζα» ανήκουν στα χορικά ή χορωδιακά έργα του Γκολντόνι που δεν έχουν έναν πρωταγωνιστή. Και γι’ αυτό το λόγο ο συγγραφέας δεν είχε πέραση τον 19ο αιώνα, όταν το θέατρο στηριζόταν στη ηθοποιική βεντετοκρατία.
Δεν είναι τυχαίο ότι η αναβίωση του, η εκ νέου ανακάλυψή του, συνδέεται με σκηνοθέτες οι οποίοι θεωρούνται οι καλύτεροι εγγυητές της συλλογικής ζωής της σκηνής.
Στους «Καβγάδες στην Κιότζα» μπαίνει σε κίνηση μια μηχανή η οποία στις μέρες μας υφίσταται, τηρουμένων των αναλογιών, σε ένα άλλο πεδίο, όπως είναι το διαδίκτυο. Ποια είναι αυτή η μηχανή; Η μηχανή σχετίζεται όπως το έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, όταν «η γλώσσα προτρέχει της διανοίας». Σήμερα τι κάνουμε στα social media; Τι κάνουμε γενικά στο διαδίκτυο; Όλοι δεν έχουμε άποψη πριν καταλάβουμε για τι πράγμα μιλάμε; Βεβαίως.
Επομένως λοιπόν η συνύπαρξη των ανθρώπων , η κοινοτική αυτή ζωή βάζει σε δοκιμασία και ενεργοποιεί την ανάγκη του ανθρώπου να μιλάει χωρίς να καταλαβαίνει , απλώς για να μιλήσει και να ακούσει τη φωνή του. Αυτό βεβαίως παράγει εντάσεις, δημιουργεί αφορμές για ληξιπρόθεσμες προστριβές και συγκρούσεις.
Χαρακτηριστική είναι η πρώτη σκηνή του έργου που κατά κάποιο τρόπο επέχει θέση εισαγωγής με μουσικούς όρους, γιατί κανενός δεν διαφεύγει ότι το έργο ακουμπάει σε μια μεγάλη μουσική παράδοση, έχει να κάνει και με την ίδια τη φύση της ιταλικής γλώσσας. Στην πρώτη σκηνή της πρώτης πράξης βλέπουμε τις γυναίκες να ξεκινούν κάνοντας μια δουλειά, μετά να υπάρχουν οι συγκεκριμένες αφορμές για βία και τσακωμούς και κατόπιν να αποχωρούν από τη σκηνή ασπαζόμενες η μία την άλλη.
Πιστεύετε ότι, κατά κάποιο τρόπο, η παράσταση λειτουργεί και ως πρόταση για μια νέου είδους συλλογικότητα;
Αυτό είναι πολύ μεγάλο και φιλόδοξο. Νομίζω ότι ικανοποιεί την ανάγκη των ανθρώπων για έξοδο, για ανάταση, την ανάγκη τους να βρίσκονται μαζί και να μην επαναλαμβάνουν ή να μηρυκάζουν, αν θέλετε, μια ειδησεογραφία ή έναν κομφορμισμό της θλίψης που είναι πολύ διαδεδομένος λόγω των γνωστών γεγονότων στην πατρίδα μας.
«Οι καβγάδες στην Κιότζα» έρχονται να προστεθούν σε μια σειρά δοκιμών μας τα τελευταία χρόνια- αναφέρομαι στον «Τυχοδιώκτη» του Χουρμούζη, στο έργο «Του Κουτρούλη ο γάμος» του Ραγκαβή, στον «Κύκλωπα» του Ευριπίδη.
Κοινός παρονομαστής τουςείναι μια ομάδα ανθρώπων που ιδρύει κάποιες προϋποθέσεις συνύπαρξης μέσα στο παιχνίδι και τη χαρά του παιχνιδιού- γιατί ό,τι και να ακούσουμε, ότι και να ζούμε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ζωή μια φορά δίνεται στον άνθρωπο. Και δεν υπάρχει καταστροφή η οποία να μην έχει απέναντι στην άλλη όχθη, το αίτημα μιας νέας ζωής.

Το εμπόριο της καταστροφολογίας, όπως και το εμπόριο της αισιοδοξίας ή αν θέλετε των επιτυχιών κ.λ.π, είναι εμπόρια. Εμείς είμαστε λειτουργοί μιας άλλης πλευράς του ανθρώπου. Της πλευράς εκείνης που κάνει τον άλλον να θέλει απόψε στις 21:00 να είναι εκεί στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά με πρόσχημα τον Γκολντόνι για να ζήσει την χαρά της συνύπαρξής του με εκείνους που είναι απέναντί του στη σκηνή αλλά και όσους βρίσκονται στο πλευρό του ως θεατές.
Σε αυτή λοιπόν την ευφρόσυνη παράσταση μπορείτε να μας μιλήσετε για την χημεία ανάμεσα στους συντελεστές της;
Η παράσταση δεν θα πραγματοποιούνταν αν δεν στηριζόταν στον πυρήνα των συνεργατών και συντελεστών οι οποίοι είναι συνοδοιπόροι τα τελευταία 6-7 χρόνια. Αναφέρομαι δηλαδή στη σκηνογράφο Μαρί Νοέλ Σεμέ, τον Σωτήρη Χαβιάρα, σε ό,τι αφορά τη δραματουργική επεξεργασία, στον Δημήτρη Καμαρωτό για τη μουσική, στον Δημήτρη Σωτηρίου για την κίνηση, στην Ελευθερία Ντεκώ για τους φωτισμούς και τη Νικολέτα Φιλόσογλου, τη βοηθό μου.
Με κάποιους από τους ηθοποιούς είχα δουλέψει, με κάποιους άλλους δουλεύω για πρώτη φορά. Οι ηθοποιοί είναι πολύ ευαίσθητοι άνθρωποι, και αποτελούν, αν όχι τα χρονικά της εποχής τους, όπως λέει ο Σαίξπηρ, τα συμπτώματα της εποχής τους. Υφίστανται την καταστροφή και όλα όσα ζούμε με έναν τρόπο ιδιαίτερο.
Πέρα από τα οικονομικά τους, λειτουργούν ως βαρόμετρα, είναι επιφάνειες στις οποίες αντικατοπτρίζεται όσα μας περιβάλουν. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν μέσα στις δυσκολίες, μέσα σε όλες αυτές τις αντιξοότητες αισθάνονται την ανάγκη να ζήσουν αυτό το στοίχημα του συνόλου ή του χορού, πέρα από ατομικές φιλοδοξίες, ιδιαιτερότητες κ. λ. π. για, να συναντηθούν μεταξύ τους. Και με αυτό τον τρόπο να στήσουν έναν καθρέφτη στους θεατές ώστε και οι θεατές να μπορέσουν να συναντηθούν μεταξύ τους.
Σκηνοθεσία –μετάφραση: Βασίλης Παπαβασιλείου, δραματουργική επεξεργασία: Βασίλης Παπαβασιλείου –Σωτήρης Χαβιάρας. Σκηνικά – κοστούμια: Μαρί Νοέλ Σεμέ. Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός. Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ. Κίνηση: Δημήτρης Σωτηρίου. Βοηθός σκηνοθέτη: Νικολέττα Φιλόσογλου.
Πρωταγωνιστούν: Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, Γιάννης Νταλιάνης, Ελένη Ουζουνίδου. Παίζουν επίσης (με αλφαβητική σειρά): Άντρη Θεοδότου, Χριστίνα Μαξούρη, Άγγελος Μπούρας, Τζωρτζίνα Παλαιοθόδωρου, Αντώνης Πριμηκύρης, Χρήστος Σαπουντζής, Μενέλαος Χαζαράκης, Νικόλας Χανακούλας, Στράτος Χρήστου.
Πληροφορίες: «Καβγάδες στην Κιότζα», Δημοτικό Θέατρο Πειραιά έως τις 13 Απριλίου, Ηρώων Πολυτεχνείου 32, τηλέφωνο: 210 4143310- 2104143320, παραστάσεις κάθε Τετάρτη: 19.00, Πέμπτη-Παρασκευή: 21:00, Σάββατο:18:00, 21:00, Κυριακή: 19:00, τιμές εισιτηρίων: 20 ευρώ(διακεκριμένη),17ευρό,12 ευρώ (φοιτητικό), 8 ευρώ (άνεργοι, ΑΜΕΑ και μειωμένης θέασης), ομαδικά άνω των 20 ατόμων:12ευρό, κάθε Πέμπτη γενική είσοδος: 12 ευρώ, ώρες ταμείου: Δευτέρα: 18:00-22:00, Τρίτη-Πέμπτη-Παρασκευή:10:00-14:00, 18:00-22:00, Τετάρτη: 10:00-14:00, Σάββατο-Κυριακή: 13:00-21:00, πώληση εισιτηρίων: στα ταμεία ΔΠΘ, Ticket Services, ταμείο Πανεπιστημίου 39, online εισιτήρια: www.ticketservices.gr, τηλεφωνική αγορά: 2107234567.
Mάνια Στάικου







