Γιώργος Κοτανίδης: «Όταν μπήκε η μεταπολίτευση ήμουν αισιόδοξος ότι πολλά πράγματα θα άλλαζαν»
Ο Γιώργος Κοτανίδης μιλάει στο click@Life για έναν από τους πιο αναπάντεχους ρόλους της καριέρας του.
Ο Γιώργος Κοτανίδης πρωταγωνιστεί στην αιχμηρή κωμωδία «Cock» του Μάικ Μπάρτλετ που βάζει στο μικροσκόπιο τα παιχνίδια εξουσίας στις ερωτικές σχέσεις αλλά και τις κάθε λογής «ταμπέλες». Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως όχημα ένα παράδοξο τρίγωνο: ο νεαρός Τζον (Δημήτρης Μοθωναίος) απατάει τον πλούσιο και δεσποτικό σύντροφό του (Μάκης Παπαδημητρίου) με μια ελκυστική γυναίκα (Ιωάννα Παππά).
Οι δύο ερωτικοί σύντροφοι του Τζον τον διεκδικούν δυναμικά και αποφασίζουν να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους σε ένα επεισοδιακό δείπνο, όπου διεξάγεται μια ιδιότυπη «μονομαχία». Ο σύντροφος του Τζον επιστρατεύει τον... πατέρα του (τον Γιώργο Κοτανίδη) στη δύσκολη μάχη. Ο Μπάρτλετ με πρόσχημα τις ερωτικές σχέσεις θέτει εξίσου προκλητικά ερωτήματα για τις δυναμικές που αναπτύσσονται στην- υποτίθεται -απελευθερωμένη σύγχρονη κοινωνία.
Παίζετε το ρόλο ενός πατέρα που πηγαίνει να υποστηρίξει τον ομοφυλόφιλο γιο του στον σύντροφό του Τζον. Είναι πράγματι απελευθερωμένος ο χαρακτήρας που υποδύεστε;
Σωστή η ερώτησή σας. Είναι ένας πατέρας που ανακαλύπτει κάποια στιγμή ότι ο γιος του είναι ομοφυλόφιλος και όπως λέει ο ίδιος στο έργο «εάν έχεις μοναχοπαίδι, ονειρεύεσαι εγγόνια και μάλιστα βιολογικά». Όμως προσθέτει ότι με την πάροδο του χρόνου τα ξεπέρασε αυτά και μαζί με τη γυναίκα του εκτίμησαν ότι σημασία είχε η ευτυχία του γιου τους. Νομίζω δηλαδή ότι υπάρχει μια μεγάλη πορεία σε αυτόν το χαρακτήρα. Όταν καλείται από τον γιο του να τον βοηθήσει στη σχέση του, το έχει τόσο πολύ «παιδέψει» το θέμα, ώστε το κατέχει. Επιστρατεύει όλα τα επιχειρήματά του για να πείσει τον Τζον και πιστεύω ότι η συμβολή του είναι καθοριστική.
Τα επιχειρήματά του αγγίζουν κατά τη γνώμη σας κάποια στερεότυπα;
Όχι. Τα στερεότυπα υπήρχαν πριν πενήντα χρόνια. Αν το έργο παιζόταν πριν πενήντα χρόνια θα ήταν το ζευγάρι, άνδρας-γυναίκα και ο άνδρας θα εγκατέλειπε τη γυναίκα για μια ομοφυλοφιλική σχέση. Εκεί λοιπόν ο αντίστοιχος πατέρας θα προσπαθούσε να τον πείσει: «όχι παιδί μου, είσαι άντρας. Δεν μπορεί να είσαι ομοφυλόφιλος». Τώρα η κοινωνία έχει ωριμάσει, έχει αποδεχτεί την ερωτική ιδιαιτερότητα ως κάτι φυσιολογικό. Στη δεκαετία του ’60 και του ’70 ήταν μεγάλο ζήτημα το να δεχτούμε την ομοφυλοφιλία. Ο πατέρας στο «Cock» λέει στον Τζον μην ψάχνεσαι, τα γονίδια είναι το θέμα. Ωστόσο έρχεται η γυναίκα που διεκδικεί τον Τζον και ρωτάει τον πατέρα αφού εσύ δεν ήσουν γκέι πού βρίσκονται τα γονίδια; Και εκεί αρχίζει μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση… Θίγεται ένα πραγματικά πολύ λεπτό και ενδιαφέρον ζήτημα. Ο Τζον διστάζει να τοποθετηθεί ριζικά γιατί είναι αναποφάσιστος και διεκδικεί to δικαίωμά του να είναι αμφισεξουαλικός. Και σήμερα αυτό ακούγεται λίγο ακραίο, γιατί ένας bisexual σοκάρει και τους «στρέιτ» και τους ομοφυλόφιλους. Για μένα το μεγάλο πρόβλημα είναι όταν κάποια πράγματα γίνονται μόδα. Κάποια στιγμή λέει ο Τζον, «όταν απελευθερώθηκα στον πανεπιστήμιο και είπα ότι είμαι ομοφυλόφιλος, άρχισα να φοράω διαφορετικά ρούχα. Δεν άντεχα, από ένα σημείο και ύστερα, ήταν σαν να έπαιζα σε κάποιο σε έργο». Όμως το «Cock» δεν μένει στη μόδα, πηγαίνει στην ουσία.
Έχουμε ξεπεράσει πραγματικά τα όποια ταμπού σχετικά με την ομοφυλοφιλία όπως δείχνει στο έργο του ο Μπάρτλετ;
Όχι παντού και όχι πάντα, μην τρελαθούμε!
Έχουμε ωστόσο περάσει σε ένα είδος δικτατορίας του «πολιτικά ορθού»; Δηλαδή το παίζουμε άνετοι αλλά παραμένουμε προσκολλημένοι σε συντηρητικά καλούπια;
Ένα από τα κεντρικότερα θέματα της τέχνης είναι η σύγκρουση ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο. Υπάρχουν άνθρωποι εγκλωβισμένοι στα στερεότυπα και υπάρχουν και κάποιοι που ανοίγουν δρόμους. Και αυτό πολλές φορές εκδηλώνεται με αφορμή μια ανάγκη. Ας δούμε τη Νόρα του Ίψεν και γενικά τους θεμελιωτές του αστικού δράματος. Στο «Κουκλόσπιτο» του Ίψεν, η Νόρα είναι εγκλωβισμένη σε μια σχέση που δεν την καλύπτει και κάνει την επανάστασή της. Ο ήρωας του έργου μας, ο Τζον, φεύγει από μια σχέση επτά χρόνων, επειδή στην ουσία τον καταπιέζει αυτός ο δεσμός.
Αναζητεί την ταυτότητά του;
Ναι, την αναζητεί αλλά παράλληλα, δεν τον καλύπτει και η σχέση. Ο σύντροφός του είναι χρηματιστής και έχει σημαντική κοινωνική και οικονομική θέση. Από την άλλη ο Τζον είναι ένα παιδί πιο πολύ «στον αέρα», όπως λέμε.
Κατά πόσο αποδέχεστε τον χαρακτηρισμό για μια κατηγορία έργων ως «γκέι θέατρο»;
Δεν μου αρέσει. Όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα το ’70 για να σπουδάσω θέατρο, έβλεπα για πρώτη φορά ομοφυλόφιλους να απελευθερώνονται και να το βγάζουν πολύ έντονα προς τα έξω. Είχα και έχω πολλούς αγαπημένους φίλους οι οποίοι έχουν αυτή την ερωτική ζωή. Μπορεί να μην πήγα προς τα εκεί αλλά είχα την ευαισθησία να είμαι πολύ κοντά τους, να τους κατανοώ. Οι μόδες στηρίζονται σε μια εξωτερίκευση. Δηλαδή, ας πούμε, το «γκέι έργο» είναι ότι κάποιος που είναι γκέι, είναι φωναχτά γκέι στη σκηνή και όλο αυτό δημιουργεί μια ατραξιόν. Ήταν για παράδειγμα το έργο «Η ξανθιά φράουλα» που το είχαν παίξει παλιά ο Λογοθέτης με τον Αρζόγλου. Κατά τη γνώμη μου δεν πρέπει να «ξεφωνίζουμε» ένα γκέι ρόλο και θέλω να επαινέσω τη σκηνοθετική γραμμή της Κατερίνας Ευαγγελάτου αλλά τις επιλογές των Μάκη Παπαδημητρίου και Δημήτρη Μοθωναίου που ήταν εξαιρετικά καθαρές και κρυστάλλινες.
Ξέρω ότι είστε γενικά ανήσυχος. Τι άλλο μας ετοιμάζετε;
Σε λίγο καιρό τελειώνω ένα βιβλίο για τα χρόνια της νιότης μου και την περίοδο της δικτατορίας από το 1967 έως το 1975. Eκείνη την εποχή τοποθετείται η δημιουργία του «Ελεύθερου θεάτρου», κι εγώ ανήκα στα ιδρυτικά του στελέχη μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά από τη σχολή του Εθνικού. Εκείνα τα χρόνια πηγαινοερχόμουν από τις φυλακές στις πρεμιέρες και από τις πρεμιέρες στις φυλακές.
Είναι τυχαίο το γεγονός ότι γράφετε για αυτή την περίοδο στη σημερινή δύσκολη συγκυρία για την Ελλάδα;
Το βιβλίο ήθελα να το γράψω εδώ και πολύ καιρό, από τότε που εκδόθηκαν οι «Σαλτιμπάγκοι» (εκδ. Καστανιώτη). Παίζοντας και κάνοντας δικές μου δουλειές δεν είχα προλάβει, ξέρετε , το θέατρο σε απορροφάει. Γράφοντας το βιβλίο σε μια στιγμή που έχουμε φτάσει στην έσχατη παρακμή, νιώθω μεγάλη πίκρα. Όταν μπήκε η μεταπολίτευση ήμουν αισιόδοξος ότι πολλά πράγματα θα άλλαζαν. Αναφερόμενος στην παρακμή δεν εννοώ μόνο στην οικονομική πλευρά αλλά και την οριζόντια και κάθετη κατάτμηση της Ελλάδας από τα κόμματα και της πάσης φύσεως συντεχνίες. Κάποτε είχαμε μια αισιοδοξία παρά τις δυσκολίες. Στην περίοδο της δικτατορίας μια προκήρυξη ή ένα σύνθημα στον τοίχο μπορούσε να σημαίνει και ισόβια. Συν το ξύλο και τα βασανιστήρια. Τότε ονειρευόμασταν το άσυλο. Τώρα όλα αυτά έχουν εξευτελιστεί. Μακάρι να είχα το ταλέντο να γράψω ένα θεατρικό για να αποτυπώσω το σήμερα. Ο Γκόγκολ, για παράδειγμα, είχε γράψει τον «Επιθεωρητή», ένα καταπληκτικό έργο, ξεσκεπάζοντας όλη την διαπλοκή και τη διαφθορά της ρωσικής κοινωνίας.
ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ
Πληροφορίες: «Θησείον, ένα θέατρο για τις τέχνες», Τουρναβίτου 7, τηλ. 2103255444. Ημέρες παραστάσεων: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή. Ώρες παραστάσεων: Τετάρτη-Παρασκευή στις 21:00, το Σάββατο στις 21:30 και την Κυριακή στις 19:00. Τιμές εισιτηρίων: 21 ευρώ, 16 ευρώ φοιτητικό.







