«Fanstastico-τα δημιουργημένα συμφέροντα»: κριτική θεάτρου

fantastico-fotografia-proti-gia-kritiki
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 22 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2014

Η Μάνια Στάικου γράφει κριτική για την παράσταση «Fanstastico-τα δημιουργημένα συμφέροντα» που παρουσιάζεται στη θερινή σκηνή του Εθνικού Θεάτρου «Σχολείον της Αθήνας»-Ειρήνη Παππά, σε σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη.

Τη μαύρη κωμωδία του ισπανού νομπελίστα Χαθίντο Μπεναβέντε (1866-1954) «Fantastico-τα δημιουργημένα συμφέροντα», επανέφερε στο Εθνικό Θέατρο, στη νέα θερινή σκηνή «Σχολείον της Αθήνας»-Ειρήνη Παππά, ο Σωτήρης Χατζάκης, σε μια σκηνοθετική ανάγνωση με πολλά προβλήματα και μετρημένες καλές στιγμές.

Το έργο είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο Εθνικό, από τον Τάκη Μουζενίδη το 1939. Πρόκειται για ένα διδακτικό παραμύθι για ενηλίκους-ίσως το δημοφιλέστερο από τα θεατρικά του πολυγραφότατου Μπεναβέντε που η πρώτη πρεμιέρα του δόθηκε στη Μαδρίτη του 1907.

Φιλτράροντας τους χαρακτήρες της ιταλικής Commedia dell’ arte μέσα από το πρίσμα της κοινωνικής κριτικής, ο ισπανός δραματουργός έκανε μια αξιοπρόσεκτη, μοντέρνα για την εποχή του, τομή. Η ταξική διαστρωμάτωση και οι θεσμοί που συγκροτούν την κοινωνία σκιαγραφούνται σαν ένα κουκλοθέατρο.

Ουσιαστικά ο συγγραφέας επιχειρεί μια ανατομία του συστήματος διαφθοράς που «πατάει» στις ανθρώπινες αδυναμίες, τα οικονομικά συμφέροντα,  τη φιλοδοξία και τον εγωισμό και διαχέεται από το σύστημα εξουσίας (τους οικονομικά ισχυρούς, τη δικαιοσύνη, τη διανόηση και το στρατό, στο λαό-τον οποίο ο Μπεναβέντε δεν «χαϊδεύει» καθόλου).

Η υπόθεση είναι απλή: δύο δραπέτες απατεώνες, ο Λέανδρος και ο δαιμόνιος Κρισπίν, ζητούν καταφύγιο σε μια πλούσια πολιτεία. Ο Κρισπίν συστήνει τον «αφέντη» του ως έναν πλούσιο άρχοντα και εξασφαλίζει πίστωση από μια σειρά προσώπων-έχοντας πάρει με το μέρος του τον ποιητή Αρλεκίνο και τον στρατό. Στοχεύει στην προίκα της Σίλβιας, της κόρης του πλούσιου Φασουλή, με το σκοτεινό παρελθόν και ρίχνει ως ερωτικό δόλωμα τον Λέανδρο…

Τους ήρωες του «Fantastico-τα δημιουργημένα συμφέροντα», μας τους παρουσίασε ο Σωτήρης Χατζάκης, ενταγμένους ιδεολογικά και καλλιτεχνικά σε ένα  συντηρητικό πλαίσιο, χωρίς να τους «ζωντανέψει». Το  πρώτο μέρος της παράστασης αποκάλυψε τις μεγάλες αδυναμίες στην κινησιολογία των ηθοποιών.

Τα τρεχαλητά και οι υπερβολικές χειρονομίες δεν μπόρεσαν να καλύψουν το κενό. Δεν υπήρχε ταυτότητα. Ο Σωτήρης Χατζάκης μας παρουσίασε μια εκδοχή με ολίγη Commedia dell’ arte, χωρίς να έχει δουλέψει σοβαρά ώστε να αποτυπωθεί  η σωματική ενέργεια αυτού του απαιτητικού, παραδοσιακού είδους θεάτρου.

Θα μπορούσε φυσικά, να ξεφύγει από την πεπατημένη και τα κινησιολογικά κλισέ της Commedia dell’ arte-αν ακολουθούσε με φαντασία και νεωτερική αντίληψη μια πραγματικά αιχμηρή πολιτική κριτική αλλά δεν το τόλμησε.

Οι θεατές έμειναν παγερά αδιάφοροι στα κωμικά μέρη και η μοναδική- θεατρικά ερεθιστική- προσθήκη, ήρθε στο δεύτερο μισό της παράστασης: ήταν ένα απόσπασμα από τον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα», σε μετάφραση του Δημητρίου Βικέλα, που ταίριαζε απόλυτα και εκτελέστηκε σωστά από τον Βασίλη Μπισμπίκη (Λέανδρος) και την Ευγενία Δημητροπούλου (Σίλβια).

Τα εντυπωσιακά κοστούμια και το λιτό, αφαιρετικό σκηνικό με τα κολάζ της Έρσης Δρίνη, ακολουθούσαν τις αισθητικές επιταγές του Σωτήρη Χατζάκη-δεν έκρυβαν όμως κάποια έκπληξη ή ανατροπή. Οι απλοϊκές σκηνοθετικές λύσεις του πρώτου μέρους της παράστασης, κάπως λειάνθηκαν προς το τέλος, όταν ο γρήγορος ρυθμός βρήκε επιτέλους το τέμπο του. Από τον πολυάριθμο θίασο υπήρξαν φιλότιμες προσπάθειες.

Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών

Η Ευγενία Δημητροπούλου απέδωσε χωρίς παραφωνίες τον ρομαντισμό και την αθωότητα της Σίλβια. Ο Βασίλης Μπισμπίκης πρέπει να δουλέψει περισσότερο στις πρώτες σκηνές ώστε να ρέει αβίαστα η κίνησή του, ξέρει όμως και να μαγνητίζει το κοινό όταν είναι περισσότερο συγκεντρωμένος.

Ξεχωρίσαμε τη Μαρία Διακοπαναγιώτου στο ρόλο της κυρίας Σειρήνας: έχει στακάτο, κωμικό μπρίο. Ο Γρηγόρης Σταμούλης (Κρισπίν) έδωσε μια γεμάτη ένταση ερμηνεία που θα μπορούσε να είναι καλύτερη, αν πρόσεχε ώστε να μην ξεθωριάζουν οι απαραίτητες διακυμάνσεις.

Στατικός κινησιολογικά αλλά ιδιαίτερα εκφραστικός ο Αρλεκίνος του Βασίλη Ευταξόπουλου. Εξαιρετικό το «σόλο» του Ντοτόρου-Νίκου Μαγδαληνού, με καθαρευουσιάνικες νομικίστικες φιοριτούρες στο τέλος. Η Νόνη Ιωαννίδου υιοθέτησε με επιτυχία μια φωνητικά αντίθετη επιλογή με τον σωματότυπό της.

Αδιάφορες οι χορογραφίες της Κικής Μπάκα, συνεπείς οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου. Η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου-λίγο σαν παλιό σινεμά-υπογράμμιζε τα βεβιασμένα τρεχαλητά των ηθοποιών.

Μάνια Στάικου