Σάββας Στρούμπος: «Το παράδειγμα του Βόυτσεκ δείχνει το μέλλον»

stroumpos
ΔΕΥΤΕΡΑ, 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2014

Ο σκηνοθέτης Σάββας Στρούμπος μιλά για την παράσταση «Βόυτσεκ».

Ο Σάββας Στρούμπος της Ομάδας Σημείο Μηδέν ανεβάζει για δεύτερη χρονιά το έργο του Γκέοργκ Μπύχνερ, «Βόυτσεκ», στο Νέο Χώρο του Θεάτρου Άττις, από τις 17 Οκτωβρίου και κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 21:15 και Κυριακή στις 19:15.

Η παράσταση θα αποτελέσει το πρώτο μέρος της «Τριλογίας της Από-ανθρωποποίησης» η οποία θα ολοκληρωθεί με τη «Σωφρονιστική αποικία» του Φραντς Κάφκα (επανάληψη μετά την παρουσίασή της στο Φεστιβάλ Αθηνών) τον Φεβρουάριο του 2015 και το «Εμείς» του Γιεβγκένι Ζαμιάτιν, σε πρώτη πανευρωπαϊκή παρουσίαση μετά το Πάσχα.

Με αφορμή την επικείμενη πρεμιέρα του «Βόυτσεκ», το clickatlife.gr μίλησε με τον Σάββα Στρούμπο για το πόσο επίκαιρο παραμένει μέχρι σήμερα το έργο του Μπύχνερ, για τις σχέσεις εκμετάλλευσης και την αποτυχία του κοινωνικού κράτους, καθώς και για τις εμπειρίες που αποκόμισε στην Αγία Πετρούπολη στο πλευρό του Θεόδωρου Τερζόπουλου.

Πείτε μας λίγα λόγια για την ιδέα της τριλογίας. Τι ήταν αυτό που είδατε ως κοινό παρονομαστή στα έργα των Μπύχνερ, Κάφκα και Ζαμιάτιν ώστε να τα ανεβάσετε σαν τριλογία;

Ο κοινός παρονομαστής στο «Βόυτσεκ», τη «Σωφρονιστική Αποικία» και το «Εμείς» είναι το στοιχείο της τραγικωμικής από-ανθρωποποίησης. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε πάνω σ’ αυτό το θέμα ήδη απ’ τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα την περίοδο 2011-13, αλλά πιο συνειδητά στο «Βόυτσεκ» και τη 2η εκδοχή της «Αποικίας». Τώρα, σειρά έχει το «Εμείς». Στο «Βόυτσεκ» βλέπουμε την κατακερματισμένη ζωή ενός παραληρηματικού παρία, στην «Αποικία» το σύγχρονο κόσμο ως αποικία των υπανθρώπων και στο «Εμείς» τον αριθμοποιημένο άνθρωπο ως προβολή απ’ το άμεσο μέλλον.

Τα τρία έργα που ανεβάζετε έχουν γραφτεί πριν από έναν με δύο αιώνες. Υπήρξαμε ποτέ οι άνθρωποι μη από-ανθρωποποιημένοι ή ήταν όλα μια ψευδαίσθηση;

Πιστεύω ότι σε κάθε εποχή υπάρχουν μειοψηφίες ή πλειοψηφίες, μικρές ή μεγάλες ομάδες, έστω και άτομα, που αντιστέκονται στη συλλογική και ατομική από – ανθρωποποίηση, προκαλώντας ρωγμές στην ιστορία και δημιουργώντας παραδείγματα ηθικού και ψυχικού σθένους που δεν παύουν να διδάσκουν και να εμπνέουν. Σε τελική ανάλυση, όμως, είναι ευθύνη του καθενός ν’ αναλάβει δράση προς αυτή την κατεύθυνση. Οι ψευδαισθήσεις μπορεί να βρίσκονται στο διαταραγμένο μυαλό του Βόυτσεκ, αλλά κι αυτές ακόμα δε προκλήθηκαν σε κενό αέρος, έχουν κοινωνικά αίτια.

200 σχεδόν χρόνια μετά, ο «Βόυτσεκ» παραμένει επίκαιρος. Γι’ αυτό ευθύνεται το ταλέντο και η διεισδυτική ματιά του Μπύχνερ ή η αποτυχία του κοινωνικού κράτους;

Θεωρώ ότι ο Μπύχνερ με το «Βόυτσεκ» κάνει μια τομή στο θέατρο της εποχής του, που φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Αποδομεί την τραγωδία όπως την ανέπτυξε ο γερμανικός ρομαντισμός με τον Γκαίτε και τον Σίλλερ, φέρνοντας τη στην κολασμένη ζωή ενός παρία. Η τραγωδία παύει να έχει ως κέντρο της βασιλείς, άρχοντες και ιππότες και καταπιάνεται με τα πάθη, τις αγωνίες και τους φόβους ενός υπανθρώπου.  Ο Μπύχνερ, είναι και ο πρώτος που δημιουργεί την αποσπασματική ροή, σπάζοντας τη δραματική συνέχεια των συναισθημάτων και των ψυχικών καταστάσεων, που χαρακτηρίζει το ρεαλισμό ή τον νατουραλισμό. Αυτό είναι μεγάλη πρόκληση για ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Πώς χειρίζεται κανείς την αποσπασματική ροή; Στη δική μας περίπτωση την είδαμε ως το θρυμματισμένο ρυθμό εικόνων και παραστάσεων που γεννά το παραλήρημα. Ο Βόυτσεκ ζει σ’ ένα κολαστήριο ψυχολογικής και σωματικής βίας. Αυτή είναι η πηγή της διαταραχής του. Δε θεωρώ ότι αν ο Μπύχνερ είχε ζήσει περισσότερο και ολοκλήρωνε το έργο, θα άλλαζε αυτό το στοιχείο. Πιστεύω ότι τα τετράδιά του μας δείχνουν σαφώς τις προθέσεις του. Ο Μπύχνερ ξεκινά απ’ τη σκοτεινή πλευρά του ρομαντισμού και ανοίγει το δρόμο προς τη μοντερνικότητα. 

Όσο για το κοινωνικό κράτος, θεωρώ πως ήταν καταδικασμένο να αποτύχει. Ένα αδηφάγο οικονομικό σύστημα δεν μπορεί πάντα να κρύβεται πίσω από ένα ιλλουστρασιόν περιτύλιγμα παροχών και υπηρεσιών. Την ώρα της κρίσης μερίδιο απ’ την πίττα θα δικαιούνται οι λίγοι και προνομιούχοι. Όσο για τους υπόλοιπους, το παράδειγμα του Βόυτσεκ δείχνει το μέλλον αν δεν αποφασίσουμε ν’ ανατρέψουμε ριζικά τα δεδομένα.  

Τελικά ζούμε στο δυστοπικό μέλλον, που φαντάστηκαν συγγραφείς όπως ο Ζαμιάτιν;

Τείνουμε σ’ αυτή την κατεύθυνση. Ο Ζαμιάτιν περιγράφει το μέλλον ως δυστοπία. Ένας γυάλινος, απόλυτα μηχανοποιημένος κόσμος, όπου οι άνθρωποι - αριθμοί έχουν απολέσει τη φαντασία και τα συναισθήματα. Όπου η «πρωτόγονη κατάσταση, γνωστή και ως ελευθερία», είναι μια ξεχασμένη ουτοπία. Παρ’ όλα αυτά, ο Ζαμιάτιν δεν προφητεύει. Αγωνία. Φωνάζει. Δείχνει την τροπή που μπορούν να πάρουν τα πράγματα.  Το αν θα ζήσουμε σ’ έναν τέτοιο κόσμο ή όχι εξαρτάται από εμάς τους ίδιους. 

Τι αποκομίσατε από την εμπειρία του Φεστιβάλ Αθηνών; Κατά πόσο διαφέρει για εσάς προσωπικά από την οικειότητα του θεάτρου Άττις;

Μετά το 2009 που παρουσιάσαμε την πρώτη εκδοχή της «Αποικίας» ήθελα να δουλέψουμε πάνω σε μια δεύτερη εκδοχή, για να αναπτυχθούν περισσότερο μια σειρά από ζητήματα που μας απασχολούν. Η δυνατότητα δόθηκε φέτος το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ Αθηνών. Συντελεστές και ηθοποιοί της παράστασης διαμορφώσαμε μια δυναμική ομάδα που δούλεψε συλλογικά, με αυτοσυγκέντρωση, κέφι και τόλμη. Για μένα αυτό είναι σημαντικό. Μ’ ενδιαφέρει η ομαδική δουλειά. Δε θέλω μια παράσταση ν’ ανήκει μόνο στο σκηνοθέτη ή σ’ ένα πρωταγωνιστή. Θεωρώ πως αυτό το θέατρο ανήκει στο παρελθόν.

Για μένα το Άττις είναι ο Τερζόπουλος, ο δάσκαλός μου, οι ηθοποιοί που συνάντησα και μ’ επηρέασαν βαθιά όπως η Μιχοπούλου, ο Δήμας και η Χιλλ, αλλά και οι χώροι δουλειάς και τα χρόνια καλλιτεχνικής και ανθρώπινης χειραφέτησης.

Από εκεί και πέρα, όταν παίζουμε εκτός Άττις, στο Φεστιβάλ Αθηνών, σε κάποιο άλλο φεστιβάλ ή ακόμα και σε μια περιοδεία, διαμορφώνουμε τον χώρο ανάλογα με τις ανάγκες της παράστασης. Την «Αποικία» την παρουσιάσαμε στο χώρο «Αποθήκη» της Πειραιώς, ο οποίος, με την εγκατάσταση από σιδερόβεργες και τα κοστούμια από πίσσα του Ηλία Παπανικολάου και τους φωτισμούς της Χριστίνας Θανάσουλα, μετατράπηκε στον ιδανικό χώρο αυτής της παράστασης.  

Φέτος βρεθήκατε στην Αγία Πετρούπολη μαζί με τον Θόδωρο Τερζόπουλο. Πόσο διαφορετικά αντιμετωπίζεται το θέατρο στην Ρωσία και πώς νιώσατε να ανεβάζετε παράσταση στην ιστορική αυτή πόλη;

Η Αγία Πετρούπολη είναι μια πόλη γεμάτη ιστορία. Σε πολλά σημεία της πόλης χαράχτηκε η ιστορία όχι μόνο της Ρωσίας, αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η Ρωσική σχολή για το θέατρο είναι πηγή μεγάλων δημιουργών και παραδόσεων. Κάποιοι ηθοποιοί, ακόμα και σήμερα, είναι φορείς αυτών των παραδόσεων και είναι σημαντικό να δουλεύει κανείς μαζί τους. Στη Ρωσία το θέατρο έχει μεγάλη κρατική στήριξη. Οι άνθρωποι το αγαπούν, είναι αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας τους. Οι θεατρικές αίθουσες είναι πάντα γεμάτες.

Αν παρουσιαζόταν μια καλή ευκαιρία, θα φεύγατε μόνιμα στο εξωτερικό;

Ήδη απ’ τα φοιτητικά μου χρόνια παρουσιάστηκαν τέτοιες ευκαιρίες. Ίσως, όμως, η φυγή απ’ την Ελλάδα να είναι και διαφυγή απ’ τη δυσκολία… και χωρίς την αναμέτρηση με τη δυσκολία υπάρχει εξέλιξη; Σ’ αυτή τη χώρα το τραύμα είναι ανοιχτό, δεν μπορεί να κρυφτεί κι αυτό για μένα είναι πηγή έμπνευσης. Στην Ελλάδα η ομορφιά παλεύει με την ασχήμια, η μνήμη με τη λήθη, το όνειρο με τον εφιάλτη. Αυτός ο αγώνας είναι εμφανής, συμβαίνει γύρω μας και μέσα μας κάθε στιγμή, σε κάθε γωνιά και είναι βασικό συστατικό της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Οπωσδήποτε μια παράσταση ή ένα σεμινάριο στο εξωτερικό, είναι μια εμπειρία, κανείς γνωρίζει έναν άλλο πολιτισμό κι αυτό είναι σημαντικό. Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα η βάση μου να είναι αυτός ο τόπος.

Υπάρχουν κάποια μελλοντικά σχέδια πέρα από την τριλογία;

Προσανατολιζόμαστε στον Ντοστογιέφσκι και τον Μπρεχτ, αλλά προτεραιότητα έχουν οι τρεις παραστάσεις που βρίσκονται μπροστά μας.

Συντελεστές της παράστασης:
Μετάφραση: Ιωάννα Μεϊτάνη. Σκηνοθεσία: Σάββας Στρούμπος. Δραματουργική επεξεργασία: Ομάδα Σημείο Μηδέν. Μουσική: Δαυίδ Μαλτέζε. Σκηνική εγκατάσταση: Γιώργος Κολιός. Κοστούμια: Ηλίας Παπανικολάου. Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα. Κατασκευή σκηνικού: Χαράλαμπος Τερζόπουλος. Χειριστής φωτός: Δημήτρης Σταμάτης. Photo credits: Αντωνία Καντά. Video&trailercredits: Χρυσάνθη Μπαδέκα.
Διανομή: Ελεάνα Γεωργούλη: Μαρία. Δαβίδ Μαλτέζε: Λοχαγός, Αρχιτυμπανιστής. Μελέτης Ηλίας: Βόυτσεκ. Δέσποινα Χατζηπαυλίδου: Αντρές, Γιατρός, Θεατρίνος.

Πληροφορίες: «Βόυτσεκ», Νέος Χώρος Θεάτρου Άττις, Λεωνίδου 12, Μεταξουργείο, Αθήνα. Προγραμματισμένη πρεμιέρα: Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014, ώρα: 21:15. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 21:15, Κυριακή στις 19:15 (δε θα πραγματοποιηθούν οι παραστάσεις στις 2, 7 και 8 Νοεμβρίου). Διάρκεια: 70 λεπτά. Πληροφορίες-κρατήσεις εισιτηρίων: 210-3225207 & 6942841714. Τιμές εισιτηρίων: 12 ευρώ (κανονικό), 10 ευρώ (φοιτητές, άνεργοι ΟΑΕΔ, ΑμΕΑ).

Γιάννης Μόσχος
[email protected]