Θ. Παπαγεωργίου: «Ο Μποστ σατιρίζει την κοινωνική υποκρισία»

th-papageorgiou-o-mpost-satirizei-tin-koinoniki-upokrisia

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 14 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2011

Ο Θανάσης Παπαγεωργίου με αφορμή την έναρξη των παραστάσεων της «Φαύστας» θυμάται τη γνωριμία του με τον Μποστ και ξετυλίγει τη δημιουργική του πορεία στο θέατρο Στοά που φέτος γιορτάζει σαράντα χρόνια λειτουργίας.

«Η Φαύστα» του Μποστ, με τις γλωσσικές ακροβασίες της επιστρέφει δριμύτερη στο θεατρικό σανίδι. Ιδανική της ερμηνεύτρια η Λήδα Πρωτοψάλτη, μας θυμίζει μια από τις μεγάλες επιτυχίες του θεάτρου Στοά που είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά το 1987.

Το «δράμα» της Φαύστας είναι λίγο ή πολύ γνωστό: μια οικογένεια χάνει την κόρη της στη θάλασσα, αλλά στο ψάρεμα ο πατέρας πιάνει ένα μεγάλο ψάρι που έχει μέσα στην κοιλιά του ένα μικρό κοριτσάκι. Κι ενώ η οικογένεια ετοιμάζεται να γιορτάσει το χαρμόσυνο γεγονός, το κοριτσάκι εξαφανίζεται από τους γάτους επειδή μυρίζει ψαρίλα! Ηθικόν δίδαγμα: πρέπει να πλενόμαστε καλά γιατί όποιος δεν πλένεται κινδυνεύει από πολλά…

Ο σουρεαλισμός, σήμα κατατεθέν του ιδιαίτερου θεατρικού λόγου του Μποστ ταιριάζει γάντι με τη σουρεαλιστική ελληνική πραγματικότητα. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου, η «ψυχή» του θεάτρου Στοά εδώ και δεκαετίες, θα ενσαρκώσει στην παράσταση έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Με αυτή την αφορμή, μας μίλησε για τη γνωριμία του με τον Μποστ αλλά και για την σαραντάχρονη πορεία του θεάτρου του που αποτέλεσε το φυτώριο πολλών ελλήνων θεατρικών συγγραφέων.

Η σάτιρα του Μποστ είναι επίκαιρη; Tι σας ώθησε να επιστρέψετε στο έργο του «Φαύστα»;

Ο Μποστ θα είναι πάντα επίκαιρος. Στη «Φαύστα» που γράφτηκε το 1961 αναφέρεται και σε καταστάσεις που μοιάζουν πολύ σημερινές. Μιλάει για τα δάνεια από τις ξένες χώρες και για τις σχέσεις μας με τους Γερμανούς. Πέρα από αυτό όμως, υπάρχει και ένας συναισθηματικός δεσμός με τον Μποστ. Ξεκινήσαμε τη συνεργασία μαζί του στο θέατρο Στοά το 1987 και μέχρι το 1995, όταν πέθανε, είχαμε κάνει πολλές μεγάλες επιτυχίες. Εκτός από τη «Φαύστα», που αποτέλεσε τη γνωριμία του κοινού με έναν Μποστ αλλιώτικο από ό, τι ξέρανε, πάταγο είχε κάνει και η «Μήδεια» του το 1993 αλλά και «Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέττα» το 1995. Το 2001 παίξαμε μια παράσταση με συρραφή κειμένων του, την οποία ονόμασα «Ακούω ήχον κώδωνος», από την πρώτη φράση της Φαύστας. Σε εκείνο το έργο η Φαύστα υποδεχόταν σπίτι τις φιλενάδες της, γιατί ήθελε να παντρέψει το Ριτσάκι και ερχόντουσαν όλες οι ηρωίδες του Μποστ, η Μήδεια, η Ιουλιέττα, η Μαρία Πενταγιώτισσα, η Καλόγρια κ.τ.λ. Το 2003 ξαναπαίξαμε τη Μήδεια στο δικό μας θέατρο αλλά και στο Ηρώδειο, πάλι με επιτυχία. Πάντα είχαμε μια καλή σχέση με τον Μποστ και το έργο του.

Πώς έγινε η γνωριμία σας με τον Μποστ και ποια ήταν η υποδοχή της «Φαύστας» από το κοινό;

Ο Μποστ ήταν δοκιμασμένος όταν πρωτοπαίχτηκε η «Φαύστα» του. Παλαιότερα είχαν ανεβεί διάφορα νούμερά του στην επιθεώρηση, είχε δώσει κείμενά του στο θέατρο Παρκ, είχε συνεργαστεί με τον Μίκη Θεοδωράκη και ήταν γνωστός ως πολιτικό πρόσωπο επειδή ασχολούνταν με τα κοινά. Η πρώτη γνωριμία μαζί του έγινε το καλοκαίρι του 1987, όταν από το θίασο του Βαγγέλη Λειβαδά μου ζήτησαν να ανεβάσω την παράσταση-αφιέρωμα «Σαράντα χρόνια Μποστ». Η παράσταση δεν πήγε καλά αλλά έγινε η αφορμή για να γνωρίσω…καλά τον Μποστ. Τότε λοιπόν του πρότεινα να ανεβάσω τη «Φαύστα» του. Φοβόμασταν ότι θα ήταν δύσκολο εγχείρημα. Περιμέναμε ότι θα αντιδράσει το κοινό, ότι δεν θα γίνει αντιληπτό, το ’87 πλέον, αυτό το χιούμορ. Και όμως οι πρώτοι που αγκάλιασαν το έργο ήταν οι μαθητές των Γυμνασίων και των Λυκείων και μάλιστα σε μια περίοδο κατά την οποία είχε αρχίσει η διάλυση της ελληνικής γλώσσας. Τα παιδιά γελούσαν με την κριτική στη γλώσσα που έκανε ο Μποστ. Ακόμη και ο τότε υπουργός Παιδείας, ο Αντώνης Τρίτσης έλεγε γελώντας ότι ο Μποστ έγραψε αυτό το έργο για να μου κάνει κριτική. Το κοινό είχε απόλυτη πρόσβαση στη «Φαύστα».

Η σάτιρα του Μποστ για τον Έλληνα μικροαστό παρουσιάζει σήμερα ιδιαίτερο ενδιαφέρον;

Δεν θα έλεγα ότι είναι απλώς ο μικροαστός. Ο Μποστ με αφορμή κλασικά κείμενα, σατιρίζει-γιατί δεν τα αντέχει-την κοινωνική υποκρισία και τα κουσούρια του Έλληνα που τον εμποδίζουν να ορθοποδήσει. Τα βάζει με τον άνθρωπο και τα ελαττώματά του.

Εφόσον το κείμενο του Μποστ θίγει και ζητήματα που επανέρχονται στη σύγχρονη πραγματικότητα, μπήκατε στον πειρασμό να τα τονίσετε περισσότερο στην παράστασή σας;

Σέβομαι βαθύτατα το έργο του Μποστ και ίσως για αυτό με εκτιμούσε και εκείνος. Δεν θα ήθελα να υπερτονίσω κάτι που αυτός το σκιαγραφούσε τόσο έντονα. Γιατί αυτός είναι ο κίνδυνος με τα έργα του. Είναι τόσο τρανταχτό το αστείο, ώστε αν το υπογραμμίσεις, το καταστρέφεις. Προσπαθούμε με τους ηθοποιούς να μην υπερτονίζουμε τα αστεία του και τα αφήνουμε να περνούν σαν μια κοινή ατάκα. Για παράδειγμα κάποιες από τις ηρωίδες του λένε «ακούω ήχον κώδωνος» ή «εν μέσω του σαλόνος». Δεν χρειάζεται να προσθέσεις κάτι άλλο, προκαλεί ήδη το γέλιο. Τα έργα του Μποστ χάνουν από παραστάσεις που κάνουν πιο αστεία τα αστεία του. Αυτός όμως είναι και ο κίνδυνος της κωμωδίας γενικότερα.

Δώσατε την ευκαιρία σε πολλούς Έλληνες συγγραφείς να δοκιμαστούν στο θεατρικό λόγο. Ήταν πάντοτε εύκολη υπόθεση η υποστήριξη του νεοελληνικού έργου από το θέατρό σας;

Δεν ήταν εύκολος αγώνας. Δεκάδες συγγραφείς με έργα τους που παίχτηκαν για πρώτη φορά πέρασαν από το θέατρο Στοά. Κάποιοι από αυτούς σταδιοδρόμησαν στο χώρο και κάποιοι άλλοι εγκατέλειψαν τη συγγραφή-αλλά αυτό δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Το κοινό ήταν δύσπιστο στην αρχή, όμως εάν του δώσεις τη σωστή διάσταση των πραγμάτων, τότε κερδίζεις τον σεβασμό του. Ο κόσμος είχε βαρεθεί τη φαρσοκωμωδία γιατί τα προσέγγιζε όλα επιδερμικά. Οι θεατές γελούσαν, χώνευαν ευχάριστα το βραδινό τους αλλά πέραν τούτου ουδέν. Το νέο ελληνικό θέατρο προσπάθησε να ασχοληθεί με χαρακτήρες και όχι με τύπους. Όταν διαπίστωσε ο κόσμος ότι το «Χάσαμε τη θεία στοπ» του Διαλεγμένου ήταν μια εις βάθος ανάλυση του νεοέλληνα, αμέσως το εκτίμησε. Και με τα υπόλοιπα έργα μας που κινούνταν στο ίδιο μήκος κύματος κατορθώσαμε να εδραιωθούμε. Είχε γίνει μια ανάλογη προσπάθεια με τη Δωδέκατη Αυλαία στο θέατρο Άλφα του Ληναίου να παρουσιάσει νέους συγγραφείς. Ήταν τότε ο Μουρσελάς, ο Κρίσπης, ο Βασίλης Ανδρεόπουλος…Δεν πατούσε ψυχή. Ακόμα και ο Ιάκωβος Καμπανέλλης με το ζόρι εδραιώθηκε χάρη στην «Αυλή των θαυμάτων», έργο που σήμερα θεωρείται κλασικό. Ο Κεχαϊδης έγινε γνωστός με το «Πανηγύρι». Το κοινό στην αρχή δεν ήθελε ούτε να ακούει για ελληνικό έργο.

Ποιες ήταν οι παραστάσεις-σταθμοί που καθιέρωσαν το θέατρο Στοά στη συνείδηση του κοινού;

Μερικές από τις μεγάλες μας επιτυχίες ήταν το «Χάσαμε τη θεία στοπ» του Διαλεγμένου, οι «Θεατές» και «Αι εσωτερικαί ειδήσεις» του Μάριου Ποντίκα, μια απόπειρα νέας επιθεώρησης με πολλά νούμερα που είχαν έναν κεντρικό άξονα. Στη συνέχεια ήταν τα έργα του Μποστ.

Ποιες τάσεις διακρίνετε στο νεοελληνικό θέατρο;

Τη δεκαετία του 70 και του ’85 προβάλλονταν το λούμπεν στοιχείο, ο περιθωριακός τύπος, η δυστυχία και η μιζέρια του Έλληνα. Νομίζω ότι ήταν κάτι που κούρασε και ως θεματολογία αλλά και ως μορφή. Μερικές φορές νιώθαμε ότι παίζαμε έργα που είχαμε ξαναπαίξει, με παρόμοιες καταστάσεις. Τώρα το νεοελληνικό έργο είναι διαφορετικό, χωρίς να σημαίνει ότι έχει ανακαλύψει τον σωστό δρόμο. Δεν έχει αφομοιώσει τις ξένες επιδράσεις.

Φέτος κλείνετε σαράντα χρόνια καλλιτεχνικής δραστηριότητας με το θέατρο Στοά. Ποια θετικά στοιχεία θέλετε να κρατήσετε από αυτή τη σαραντάχρονη πορεία και ποια αρνητικά επιθυμείτε να αφήσετε πίσω σας;

Από τα θετικά, κρατάω την καλή μας επικοινωνία με τον κόσμο που μας έδωσε τη δυνατότητα να επιβιώσουμε. Είναι μια μεγάλη σχέση που δεν διαρκεί πέντε ή δέκα χρόνια, αλλά σαράντα. Είμαστε το μοναδικό θέατρο, μετά το Θέατρο Τέχνης που κρατάει συνεχόμενα τόσα πολλά χρόνια. Και το κυριότερο είναι ότι πρόκειται για ένα συνοικιακό θέατρο. Είμαστε χωμένοι στα στενά, δεν βρισκόμαστε σε έναν κεντρικό δρόμο να μας βλέπει από τα λεωφορεία ο κόσμος κι αυτό μας δημιούργησε μια δυσκολία ως προς την προβολή της δουλειάς μας. Από την άλλη πλευρά, δεν θέλω να θυμάμαι την αστοργία του κράτους που έχει φτάσει πλέον στο σημείο να αδιαφορεί για την τέχνη και το θέατρο. Θα μου πείτε ότι ήμουν επιχορηγούμενος. Βεβαίως και ήμουν, όμως οι επιχορηγήσεις έφτασαν στο σημείο να είναι απλώς ένα βοήθημα για να επιβιώσουμε. Δεν ήταν μια επιχορήγηση μέσα από ένα σκεπτικό, μια πολιτιστική πολιτική. Θα επαναλάβω κάτι που είχε πει ο Σπύρος Ευαγγελάτος για το «Αμφιθέατρο» που ισχύει και για το θέατρο μας. Το θέατρο Στοά έπρεπε να είναι ημι-κρατικός οργανισμός. Από τα έργα που έχει ανεβάσει, η συντριπτική πλειοψηφία είναι νεοελληνικά. Αυτό δεν έχει γίνει από καμία κρατική σκηνή. Θέατρα όπως το «Αμφιθέατρο» και το θέατρο «Στοά» έπρεπε να είναι ημι-κρατικά, να μην έχουν οικονομικό πρόβλημα για να συνεχίσουν το έργο τους. Γιατί ούτε εμείς ούτε ο Ευαγγελάτος κάναμε εμπορική δουλειά. Αντιθέτως, κάναμε έρευνα στο νεοελληνικό θέατρο. Όμως αποδείχτηκε ότι σήμερα πια είναι σαν να μην υπάρχει υπουργείο πολιτισμού για το χώρο του θεάτρου. Δεν ξέρουμε αν υπάρχει ή δεν υπάρχει υπουργός.

Έχουμε και μια γενικότερη δύσκολη συγκυρία…

Δεν φταίει αυτό, ας μην είμαστε επιεικείς. Υπάρχει ένας υπουργός που αδιαφορεί για το θέατρο. Μας έχει τάξει από τον Φεβρουάριο χρήματα για χρέη προπέρσινα και ακόμη δεν μας τα έχει δώσει. Και διατυμπανίζει από τον Μάρτιο ότι «εγώ έχω ένα εκατομμύριο και θα το δώσω». Αυτό είναι ένα ψέμα που δεν επιτρέπεται στον πολιτισμό. Δεν επιτρέπεται σε υπουργό πολιτισμού να κάνει και λέει αυτά τα πράγματα. Πόσο μάλλον που πάει τώρα να κάνει επιχορηγήσεις ενώ δεν έχει λεφτά και χρωστάει ακόμα ποσά από τις επιχορηγήσεις του 2008.

Πληροφορίες: «Η Φαύστα» του Μποστ, θέατρο Στοά, Μπισκίνη 55, Ζωγράφου, τηλ. 2107702830, www.theatrostoa.gr ώρα έναρξης : 21:15. Τιμές εισιτηρίων: Τετάρτη (λαϊκή) 15 ευρώ, Παρασκευή (λαϊκή): 10 ευρώ. Σάββατο και Κυριακή: 22 ευρώ. Φοιτητικό 15 ευρώ. Παραστάσεις: Τετάρτη και Κυριακή: 20:00. Παρασκευή: 21:15. Σάββατο: 21:15. Παίζουν οι : Λήδα Πρωτοψάλτη, Εύα Καμινάρη, Θανάσης Παπαγεωργίου, Κοραλία Τσόγκα, Νίκη, Χαντζίδου, Παναγιώτης Μέντης, Βάσω Ορκοπούλου.

ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ