Χρήστος Λούλης: «Ο αέρας της τέχνης είναι ίσως το πιο σταθερό πράγμα που υπάρχει στη ζωή»

xristos-loulis
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 20 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

Ο ηθοποιός Χρήστος Λούλης μας μιλά για την παράσταση «Σκοτεινές γλώσσες».

Φωτογραφίες: Χρυσαφένια Μόσχου

Δύο από τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις που παίζονται αυτό τον καιρό στο αθηναϊκό θεατρικό στερέωμα είναι το «Τέφρα και Σκιά» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά στο θέατρο Ροές και οι «Σκοτεινές γλώσσες» σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου στο θέατρο Πόρτα. Συνδετικός κρίκος στις δύο παραστάσεις είναι η παρουσία του Χρήστου Λούλη, ο οποίος έτσι επιβεβαιώνει το στάτους του ως ένας εκ των σημαντικότερων ηθοποιών του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου.

Για το «Τέφρα και Σκιά» έχουμε γράψει την άποψή μας η οποία είναι η καλύτερη, οπότε η προσοχή μας στρέφεται πλέον στις «Σκοτεινές γλώσσες», με το έργο του Άντριου Μπόβελ να πραγματοποίησε την πρεμιέρα του το Σάββατο που μας πέρασε. Πρόκειται για ένα κείμενο που θέτει στο μικροσκόπιο το σκοτάδι των ανθρώπινων σχέσεων μέσα από μια εξαφάνιση που συνταράσσει μια μικρή κοινότητα και περιμένουμε να δούμε πώς θα παρουσιαστούν όλες αυτές οι πτυχές επί σκηνής.

Εμείς συναντήσαμε με τον Χρήστο Λούλη, ο οποίος μας μίλησε για τις δύο παραστάσεις που πρωταγωνιστεί αυτό τον καιρό και για όσα θέματα απορρέουν από τους συσχετισμούς τους. Μπορείτε να διαβάσετε λοιπόν όσα μας είπε παρακάτω.

Για τις πολλαπλές αναγνώσεις που υπάρχουν στις «Σκοτεινές γλώσσες»:

Υπάρχουν κύκλοι που τέμνονται σε βαθμό που κάποιου μπορεί να του αλλάξει τη ζωή. Έχει να κάνει με την εξαφάνιση, την κυριολεκτική και τη μεταφορική. Δηλαδή μια γυναίκα εξαφανίζεται και αυτό γίνεται αφορμή για να αποφασιστούν κι άλλες εξαφανίσεις. Έχει να κάνει πάρα πολύ με τις σχέσεις ζευγαριών κυρίως. Έρωτες, βαρεμάρα και οι προσδοκίες που απογοητεύονται. Έχει να κάνει με μια μέση ηλικία και ζευγάρια γύρω στα 40, δεν αναφέρεται στον έρωτα των 20 χρόνων. Και στην ουσία το βασικό στοιχείο του θρίλερ είναι ότι δεν ξέρεις ποιο είναι το θύμα και ποιος ο θύτης. Εκεί που πιστεύεις ότι κάποιος δε φταίει, φταίει και εκεί που είσαι σίγουρος ότι κάποιος φταίει, δε φταίει. Στις «Σκοτεινές γλώσσες» και ο τίτλος που έδωσε ο Θωμάς έχει να κάνει εν γένει και με μια αδυναμία επικοινωνίας. Όσο πιο δύσκολο μας είναι να πούμε όλη την αλήθεια σε κάποιον που μας ρωτάει πού ήμασταν, άλλο τόσο δύσκολο είναι να πούμε και την αλήθεια στον ίδιο μας τον εαυτό. Και εκεί πέρα υπάρχει το θέμα ότι δεν ξέρεις από πού θα σου έρθει. Και αυτό το αναπάντεχο έχει να κάνει με το πώς το μυαλό μας αντιλαμβάνεται τα γεγονότα. Δηλαδή μια απλή κίνηση που κάνει ένας άνθρωπος, ο απέναντί του τη διαβάζει ως κάτι απειλητικό. Και μπαίνει στη διαδικασία μια ολόκληρη αλυσίδα πράξεων και λέξεων που μετά δεν υπάρχει επιστροφή.

Για τη σχέση των «Σκοτεινών γλωσσών» με τα υπόλοιπα θρίλερ:

Στα θρίλερ υπάρχουν σκηνές που είσαι σίγουρος για χαρακτήρες ότι δεν πρόκειται να τη βγάλουν καθαρή. Αν μια κοπελίτσα τρέχει μόνη της στο δάσος ή φτιάχνει μόνη τσάι στο σπίτι της, λες πως αυτή σίγουρα δεν τη βγάζει τη σκηνή. Καμιά φορά όμως υπάρχει και η ανατροπή. Τις περισσότερες φορές ναι, δεν τη βγάζει τη σκηνή, αλλά τελικά όχι μόνο τη βγάζει αλλά δεν είναι και τόσο αθώα.

Για τη σκηνοθετική άποψη του Θωμά Μοσχόπουλου στις «Σκοτεινές γλώσσες»:

Το έργο είναι γραμμένο πολύ περίεργα, με την έννοια της μουσικότητας. Έχει παράλληλες σκηνές οι οποίες μπαίνουν η μία μέσα στην άλλη με ιδανικές ατάκες. Μπορεί δηλαδή οι ήρωες να δανείζονται λέξεις ή ολόκληρες φράσεις, υπάρχει ένα έντονο μπρος-πίσω στην αφήγηση με επαναλήψεις και ο Θωμάς έχει έτσι κι αλλιώς στο επίκεντρό του την αφήγηση. Είναι από τους σκηνοθέτες που θέλουν να βγει αυτό που λέμε ιστορία και να καταλάβει ο κόσμος για τι πρόκειται. Στο δικό μας θέμα δεν είναι απλά η ιστορία, αλλά και αυτό το περίεργο μπλέξιμο ότι άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους που τους χωρίζουν χιλιόμετρα μπορούν να κάνουν τα ίδια πράγματα και να αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο. Και η προσπάθειά του είναι να συγκεράσει και την αφήγηση του στόρι και να απεικονιστεί αυτή η περίεργη συγγένεια μεταξύ των ανθρώπων.

Για το πώς καταφέρνει να παίζει παράλληλα σε δύο έργα που έχουν αρκετές ομοιότητες μεταξύ τους και να μπαίνει στο κλίμα της κάθε παράστασης, μετά να βγαίνει και να μπαίνει στης επόμενης και ούτω καθεξής:

Ξεκινάω από τα μάτια των συναδέλφων μου. Όταν έχω απέναντί μου την Εύη και πηγαίνω στο θέατρο και τη βλέπω γίνεται κάτι αυτόματο και μπαίνω στη διαδικασία της «Τέφρας». Το θέατρο, η Εύη, ο Δημήτρης Καραντζάς που έρχεται και μας βλέπει, οι μυρωδιές του σκηνικού, όλα αυτά σε βάζουν μέσα στο κλίμα. Το άλλο είναι ένα διαφορετικό κλίμα το οποίο θα γίνει με ανάλογο τρόπο. Άλλωστε εγώ είμαι ο ίδιος άνθρωπος που κάνει και τον έναν και τον άλλο ρόλο και στις «Σκοτεινές γλώσσες» κάνω και τρεις ρόλους, αλλά ο ίδιος άνθρωπος παίζει και στις δύο παραστάσεις οπότε δεν είναι ότι αλλάζω και πάρα πολύ σαν άνθρωπος. Απλά αλλάζει το πλαίσιο. Σίγουρα βοηθάει και το ότι είμαι επαγγελματίας και το βλέπω και ψυχρά, όχι τελείως αλλά όσο χρειάζεται για να μπορώ να το κάνω αυτό, αλλά βοηθάει και αυτό το ανθρώπινο που είπα πριν. Είναι πολύ μικρά πράγματα που σε βάζουν σε μια ατμόσφαιρα όπως τα μάτια ενός συναδέλφου. Αν τώρα το έκανα αυτό πριν από δέκα χρόνια και με ρωτούσες τότε, θα σου έλεγε άλλα πράγματα, για την προσπάθεια να χωρέσω το μυαλό μου στα δύο και τέτοιες βλακείες. Τώρα νιώθω ότι πιο πολύ αφήνω τον εαυτό μου να με τραβάει το κάθε τι και να έχω λιγότερο έλεγχο.

Για την τριβή που έρχεται στις ανθρώπινες σχέσεις όταν χάνεται ο ενθουσιασμός και αυτό που μένει είναι μόνο μυστικά, ψέματα και μια αίσθηση ότι δεν ξέρεις τον άλλον πραγματικά:

Αν αναρωτηθούμε για τους γύρω μας, τους πιο κοντινούς μας ανθρώπους, οι περισσότεροι θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ναι, δεν είμαι σίγουρος αν τον ξέρω τον άλλον. Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι δηλαδή με τον εαυτό μας και με τους άλλους. Δεν είναι μόνο κάτι μετά τον ενθουσιασμό που έρχεται με τα χρόνια. Και στην αρχή όταν είσαι με έναν άνθρωπο και πάλι δεν τον ξέρεις. Αλλά τότε δε σε νοιάζει γιατί έχεις πάρα πολύ μεγάλη αγωνία και όρεξη να τον μάθεις. Και στην ουσία αυτό που κάνουμε δεν είναι ακριβώς προσπάθεια να τον μάθουμε τον άλλον. Είναι προσπάθεια να τον εκμηδενίσουμε και να του επιβληθούμε. Απλά γίνεται με έναν πολύ σέξι και τρυφερό τρόπο γιατί επικρατεί ο ενθουσιασμός που λέμε και δε μας πειράζει γιατί μας κάνει να αισθανόμαστε καλά. Γιατί και ο άλλος το ίδιο κάνει ταυτόχρονα. Είναι μια προσπάθεια κανιβαλισμού η οποία έρχεται πολύ φυσικά. Είναι σαν ζούγκλα και ποιος θα φάει πρώτος ποιον. Αυτό σε κάποιους ανθρώπους μπορεί να σταματήσει και να τελειώσει μαζί με τη σχέση τους στους πέντε μήνες ή σε δύο χρόνια και σε άλλους μπορεί να κρατήσει και μια ζωή. Άλλοι μπορεί να σταματήσουν να θέλουν να φάνε ο ένας τον άλλο και να είναι πιο ήσυχοι και άλλοι να συνεχίσουν να τρώνε τις σάρκες τους. Σε κάθε περίπτωση όμως το να ξέρεις τον άλλο σίγουρα, δεν είναι κάτι που μπορεί να το πει ο καθένας. Οι πιο πολλοί δεν μπορούν να το πουν και αυτή είναι μια μεγάλη πρόκληση για μια σχέση. Πώς μπορείς να αντέξεις να ζεις με έναν άνθρωπο ο οποίος ξέρεις ότι υπάρχουν κάποια σκοτεινά κομμάτια του που δε σε αφήνει να δεις; Και την ίδια στιγμή ασφαλώς και εσύ έχεις τα δικά σου αντίστοιχα κομμάτια που δεν αφήνεις τον άλλον να μπει. Και που μεταξύ μας, δεν ξέρω αν έχει νόημα να τα βγάζουμε όλα στη φόρα. Τα χρειαζόμαστε τα σκοτεινά μας κομμάτια γιατί δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε όλα όσα έχουμε μέσα στο κεφάλι μας, οπότε αν τα βγάλουμε όλα στο φως μπορεί οι πρώτοι που θα πληγωθούν να είμαστε εμείς. Οπότε ίσως και σοφά κρατάμε μυστικά ο ένας από τον άλλον γιατί έτσι έρχεται και μια ισορροπία.

Είναι αυτό που λένε για το δυτικό τρόπο ζωής και το κυνήγι της ευτυχίας, ότι πρέπει το ζευγάρι να τα λέει όλα και δε λέω να λέμε ψέματα, αλλά δεν πρέπει και να υποκρινόμαστε ότι δεν κρύβουμε τίποτα. Γιατί κρύβουμε πάνω απ’ όλα τους εαυτούς μας. Όταν μας

φανερώνεται το σκοτεινό μας κομμάτι, λίγο κλονίζεται όχι μόνο η εικόνα που έχουμε για τον άλλον αλλά και πώς μας βλέπει και ο άλλος και επομένως και για τον εαυτό μας. Έχει να κάνει με τη δυσκολία να συνδυάσεις την ελευθερία με το καθήκον. Η ευτυχία ποια είναι; Να νιώθεις ελεύθερος, να νιώθεις χαρούμενος και όλα αυτά που δε γίνεται να είναι μόνο έτσι και συνέχεια. Και το καθήκον είναι η συνύπαρξη με τους ανθρώπους και η ζωή που έχεις φτιάξει. Ο Ντέβλιν ας πούμε που κάνω στην «Τέφρα» είναι ένας άνθρωπος του καθήκοντος. Δηλαδή εδώ έχουμε φτιάξει τη ζωούλα μας, αυτό είναι το πλαίσιό μας, αυτό είναι το σπίτι μας, αυτή είναι η ζωή μας και τώρα τι κάθεσαι και σκέφτεσαι για πράγματα που δεν αφορούν εσένα. Και η άλλη λέει θέλω να ζήσω τη ζωή μας αλλά δεν μπορώ γιατί με τραβάει αυτή η μνήμη που δεν είναι δικιά μου και που όμως με κατακλύζει συνέχεια και δεν μπορώ να την αποφύγω. Έχει μια περίεργη αίσθηση ελευθερίας δηλαδή η παράδοση του ελέγχου. Αυτός που χάνεται δεν μπορεί να ζήσει τη ζωή με τους άλλους ανθρώπους. Πρέπει να βρεις μια ισορροπία μεταξύ του χάνομαι και του βρίσκομαι και αυτή είναι η τραγωδία του ανθρώπου σήμερα που φαίνεται πολύ καθαρά και στα δύο έργα.

Για την αντιστοίχηση της μικρής κοινότητας που παρουσιάζεται στις «Σκοτεινές γλώσσες» με την ελληνική κοινωνία:

Ναι, βέβαια. Το ωραίο με αυτά είναι ότι υπονοεί κάποια πράγματα περί της κοινότητας μέσα από κάποια πολύ προσωπικά πράγματα του καθενός. Δείχνει ας πούμε πώς είναι για έναν άνθρωπο να ενταχθεί για μια κοινότητα και να ζήσει σε ισορροπία σε αυτήν όταν έχει δικά του πράγματα τα οποία δεν έχει παραδεχτεί. Όταν ας πούμε τον πνίγουν οι ενοχές και μια αίσθηση του ανικανοποίητου. Και αν το πάμε παρακάτω, βρίσκουμε το λόγο για τον οποίο οι κοινότητες έχουν πρόβλημα. Γιατί αν όλα τα άτομα μέσα σε μια κοινότητα είναι ανισόρροπα, τότε και η κοινότητα θα είναι ανισόρροπη. Είναι σαν να λέμε ότι σε μια κοινότητα πρέπει να θεσμοθετούνται κάποιες μορφές απόλυτου ελέγχου και απόλυτου χασίματος. Δεν είναι τυχαίο ότι παλιές κοινότητες έχουν στοιχεία χασίματος, τα οποία τα έχουμε ξεχάσει λιγάκι. Θέλω να πω παλιά στα χωριά γινόντουσαν πανηγύρια που χορεύανε και τρώγανε και πίνανε. Και αυτό γινόταν θεσμοθετημένα, δηλαδή τώρα δε δουλεύουμε αλλά θα μεθύσουμε και θα πούμε τη βλακεία μας. Αυτό είναι μια μορφή ότι παιδιά όλοι μαζί χάνουμε τον έλεγχο τώρα. Χρειάζεται  να τον χάσεις και να πεις και την μπούρδα σου και να τσακωθείς κιόλας. Ενώ τώρα με ποιον τρόπο χάνουμε τον έλεγχο; Θα μου πεις υπάρχουν τα κλαμπς και πας και χορεύεις. Ναι, αλλά δεν είναι θεσμοθετημένο. Πάει μόνο όποιος θέλει. Εγώ ας πούμε έχω να χορέψω πάρα πολύ καιρό. Μπορεί να είναι και θέμα ηλικίας και θέμα χαρακτήρα, αλλά στο Ρίο ας πούμε έχουν το καρναβάλι και στο δρόμο γίνεται της κακομοίρας. Παλιά γινόταν και εδώ. Τώρα δε γίνεται. Αυτή η ελεγχόμενη κατανομή μέσα σε μια κοινότητα της τάξης και της αταξίας έχει να κάνει πάρα πολύ με το κατά πόσο ο καθένας ξεχωριστά μπορεί να δεχθεί και να αποδεχθεί σαν φυσιολογικό ότι έχει μέσα του σκοτεινά πράγματα τα οποία πρέπει να βγουν με κάποιο μέτρο. Όχι να βγουν και να κυριαρχήσουν, αλλά πού και πού πρέπει να βγαίνουν γιατί είναι σαν βαλβίδα ασφαλείας. Εκεί νομίζω συνδέεται το προσωπικό του καθενός με την κοινότητα.

Για τις Ροές και το Πόρτα, τα οποία φέτος είναι ίσως τα πιο ενδιαφέροντα καλλιτεχνικά στέκια για το χώρο του πιο εναλλακτικού και πειραματικού θεάτρου που αψηφά τις ταμπέλες:

Στις Ροές που παίζεται ήδη έχουμε πάρα πολύ κόσμο. Υπάρχει πάντα αυτό το ενδιαφέρον του κοινού. Και ειδικά όταν ξεκίνησε η κρίση θυμάμαι ένα περίεργο πράγμα, ότι τα θέατρα ανεβήκαν. Κοιταζόμασταν μεταξύ μας οι ηθοποιοί και αναρωτιόμασταν πώς έγινε και ήταν παρήγορο γιατί είναι σαν να ήθελε ο κόσμος να πει ότι όλα γύρω μου καταρρέουν και εγώ πρέπει να πιαστώ από κάτι. Και είναι παράδοξο γιατί μιλάμε για το πιο αεριτζίδικο πράγμα του κόσμου, το θέατρο. Κι όμως, από αυτό μπορείς να πιαστείς. Ο διαχωρισμός εμπορικού-πειραματικού δεν έχει τόση σημασία για μένα. Έχει μεγάλη σημασία κάτι που διαφαίνεται κάτω από τις πράξεις των ανθρώπων. Δηλαδή και στις Ροές και στο Πόρτα μπορεί κανείς να δει ότι υπάρχει μια πολύ καθαρή πρόταση προς τα έξω. Δηλαδή δεν κάνουμε τίποτα περίεργο, ούτε ξεπλένουμε λεφτά. Είμαστε αυτοί και θέλουμε να πούμε αυτό και το κάνουμε με αυτούς τους δύσκολους τρόπους στη σημερινή κατάσταση. Από εκεί και πέρα είναι και θέμα γούστου και δεν μπορώ να μιλήσω για αυτό, αλλά βλέπω ότι υπάρχει κόσμος που θέλει να πιαστεί από το αεριτζίδικο και το λέω με την καλή έννοια, γιατί ο αέρας της τέχνης είναι ίσως το πιο σταθερό πράγμα που υπάρχει στη ζωή.

Για το αν παρακολουθεί άλλες παραστάσεις και ταινίες ή προτιμά τον ελεύθερο χρόνο του να τον περνά μακριά από ο,τιδήποτε σχετίζεται με την υποκριτική:

Ανάλογα με τις μέρες. Υπάρχουν στιγμές που είμαι πάρα πολύ κουρασμένος και δε θέλω να δω τίποτα γιατί υπάρχει και αυτό το πράγμα με τη δουλειά μας ότι συνήθως ξέρω και τι θα δω. Και πια σπάνια εκπλήσσομαι, είτε από μια παράσταση είτε από έναν άνθρωπο συγκεκριμένα. Και καμιά φορά με πιάνει μια βαρεμάρα. Άλλες φορές που έχω και την όρεξη και τη δύναμη ναι, μου αρέσει. Ειδικά σινεμά γιατί είναι και πιο εύκολο. Πηγαίνεις άλλες ώρες, μετά την παράστασή σου ή παίρνεις μια ταινία και τη βλέπεις ό,τι ώρα θες σπίτι σου. Το θέατρο είναι πιο δύσκολο γιατί συνήθως παίζω κιόλας εκείνη την ώρα.

Για τον τρόπο που ακούει μουσική:

Εγώ ακούω τραγούδια όλη μου τη ζωή και είμαι από αυτούς που δεν καταλαβαίνουν τι λέει. Εγώ πολλές φορές έχω κάτσει να ακούσω ένα τραγούδι να δω τι λέει και μετά το δεύτερο-τρίτο στίχο ξεχνιέμαι. Μένω στη μουσική, στη φωνή του τραγουδιστή αλλά δεν ακούω τα λόγια. Άκουγα παλιά το «Enter Sandman» των Metallica ας πούμε και το ήξερα όλο απ’ έξω. Και πρόπερσι κατάλαβα τι λέει, μετά από είκοσι χρόνια δηλαδή. Το ίδιο μου συμβαίνει και με τον καιρό. Έχεις δει ποτέ δελτίο καιρού και να καταλάβεις τι καιρό θα κάνει αύριο; Είναι μερικές μέρες που έχω κανονίσει εκδρομή για αύριο και λέω θα κάτσω να δω τον καιρό. Και κάθομαι με μεγάλη προσοχή και προσπάθεια και τελειώνει και λέω δεν κατάλαβα τι καιρό θα έχει αύριο. Η μουσική της φωνής, το φραζάρισμα, το λεξιλόγιο, οι εικόνες και στο τέλος δεν ακούς. Δεν είμαι από αυτούς που έχουν στο μυαλό τους συγκεντρωμένα τα πράγματα.

Για τα σχέδιά του στο υπόλοιπο της σεζόν:

Θα ξεκινήσω τα Χριστούγεννα πρόβες με τον Γιάννη Χουβαρδά για να κάνουμε στο Παλλάς την «Όπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ. Έχει προγραμματιστεί για τέλη Φλεβάρη, οπότε η φετινή σεζόν θα έχει για μένα τρεις παραστάσεις.

Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση/Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος. Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού. Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ. Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου. Δραματολόγος: Μαριλένα Παναγιωτοπούλου. Βοηθός Σκηνοθέτη: Παναγιώτης Φλατσούσης. Β' Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαρία Χανδρά.

Ερμηνεύουν: Άννα Καλαϊτζίδου, Χρήστος Λούλης, Άννα Μάσχα, Γιώργος Χρυσοστόμου.

Πληροφορίες: «Σκοτεινές γλώσσες» του  Άντριου Μπόβελ στο θέατρο Πόρτα, Μεσογείων 59, Αθήνα. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη 20:00, Πέμπτη 21:15, Παρασκευή 21:15, Σάββατο 21:15, Κυριακή 18:30. Τιμές εισιτηρίων: Κανονικό 15 ευρώ, Φοιτητικό, AMEA, άνω των 65, Πολυτέκνων 10 ευρώ, Ανέργων  8 ευρώ. Προπώληση: www.viva.gr, τηλ. 11876, Public, Παπασωτηρίου, Seven Spots, Ιανός, Reload, Media Markt.

Γιάννης Μόσχος

[email protected]