Κωνσταντίνος Ασπιώτης: «Η Τέχνη δεν έχει ανάγκη τίποτα για να επιβιώσει»

aspiotis
ΤΕΤΑΡΤΗ, 25 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

Η Μαρία Πορτοκαλάκη συνάντησε τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη και μίλησαν -μεταξύ άλλων- για θέατρο και τηλεόραση, για υποκριτική και σκηνοθεσία, την οικονομική κρίση και τις θεατρικές παραγωγές μέσα σε αυτήν.

Ανήσυχο πλάσμα, με θράσος που του επιτρέπει να ρισκάρει, παιδεία και ταλέντο που τον βοηθούν να φέρνει σε πέρας με επιτυχία ό,τι αναλαμβάνει, καθαρό βλέμμα, σταράτα λόγια, σαρκαστικό και ευφυές χιούμορ και με ένα αυθεντικό, παιδικό χαμόγελο, που δεν υποκρίνεται. Του αρέσει το διάβασμα, ζει λιτά και θεωρεί τη δουλειά του ιερή.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, σήμερα ζει στην Αθήνα και στην ερώτησή μας αν θα επέστρεφε στην γενέτειρά του εξηγεί: "Δεν σκέφτομαι τίποτα. Αν θα μείνω εδώ, αν θα επιστρέψω στη Θεσσαλονίκη, αν θα πάω να ζήσω στο Σάλτσμπουρκ...Κάνω ό,τι γουστάρω".

Αυτό το διάστημα οι προβολείς είναι στραμμένοι πάνω του, αφού πρωταγωνιστεί στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι», σκηνοθετεί τη «Σκοτεινή Πέτρα», αλλά και την Μαρίζα Ρίζου στο «Μπελ Επόκ». Παρόλα αυτά, παραμένει ισορροπημένος και προσηλωμένος στη δουλειά του. Πάμε να τον γνωρίσουμε! 

Το «Κουρδιστό πορτοκάλι» είναι ένα σκληρό έργο που πραγματεύεται το θέμα της βίας και ασχολείται με την άγρια πλευρά της ζωής. Ποιες συσχετίσεις βλέπεις με τη σημερινή κοινωνία; Πόσο επίκαιρο το βρίσκεις;

Θεωρώ ότι είναι επίκαιρο με έναν πολύ ουσιαστικό τρόπο. Κεντρικό του θέμα που θίγεται κατ’ εμέ είναι το ότι ο άνθρωπος που στερείται το δικαίωμα επιλογής παύει να λέγεται άνθρωπος. Καθώς και το γεγονός ότι αυτός που έχει τη δυνατότητα να επιλέξει το κακό ή το καλό, είναι κατά κάποιο τρόπο καλύτερος από εκείνον που του το επιβάλλουν. Είναι ερωτήματα που εγώ τα έχω μέσα μου. Πάντα με απασχολούν. Στην κοινωνία μας σήμερα βλέπω πως πηγαίνουν να μας στερήσουν το δικαίωμα επιλογής με έναν έμμεσο τρόπο. Το συναντούμε αυτό σε διάφορες εκφάνσεις.

Κι έρχομαι στο πνεύμα των ημερών που, ενώ εγώ μέσα μου έχω πάρει μια απόφαση να πω πως ναι, ο άνθρωπος πρέπει να ‘χει το δικαίωμα της επιλογής ακόμα κι αν επιλέγει το κακό, έρχεται η επικαιρότητα να τρελάνει τα πιστεύω μου. Δηλαδή όταν μιλάμε για μια κατάσταση όπως αυτή που βιώνουμε, όπως αυτή που βίωσαν οι άνθρωποι στο Παρίσι αυτές τις μέρες, αρχίζω κι αναρωτιέμαι, μήπως τελικά θα ήταν καλύτερο να έχουν επιβάλλει σ’ αυτούς τους ανθρώπους το καλό με κάποιον τρόπο; Αλλά εκεί ανοίγει μια μεγάλη κουβέντα για το τι είναι καλό τι είναι κακό κ.ο.κ. Φυσικά δεν είναι καλό να χάνονται αθώοι άνθρωποι. Είναι ένα ολόκληρο πεδίο σκέψης και συζήτησης που η παράσταση το έχει ως κεντρικό άξονα.

Ο Άλεξ είναι ένα διαταραγμένο πλάσμα, θύμα της κοινωνίας και των επιλογών του;

Είναι θύμα της κοινωνίας με την έννοια ότι έχει μεγαλώσει σε μια κοινωνική συνθήκη. Είναι παιδί μιας συγκεκριμένης κοινωνικοικονομικής τάξης, οπότε μέσα από αυτή μεγαλώνει ένας εγκληματίας. Γιατί ένας τέτοιος ευφυής άνθρωπος θα μπορούσε, αν μεγάλωνε σε άλλο κοινωνικό περιβάλλον και όχι στο δυστοπικό που περιγράφει ο συγγραφέας, να έβγαινε ένας λαμπρός επιστήμονας. Οπότε παίζει ρόλο σε τι περιβάλλον μεγαλώνει ένας άνθρωπος και κατά πόσο μπορεί να ξεφύγει μόνος του από αυτό. Για τον Άλεξ υπάρχουν 3 φάσεις. Η πρώτη είναι ότι επιλέγει το κακό -ο συγγραφέας λέει πως ζει μέσα από τον ήρωά του πράγματα που δεν θα μπορούσε ποτέ να βιώσει- μετά κάνουν το πείραμα-θεραπεία Λουντοβίκο και ευνουχίζεται. Όμως δεν είναι ότι δεν θέλει να κάνει το κακό, είναι ότι δεν μπορεί. Γι αυτό και διαταράσσονται τα σωθικά του. Ύστερα  τον ξανακάνουν καλά, αυτό το καλό όμως τι σημαίνει; Ότι έχουν έναν υπουργό που του έχει βρει μια δουλειά πια και έρχεται ο ήρωας και γίνεται ένα με αυτό που του επιβάλλει η κοινωνία;...

Εγώ επειδή προσπαθώ, όταν αναλαμβάνω ένα ρόλο, να κατανοήσω απόλυτα το χαρακτήρα - τον εγκέφαλό του, μπορώ να βρω όλα τα απαραίτητα κοινά μας χαρακτηριστικά, που μου επιτρέπουν να καταλάβω κάθε του πράξη. Οπότε αναγνωρίζω τα βίαια ένστικτα που μπορεί να 'χω εγώ ο ίδιος και κατά κάποιον τρόπο κάνω αυτό που είπε ο συγγραφέας. Κοιτώντας τον Άλεξ έξω από αυτήν την κατάσταση, μπορώ να τον μισήσω, να τον συμπονέσω, να στεναχωρηθώ γι’ αυτό που περνάει.

Πώς αποφάσισες να σκηνοθετήσεις τη μουσική παράσταση της Μαρίζας Ρίζου;

Έχει ένστικτο αυτό το κορίτσι! Η Μαρίζα ήρθε πέρσι και είδε το Rocky Horror Show, λίγο μετά με πλησίασε και μου ζήτησε να σκηνοθετήσω το περσινό της live. Εγώ είπα ότι δεν μ’ ενδιαφέρει να σκηνοθετήσω απλά ένα live. Ήθελα να αναλάβω γενικότερα το concept σε ό,τι αφορά την εικόνα της, το εικαστικό θέμα που λέγεται Μαρίζα Ρίζου. Πέρσι κάναμε μερικά ωραία πράγματα, φέτος όμως, έρχονται τα καλύτερα.

Είμαστε πολύ χαρούμενοι που δουλεύουμε για το Μπελ Επόκ. Ετοιμάστηκε ένα μουσικοθεατρικό θέαμα, για το οποίο αισθάνομαι περήφανος και πιστεύω θα αρέσει πολύ στον κόσμο, θα δει κάτι ωραίο και θα περάσει καλά. Δεν σκοπεύω να συνεχίσω να το κάνω αυτό. Έγινε επειδή με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη καλλιτέχνις και η συνθήκη που έχουμε δημιουργήσει. Γιατί έχει δημιουργηθεί μια πολύ γερή ομάδα γύρω από την Μαρίζα.

Σκηνοθετείς και τη «Σκοτεινή Πέτρα», ένα έργο με στοιχεία που επίσης, το καθιστούν επίκαιρο.

Από την ώρα που ήρθε στα χέρια μου είπα πως πρόκειται για ένα πάρα πού ωραίο έργο. Σύγχρονο, γράφτηκε πριν από 2-3 χρόνια, παίχτηκε με απόλυτη επιτυχία στη Μαδρίτη, πράγμα που δείχνει ότι δεν είμαι τρελός. Θέλω να πω ότι άρεσε στον κόσμο, όπως άρεσε και σ’ εμένα. Μάλλον, τελικά, μ’ αρέσουν τα λαϊκά θεάματα, όπως αυτό το δράμα.

Μιλά για τον εμφύλιο της Ισπανίας, όμως αυτό στη δική μας κοινωνική συνθήκη μπορεί να μιλήσει για τον πόλεμο γενικότερα και τον εμφύλιο που κάθε τρεις και λίγο απειλεί τους Έλληνες. Πρόσφατο παράδειγμα η ιστορία του «ΝΑΙ» και του «ΟΧΙ», που έκανε φίλους να τσακώνονται στο ίδιο τραπέζι. Μέσα σ’ αυτό υπάρχει και η ουσία της ανθρώπινης επικοινωνίας, της ελευθερίας.

Είναι και ο βασικότερος λόγος που μου αρέσει, γιατί αφορά σε δυο αντιπάλους, ανθρώπους διαφορετικών ιδεολογιών -ή τουλάχιστον έτσι συστήνονται στην αρχή του έργου- που στην πορεία καταφέρνουν να επικοινωνήσουν. Ο αιχμάλωτος και ο φρουρός. Ο πρώτος, που είναι ο τελευταίος σύντροφος της ζωή του Λόρκα, προσπαθεί εφόσον απειλείται με την εκτέλεση, να πείσει τον αντίπαλο, ένα φοβισμένο παιδί που μεγαλώνει μέσα στους φασίστες του Φράνκο να πάει σε μια διεύθυνση στην Μαδρίτη για να περισώσει τα τελευταία έργα του Λόρκα.

Πόσο δύσκολο είναι να περισωθεί το καλλιτεχνικό ιδεώδες σε συνθήκες ισοπέδωσης, όπως αυτές που ζει ο Ραφαέλ;

Η Τέχνη είναι ένα «πράγμα» που δεν έχει ανάγκη τίποτα για να επιβιώσει. Μπορεί μέσα σε συνθήκες φασισμού και λογοκρισίας να βγουν μεγάλα έργα από ανθρώπους ή καλλιτέχνες που είναι της ιδεολογίας του φασισμού. Μπορεί όμως να βγουν και έργα που πολεμούν αυτό το καθεστώς. Το θέμα είναι το τι επιτρέπεται να συμβεί κάθε φορά, σύμφωνα με τα κοινωνικά δεδομένα, με τον εγκέφαλο του κάθε καλλιτέχνη και κυρίως το τι μπορεί να μεταβάλει τον κόσμο. Να τον πάει ένα βήμα παραπέρα. Η τέχνη μπορεί να αλλάξει την ανθρωπότητα. Δίνει τροφή για σκέψη, προβληματισμό, κι εκτός αυτών σε διασκεδάζει, δρα στην ψυχολογία σου και ακόμα και μετά από μια παράσταση, μπορεί να αλλάξεις τον τρόπο με τον οποίο φέρεσαι από εκείνη κιόλας τη στιγμή στους ανθρώπους που είναι γύρω σου.

Ο Ραφαέλ αναφέρει: «Δεν το θέλω για εμάς, για τώρα. Είναι έργα που θα τα καταλάβουν οι επόμενες γενιές». Επίσης σπουδαία είναι η διαχρονικότητα στην τέχνη. Ο Λόρκα είναι ένας διαχρονικός ποιητής. Είχα μια σπουδαία ομάδα συνεργατών και όσοι δουν την παράσταση θα παρατηρήσουν δυο πολύ καλούς ηθοποιούς, τον Σταύρο Ράγια και τον Ιωάννη Τσεμπερλίδη, να αφηγούνται μια πολύ ωραία ιστορία.

Καταπιάνεσαι με πολλά. Πώς είναι η καθημερινότητά σου;

Τρέχω από το πρωί ως το βράδυ για τα διάφορα θέματα που έχω να οργανώσω ή που προκύπτουν. Είναι πολύ δημιουργικό, όμως όλο αυτό είναι κάτι που έχω επιλέξει και μου δίνει ζωή. Τελευταία προσπαθώ να μένει λίγος χρόνος και για εμένα μέσα στη μέρα.

Ετοιμάζεις και κάτι άλλο για το επόμενο διάστημα;

Έχω πει ότι δεν θα ετοιμάσω τίποτα άλλο μέχρι να τελειώσει τον Ιανουάριο το «Κουρδιστό Πορτοκάλι». Έχουμε την πρεμιέρα της Μαρίζας, ξεκίνησε και η «Σκοτεινή Πέτρα» και μετά θα είμαι μόνο… ένας ηθοποιός.

Πώς θα περιέγραφες τον εαυτό σου;

Είμαι ένας άνθρωπος που δίνει μεγάλη σημασία στην παρατήρηση των γύρω του και του εαυτού του. Επίσης, ακούω πολύ καλά και βλέπω πολύ καλά. Μετά όλα αυτά τα παίρνω και προσπαθώ να τα βάζω στη δουλειά μου και μ’ έναν τρόπο προσπαθώ μέσα από αυτή τη διαδικασία να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος κάθε φορά. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.

Πότε αποφάσισες πως θέλεις να ασχοληθείς με το θέατρο;

Αυτό προέκυψε όταν πήγαινα σχολείο και είδα στο Κρατικό  Θέατρο Βορείου Ελλάδος τη «Νόρα» του Ίψεν, σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κουντούρη, με τους: Λυδία Φωτοπούλου, Δημήτρη Καταλειφό και Δημήτρη Ναζίρη. Βίωσα ένα συναίσθημα μέσα στο θέατρο που ήθελα να το επαναλάβω, να μπορώ να το δημιουργήσω κι εγώ με τη σειρά μου σε άλλους. Κι αυτό ήταν το κομβικό στην απόφασή μου να δώσω στη σχολή του Κρατικού. Μέσα στη σχολή μάθαινα πολύ ωραία πράγματα κι αισθανόμουν πως γίνομαι ένας άλλος άνθρωπος.

Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με τη σκηνοθεσία;

Ντρεπόμουν πάντα να το πω αυτό, αλλά τώρα το χω δεχθεί και το λέω, πως αυτό ήταν πάντα στο μυαλό μου. Νομίζω ασυνείδητα στην αρχή, χωρίς να ξέρω ότι μπορεί να γίνει κι επάγγελμα, και πολύ πριν καν δω αυτήν την παράσταση που ανέφερα μόλις. Από το σχολείο δημιουργούσα συνεχώς θεατρικές ομάδες, έφτιαχνα τις παραστάσεις, έστηνα τα σκηνικά, ζωγράφιζα. Πάντα υπήρχε αυτή η ανάγκη της σύνθεσης μιας ολόκληρης θεατρικής κατάστασης στο μυαλό μου.

Έχεις συμμετάσχει και σε πολλές τηλεοπτικές σειρές. Τι προτιμάς; Θέατρο ή τηλεόραση;

Θέατρο. Η τηλεόραση δυστυχώς, ειδικά όπως γίνεται στην Ελλάδα, έχει καταντήσει ένα ευτελές μέσο, ενώ θα μπορούσε να είναι πολύ χρήσιμο στην ψυχαγωγία των ανθρώπων και την πνευματική τους άσκηση. Αυτή τη στιγμή τους κάνει κακό. Και μιλάω για το μεγαλύτερο μέρος της. Εξαιρέσεις υπάρχουν δυστυχώς για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Έχεις μετανιώσει για τη συμμετοχή σου σε κάποια;

Όλες οι τηλεοπτικές σειρές όπου συμμετείχα μου έδωσαν κάτι στην εξέλιξη μου, την υποκριτική, τον τρόπο σκέψης μου σε σχέση με αυτή τη δουλειά. Δεν φτύνω τίποτα και μάλιστα υπάρχουν και κάποιες συνεργασίες, που έχω πολύ βαθιά μέσα στην καρδιά μου, όπως το «504 χλμ βόρεια της Αθήνας». Όταν κατάλαβα όμως σε μια περίπτωση ότι γίνομαι μέρος αυτού που έλεγα ότι κάνει κακό, σταμάτησα, ενώ η σειρά συνέχισε και δεύτερη σεζόν. Αναφέρομαι στο «Έρωτας με επιδότηση ΟΓΑ». Ενώ δεν ξεκίνησε έτσι, στην πορεία θεώρησα αυτό που πάει να γίνει ευτελή τυφώνα, που έρχεται να πάρει τα πάντα. Κάθε αξία, κάθε αρχή.

Ακολουθείς κάποια διαδικασία συγκέντρωσης πριν την παράσταση και αποφόρτισης μετά από αυτήν;

Δεν κάνω κάτι συγκεκριμένο. Προσπαθώ να μπαίνω εγκεφαλικά σε μια διαδικασία συγκέντρωσης, κάνω και λίγο ζέσταμα σωματικό και φωνητικό, αλλά είμαι και λίγο τεμπέλης και δεν κάνω όσο θα ‘πρεπε. Η αποφόρτιση έρχεται ομαλά. Προσπαθώ γενικά τον τελευταίο καιρό στη ζωή μου να μην εξαρτώμαι από τίποτα. Δεν μου αρέσουν οι εξαρτήσεις. Όλα γίνονται ήρεμα και με επαγγελματική συνέπεια.

Επιλέγεις ρόλους με τους οποίους έχεις κοινά χαρακτηριστικά ή προτιμάς τους εντελώς κόντρα στην προσωπικότητά σου;

Επιλέγω ρόλους που κάτι σε αυτούς με αγγίζει και θέλω να μιλήσω γι’ αυτό. Από κει και πέρα έχει να κάνει με το αν γουστάρω ή όχι να κάνω κάτι, για να το επιλέξω ή όχι. Πολύ σημαντικό για μένα είναι και με το ποια ομάδα θα γίνει αυτό. Δεν θα αναλάμβανα για παράδειγμα ένα σπουδαίο ρόλο, όπως του Άμλετ, με μια ομάδα ανθρώπων και ένα σκηνοθέτη που δεν θέλω να συνεργαστώ. Στο θέατρο γινόμαστε οικογένεια και μια καλή παρέα που πάει να ζυμώσει ιδέες, ώστε στο τέλος να αφηγηθούμε όλοι μαζί μια ιστορία.

Τι σ’ αρέσει και τι όχι στην Αθήνα;

Δεν μου αρέσει που δεν βρίσκω καλό φαγητό, όπως στη Θεσσαλονίκη. Αυτό πρέπει να το ψάξεις και τις περισσότερες φορές, όταν το βρίσκεις, κοστίζει λίγο ακριβά… Δεν υπάρχει ένας τεράστιος δρόμος στον οποίο, αν μπεις, όπου κι αν κοιτάξεις βρίσκεις ωραίο φαγητό, όπως η Άθωνος. Δεν μ’ αρέσει η κίνηση, δεν μου αρέσει που δεν ρυθμίζεται η κίνηση. Αχρηστία! Είναι άχρηστοι αυτοί που μας κυβερνούν. Φοβερό!

Μου αρέσει που έχουν παραμείνει κάποια ωραία, παλιά κτίρια, αν και θα μπορούσαν να έχουν μείνει περισσότερα. Μου αρέσουν κάποιες γειτονιές που έχουν άπλα και διαφορετική αισθητική, ξεφεύγοντας από το γκρίζο και το τσιμεντένιο που βλέπουμε στο μεγαλύτερο ποσοστό των δρόμων της Αθήνας.

Ποια η σχέση σου με τα social media;

Μου αρέσει το instagram και ακολουθώ ανθρώπους από πολλές χώρες, γιατί βλέπω φωτογραφίες πχ. από Χιλή. Είναι ωραία αυτή η ιντερνετική πατέντα με τις συγκεντρωμένες φωτογραφίες. Χρησιμοποιώ επίσης, το facebook  για την ενημέρωσή μου, καθώς βλέπω συνεχώς άρθρα που ανεβάζουν οι φίλοι μου. Προσπερνώ τα status.

Παρατηρείται, παρά την κρίση, άνθιση στο Θέατρο (βλέπουμε πολλές νέες παραγωγές και παραστάσεις που ανεβαίνουν ξανά). Πώς το σχολιάζεις;

Το ζήτημα είναι να μπορούν να ανέβουν οι παραγωγές και να στηρίζει ο κόσμος το θέατρο, αυτό είναι άνθιση. Όχι να γίνεται μια δουλειά τζάμπα και κατ’ εξακολούθηση. Ή ένα πολύ φθηνό εισιτήριο που στο τέλος δεν μπορεί να βγάλει ούτε το κόστος της παραγωγής.  Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε παρακμή. Εκεί πια αναγκάζεται ο κόσμος του θεάτρου να κάνει εκπτώσεις και άρα να παράγει φθηνά θεάματα. Πολλές φορές η οικονομική φθήνια ταυτίζεται με την εγκεφαλική. Από την άλλη είναι καλό που δεν το βάζουν κάτω και προσπαθούν με νύχια και δόντια να κάνουν κάποιοι αυτό που σπούδασαν. Απλώς θέλει προσοχή. Εγώ δεν είμαι κατά του να έχουμε 1.000 παραστάσεις στην πρωτεύουσα και ο θεατής πολλές δυνατότητες επιλογής, αρκεί αυτό να μπορεί να στηριχθεί και να καταλάβει και ο κόσμος πως πρέπει να το στηρίξει.

Φωτογραφίες: clickatlife.gr

Μαρία Πορτοκαλάκη
[email protected]