Κριτική: «Οταν έκλαψε ο Νίτσε», του Ιρβιν Γιάλομ, στο Θέατρο «Θησείον»

kritiki-otan-eklapse-o-nitse-tou-irbin-gialom-sto-theatro-thiseion-nitse-tou-irbin-gialom-sto-theatro-thiseion

ΤΕΤΑΡΤΗ, 30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2011

H Eλένη Πετάση μας μεταφέρει τις εντυπώσεις της από την παράσταση «Οταν έκλαψε ο Νίτσε» στο θέατρο «Θησείον».

«Οταν έκλαψε ο Νίτσε», χιλιάδες αναγνώστες υπέκυψαν στην περιέργεια να μάθουν την αιτία. Τα μυθιστορήματα, εξάλλου, που εμπνέονται από ιστορικά πρόσωπα -ακόμα και όσα επεξεργάζονται φανταστικές συνθήκες- πρωτοστατούν στις κυκλοφορίες των βιβλίων.

Οπως το προαναφερθέν έργο του ψυχιάτρου Ιρβιν Γιάλομ, που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 1992, και γρήγορα έγινε best seller. Ποιο είναι άραγε το μυστικό της επιτυχίας του; Προφανώς, το γεγονός ότι, με δόλωμα την πλοκή, με έναν απλό αλλά όχι απλοϊκό τρόπο, εισάγει ύπουλα έναν ευρύτερο κύκλο ανθρώπων στον κόσμο της ψυχανάλυσης και της φιλοσοφίας. Οταν μάλιστα η μυθοπλασία καταγράφει τις εσωτερικές διαδρομές, τις κρυφές επιθυμίες, τις αποσιωπήσεις, τις φοβίες και τις αναζητήσεις του Φρίντριχ Νίτσε και του Γιόζεφ Μπρόιερ, ενώ ταυτόχρονα αποτυπώνει μικρολεπτομέρειες της καθημερινότητάς τους, το ανάγνωσμα γίνεται ακόμα πιο ελκυστικό.

Ο ίδιος ο Γιάλομ θέλησε να γράψει ένα διδακτικό μυθιστόρημα. Οπως εκμυστηρεύτηκε στη «Ναυτεμπορική», γοητεύτηκε από την προσωπικότητα του Νίτσε, γιατί κατάφερε «να μετατρέψει την αγωνία του σε τέχνη» αλλά και από το φιλοσοφικό του στοχασμό που, κατά τη γνώμη του, «έχει τεράστια σχέση και με τον τομέα της ψυχοθεραπείας». Ο Μπρόιερ, από την άλλη, θεμελιωτής της ψυχανάλυσης και μέντορας του Φρόιντ, δεν ήταν άμοιρος υπαρξιακών προβλημάτων.

Ο συγγραφέας, λοιπόν, μας εμπλέκει σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας, χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα την επινοημένη συνάντηση των δύο «τεράτων» του 19ου αιώνα που αναπτύσσουν μια δυναμική σχέση με απόψεις και κοσμοθεωρίες σε διαξιφισμούς μέχρι τελικής πτώσεως.

Ως αποτέλεσμα, η ευεργετική επίδραση της ουσιαστικής ανθρώπινης επαφής εξοβελίζει τις όποιες αντιστάσεις, δίνει διέξοδο στην εσωτερική τους εξορία και εν τέλει οι όροι ιατρού- ασθενή αντιστρέφονται, καθώς «θεραπεύουν» ο ένας τον άλλον.

Αυτή τη μοιραία συνάντηση παρακολουθούμε τώρα στο «Θησείο, ένα θέατρο για τις Τέχνες» στη θεατρική μεταστοιχείωση του λογοτεχνικού κειμένου από την Ευαγγελία Ανδριτσάνου και σε σκηνοθεσία των Ακύλα Καραζήση (Μπρόιερ) - Νίκου Χατζόπουλου (Νίτσε), που ερμηνεύουν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Δίπλα τους ο Χρήστος Φραγκούλης, ως νεαρός Φρόιντ, συμπληρώνει την επιτυχημένη διανομή.

Με το βλέμμα στραμμένο στις εσωτερικές διαδρομές των προσώπων και το λόγο να κυριαρχεί, η παράσταση φλερτάρει με διανοητικές ασκήσεις, παντρεύει την αφήγηση με την αναπαράσταση, ζωντανεύει άλλα πρόσωπα της ιστορίας μέσα από ανδρείκελα.

Μια κούκλα, για παράδειγμα, «υποδύεται» τη θυελλώδη Λου Σαλομέ, αντικείμενο πόθου και μούσα του Νίτσε («Χωρίς τη Λου δεν θα υπήρχε ο Ζαρατούστρα»), η οποία πείθει τον Αυστριακό γιατρό να απαλλάξει το Γερμανό φιλόσοφο από την απόγνωση που τον έχει κυριεύσει.

Ο τελευταίος, αγκιστρωμένος στην παθολογία του, διακηρύσσει πως η αρρώστια του είναι ευλογία (η κακή του όραση τον υποχρεώνει να μη διαβάζει τις σκέψεις άλλων διανοητών... η κλονισμένη υγεία του τον αναγκάζει να εγκαταλείψει την άχαρη πανεπιστημιακή του καριέρα, να απαλλαγεί από τον σεξουαλικό πόθο και να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την πραγματικότητα του θανάτου).

Μη έχοντας, ωστόσο, κανέναν παράδεισο για να ακουμπήσει, σταδιακά συμφιλιώνεται με τις Ερινύες του, ομολογώντας: «Ο,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό».

Η μεταφορά ενός έργου από τον ένα σημειακό κώδικα στον άλλο, ενέχει πάντοτε κινδύνους. Η Ευαγγελία Ανδριτσάνου, εστιάζοντας στη σχέση των δύο αντρών, αναδεικνύει τον ψυχισμό τους, πετυχαίνει το συνδυασμό ελαφρότητας και σκεπτικισμού, εξορύσσει ουσιώδεις προβληματισμούς και πνευματώδη αποφθέγματα.

Παρασύρεται, ωστόσο, από τον πληροφοριακό λαβύρινθο του λογοτεχνικού κειμένου που, παρότι εύληπτο, στη θεατρική του μορφή ενίοτε πλατειάζει. Η παράσταση στηρίζεται στην υποκριτική πειθώ των τριών ηθοποιών (που κάθε τόσο αφήνουν τους ρόλους τους για να γίνουν αφηγητές) και υποκαθιστά την έλλειψη εξωτερικής δράσης με ενδιαφέρουσες κινησιολογικές και μουσικές παρεμβάσεις.

Το μινιμαλιστικό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου (μόνο ένα υπέροχο παλιό χαλί, τρεις καρέκλες, βιβλία και μικρά γυάλινα βάζα τα οποία, όταν ανοίγονται, «εκπέμπουν» τις συνθέσεις του Κ. Σελαμσή) αρκεί για να μας μεταφέρει στην πνευματικά αναβράζουσα Βιέννη του 1882.

ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]