Κριτική θεάτρου: «Η Φόνισσα», με την Μπέττυ Αρβανίτη

kritiki-theatrou-i-fonissa-me-tin-mpettu-arbaniti

Τη σύνθετη ύπαρξη της «Φόνισσας» υποδύεται η Μπέττυ Αρβανίτη, χτίζοντας το σημαντικότερο, ίσως, ρόλο της καριέρας της.

ΤΡΙΤΗ, 27 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2011

Η Ελένη Πετάση μας μεταφέρει τις εντυπώσεις της από την παράσταση «Η Φόνισσα», που βασίζεται στο ομώνυμο έργο του Αλέξανδρου Παπαδαμάντη. Η Μπέττυ Αρβανίτη εμφανίζεται στον πρωταγωνιστικό ρόλο, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Στάθη Λιβαθινού στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας.

«Η Χαδούλα, η λεγόμενη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρες, με ήθος ανδρικόν και με δύο άκρας μύστακος άνω των χειλέων της. Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωή της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμει τίποτα ειμή να υπηρετεί τους άλλους...».

Με αυτά τα λόγια, δημοσιευμένα το 1903 στην ιδιάζουσα γλώσσα του, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αρχίζει την περιγραφή του για τη Φραγκογιαννού, μια γυναίκα που υπέφερε ποικίλες ταπεινώσεις και έφθασε να πιστεύει ότι, σκοτώνοντας μικρά κορίτσια, τα απαλλάσσει από τη φρικτή τους μοίρα. Ανάμεσα στην κατακριτέα αποδοχή των πράξεών της και στη «δικαιολογία» ενός «ανθρωπιστικού ιδανικού», την ενοχή και την αθωότητα, η τραγική περσόνα της κορυφαίας νουβέλας του μεγάλου Ελληνα λογοτέχνη, που ενδεικτικά φέρει τον τίτλο «Φόνισσα», βρίθει αντικρουόμενων αναλύσεων: δημιούργημα απάνθρωπων κοινωνικών συνθηκών, αντανάκλαση των παθών του συγγραφέα της, φύση εγκληματική, πρόδρομος φεμινισμού, επαναστάτρια, άτομο σατανικό, υπόδειγμα υπεροψίας, καθώς επωμίζεται θεϊκές δυνάμεις ή ακόμα και αντικείμενο ψυχιατρικής περίπτωσης, αφού κάποια στιγμή «άρχισε να ψηλώνει ο νους της».

Ωστόσο η Φόνισσα αντιστέκεται στις τακτοποιημένες ερμηνείες, οι οποίες εν τέλει αδυνατούν να την εντάξουν σε μία και μόνο κατηγορία. Συγγενεύει περισσότερο με τις ηρωίδες των αρχαίων τραγικών, που εκδιώκονται στο χώρο της ύβρεως, αλλά και με αρχετυπικές μορφές των μεγάλων κλασικών κειμένων, όπως είναι ο Ρασκόλνικοφ στο «Εγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι. Και, από την άλλη, προτάσσει, στην πιο ακραία της μορφή, τη νεοελληνική κοινωνικοπολιτική παθογένεια, που διαιωνίζει ανισότητες και πυροδοτεί εγκλήματα.

Αυτήν τη σύνθετη ύπαρξη υποδύεται η Μπέττυ Αρβανίτη, χτίζοντας το σημαντικότερο, ίσως, ρόλο της καριέρας της. Με εσωτερικό ρυθμό, συγκροτημένο πάθος, εκφραστική ευλυγισία και αυστηρό έλεγχο των μέσων, ξεδιπλώνει τον δύσκολα παραστάσιμο ίλιγγο της ανθρώπινης ενδοχώρας. Κουλουριασμένη μέσα σε μία αμμώδη τάφρο, στο κέντρο της σκηνής, εγκαθιδρύει από την πρώτη στιγμή την ερεβώδη ατμόσφαιρα του δραματοποιημένου διηγήματος, ενώ με μαθηματική ακρίβεια υπερασπίζεται τη διττή του υπόσταση, γλιστρώντας από τη σπαρακτική εξομολόγηση στον αποστασιοποιημένο σχολιασμό.

Δίπλα της οι υπόλοιποι καλοί ηθοποιοί του θιάσου, ευθύβολοι και ενεργειακά φορτισμένοι (Λίλλυ Μελεμέ, Λουκία Μιχαλοπούλου, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Τζίνη Παπαδοπούλου, Χάρης Χαραλάμπους), αρχικά συστήνονται με τα ονόματά τους και, «παίζοντας» τους εαυτούς τους, απευθύνουν στο κοινό πληροφορίες, απόψεις, θεωρητικές εκτιμήσεις. Στη συνέχεια, ως ένας άλλος «Χορός» τραγωδίας, ενσαρκώνουν τη συλλογική συνείδηση, μετέχουν στα δρώμενα, προσωποποιούν τους χαρακτήρες της αφήγησης.

Ο Στάθης Λιβαθινός, με την επικουρία του γόνιμης διασκευής του Στρατή Πασχάλη, το αφαιρετικό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου και την σμίξη ψαλμών και ηλεκτρονικής μουσικής του Τηλέμαχου Μούσα, βυθίζεται σταδιακά στη βαθύτερη ουσία του έργου. Η εξαιρετικά ρυθμισμένη σκηνοθεσία του, λοξοδρομώντας από την ηθογραφία και πλησιάζοντας την αίσθηση ενός σύγχρονου δράματος, δίνει το παράδειγμα για το πώς μπορεί να αποδοθεί θεατρικά ένα λογοτεχνικό κείμενο μιας άλλης εποχής, χωρίς να χάσει τίποτα από την πρωταρχική αξία του.

ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ [email protected]